ΝΣΚ/42/2020
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Εάν η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση Πράξεων Επιβολής Εισφορών και συναφών Πράξεων συνιστούν λόγο διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ και ήδη ΕΦΚΑ, έναντι των οφειλετών του, λαμβανομένου υπόψη ότι η θέση αυτή έχει διατυπωθεί σε εγκυκλίους πρώην κεντρικών Υπηρεσιών του ΙΚΑ(...)Δεν είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ, με εγκυκλίους που το Ίδρυμα εκδίδει προς τις Υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων και κατά συνέπεια, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, ότι η κοινοποίηση των καταλογιστικών Πράξεων διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων, είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους (ομόφωνα).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/3428/2006
Παραγραφή των αξιώσεών τους για καθυστερούμενες αποδοχές και άλλες απολαβές ή αποζημίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της Συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974, που καθιερώνει τη βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή των αξιώσεων αυτών, περιορίζοντας τα περιουσιακά τους δικαιώματα. Έναρξη διακοπής της παραγραφής. Η υποβολή σχετικής αίτησης στη Διοίκηση, ως λόγος διακοπής της παραγραφής. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν οι λόγοι που διακόπτουν την παραγραφή παρεμποδίζουν και την έναρξή της.
615828/Σ.761/2022
Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4997/2022 «Εξορθολογισμός ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 219) περί παραγραφής των αξιώσεων του e- Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και συγκεντρωτική καταγραφή των διατάξεων περί διακοπής και αναστολής παραγραφής.» ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 43/2022 ΑΔΑ:675Ξ46ΜΑΠΣ-Α7
ΝΣΚ/224/2018
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (ήδη ΕΦΚΑ) – Χρόνος παραγραφής χρηματικών απαιτήσεων που αφορούν ασφαλιστικές εισφορές – Εκτέλεση δικαστικής απόφασης – Δυνατότητα νέου καταλογισμού των αξιώσεων.Οι αξιώσεις του IKA-ETAM (στην θέση του οποίου υπεισήλθε από 1-1-2017 ο ΕΦΚΑ) δεν έχουν παραγραφεί, αφού η έναρξη της εκκρεμοδικίας αποτέλεσε γεγονός διακοπτικό και ανασταλτικό της παραγραφής. Από 26-5-2018 άρχισε να τρέχει η διακοπείσα παραγραφή, που ήδη η διάρκειά της είναι εικοσαετής. Πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος δικαιωμάτων ή συμφερόντων της εταιρείας, η Διοίκηση οφείλει να την καλέσει για να εκφράσει τις απόψεις της, εγγράφως ή προφορικώς, επί των σχετικών ζητημάτων. Η κλήση προς ακρόαση πρέπει α) να είναι έγγραφη, β) να αναγράφει τον τύπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, γ) να προσδιορίσει το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας, δ) να διευκρινίσει ότι πρόκειται για νέα ρύθμιση της υπόθεσης η οποία οδηγεί σε έκδοση πράξεων μετά την ακύρωση των αρχικών και ε) να κοινοποιηθεί στην εταιρεία τουλάχιστον πέντε πλήρεις μέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Η εταιρεία δικαιούται να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Από την αιτιολογία των εκδοθησόμενων ατομικών διοικητικών πράξεων πρέπει να προκύπτουν α) η τήρηση αυτής της διαδικασίας και β) ότι λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις της εταιρείας, ενώ τα διοικητικά μέτρα που θα υιοθετηθούν πρέπει να ληφθούν μέσα σε εύλογο χρόνο από την ακρόαση. Μετά την τήρηση τούτων, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να εκδώσει νέες πράξεις με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά απαλλαγμένες από την τυπική πλημμέλεια για την οποία ακυρώθηκαν οι αρχικές. Με το έγγραφο της κοινοποίησης των νέων πράξεων πρέπει να ενημερωθεί η εταιρεία για τη δυνατότητά της να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή (ένσταση) μέσα σε 30 ημέρες από την κοινοποίηση και για τις συνέπειες από τυχόν παράλειψη άσκησης ένστασης (ομόφ.). Παραπέμφθηκε στο ΣΤ΄ Τμήμα ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ.146/2018 Ατομικής γνωμοδότησης.
ΝΣΚ/146/2018
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (ήδη ΕΦΚΑ) – Χρόνος παραγραφής χρηματικών απαιτήσεων που αφορούν ασφαλιστικές εισφορές – Εκτέλεση δικαστικής απόφασης – Δυνατότητα νέου καταλογισμού των αξιώσεων.(...)1) Οι αξιώσεις του Ι.Κ.Α./Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (στη θέση του οποίου υπεισήλθε από 1-1-2017 ο Ε.Φ.Κ.Α.) οι οποίες αναφέρονται στο ερώτημα δεν έχουν παραγραφεί, από δε την ημέρα της καθοιονδήποτε τρόπο τελεσιδικίας της αναφερόμενης στο ερώτημα πρωτόδικης απόφασης θα αρχίσει νέα (εικοσαετής) παραγραφή. 2) Πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων της εταιρείας, η Διοίκηση οφείλει να τηρήσει την υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης, στο πλαίσιο της οποίας η εταιρεία δικαιούται να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη, η τήρηση δε της υποχρέωσης και η λήψη υπόψη των απόψεων της εταιρείας πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων που θα εκδοθούν, τα δε διοικητικά μέτρα πρέπει να ληφθούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την ακρόαση της εταιρείας. 3) Μετά την τήρηση τούτων, η Διοίκηση μπορεί να εκδόσει νέες πράξεις με το ίδιο περιεχόμενο, απαλλαγμένες όμως από την τυπική πλημμέλεια για την οποία ακυρώθηκαν οι αρχικές.
ΝΣΚ/63/2024
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ: Ερωτάται εάν, προκειμένου να επιστραφούν σε έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς, καθώς και σε ασφαλισμένους του τ. Ε.Τ.Α.Α., που παρέχουν υπηρεσία με σύμβαση, από την οποία προκύπτει υποχρέωση έκδοσης Δ.Π.Υ. (άρθρο 39 παρ. 9 του ν. 4387/2016), αχρεωστήτως καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές κλάδων επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, που υπερβαίνουν το ποσό των 1.500,00 ευρώ ανά δικαιούχο, απαιτείται να αναζητείται, από τον e-ΕΦΚΑ, Αποδεικτικό Φορολογικής Ενημερότητας (Α.Φ.Ε.) - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024) και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της με αρ. πρωτ. 1162/19.10.2023 Απόφασης του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη - για να διαπιστωθεί εάν έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους προς τη φορολογική διοίκηση. (...) Δεν προβλέπεται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας των ασφαλισμένων του τ. ΕΤΑΑ και ήδη e-ΕΦΚΑ, ως προϋπόθεση για την επιστροφή σε αυτούς αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών επικουρικού Κλάδου και Προνοίας, και συνεπώς δεν απαιτείται η αναζήτηση, από τον Φορέα, τέτοιου αποδεικτικού, για την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων πληρωμών από την αρμόδια υπηρεσία αυτού, ενώ δεν είναι δυνατόν να τίθεται πρόσθετη, πέραν των τασσομένων υπό του νόμου, προϋπόθεση, με εγκυκλίους και Γενικά Έγγραφα που ο Φορέας εκδίδει προς τις υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων, καθόσον, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, δεν παράγει έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους (ομόφωνα).
ΝΣΚ/168/2010
Συμμόρφωση Διοίκησης σε αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων επί προσφυγών – Εκτελεστότητα και δεδικασμένο – Παραγραφές αξιώσεων ασφαλισμένου κατά του τ. Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων – Εξαίρεση του τ. ΤΑΕ από ΝΔ 496/1974.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η προσφυγή εξακολουθεί και μετά το νέο Κ.Δ.Δ. να είναι ευρέος φάσματος ένδικο βοήθημα και όχι μόνο ακυρωτικό. Οι διαπλαστικές διατάξεις του διατακτικού των αποφάσεων των Διοικ. Δικαστηρίων, ισχύουν έναντι πάντων, ενώ οι αναγνωριστικές δεσμεύουν μόνο τους διαδίκους. Έννοια υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης σε τέτοιες αποφάσεις και διαφορά της με εκτελεστότητα και δεδικασμένο. Στα νομικώς ταυτιζόμενα με διαδίκους πρόσωπα και άρα δεσμευόμενα από το δεδικασμένο, ανήκει και ο ΟΑΕΕ, έστω και εάν δεν υπήρξε διάδικος στη σχετική δίκη, καθόσον το ΙΚΑ ως συνταξιοδοτών φορέας με βάση την αρχή της διαδοχικής ασφάλισης, δύναται να αξιώσει από αυτόν το ποσό της συμμετοχής του στη δαπάνη συνταξιοδότησης του κοινού ασφαλισμένου. Μόνη προσβλητή δια προσφυγής πράξη, είναι εκείνη του απονέμοντα την σύνταξη φορέα (ΙΚΑ). Για παραγραφή αξιώσεων εκ νοσηλίων τρίτων κατά του τ. ΤΑΕ εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Καταστατικού του τ. ΤΑΕ και του Α.Κ. και όχι του ΝΔ 496/1974. Διακοπή της παραγραφής με αίτηση στην αρμόδια προς πληρωμή αρχή ή με την αναγνώριση της σχετικής αξίωσης, με απόφαση του Δ.Σ. του τ. ΤΑΕ. Χωρίς κοινοποίηση της τελευταίας στον ασφαλισμένο δεν αρχίζει νέα παραγραφή. (πλειοψ.)
ΝΣΚ/372/2002
Ταμείο Αρωγής Αστυνομικών. Χρόνος παραγραφής των αξιώσεων του Ταμείου κατά των τυχόν υπαιτίων υπολόγων ελλειμματιών αστυνομικών υπαλλήλων. Έναρξη αυτού. Ενέργειες του Ταμείου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Με βάση τις κείμενες διατάξεις το ΤΑΑΣ δεν νομιμοποιείται να στραφεί ευθέως κατά των τυχόν ελλειμματιών, διαχειριστών του ενσήμου της ΕΑ αστυνομικών υπαλλήλων, διότι οι εισπράξεις του ενσήμου αυτού, που ως κοινωνικός πόρος αποτελεί περιουσία του ΤΑΑΣ, κατά πλάσμα δικαίου ανήκουν στο Δημόσιο και επομένως, οι διαχειριστές αυτού δεν ευθύνονται έναντι του Ταμείου, θεωρούμενοι εκ του νόμου δημόσιοι υπόλογοι. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα παραγραφής, διακοπής ή αναστολής αυτής. Ευθύνη για την απόδοση των εισπραχθέντων ποσών έχει η ΕΑ. Η αρμοδιότητα ελέγχου και καταλογισμού των δημοσίων υπολόγων ανήκει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, παραλλήλως με την θεσπιζόμενη από τον Νόμο διοικητική διαδικασία καταλογισμού των ελλειμμάτων για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του Δημοσίου. Το ΤΑΑΣ πρέπει να αξιώσει από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως την έκδοση καταλογιστικών πράξεων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της ΕΑ, η οποία είναι αρμόδια για την απόδοση των χρημάτων από τη διακίνηση του ενσήμου, στο Ταμείο. Η παραγραφή είναι 5ετής και διακόπτεται με την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του ΤΑΑΣ προς το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως για την καταβολή σ αυτό των οφειλομένων.
ΣΤΕ/2107/2017
Αστική ευθύνη του δημοσίου από μη καταβολή παροχής προνοιακού χαρακτήρα:..Όπως έχει κριθεί, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του ν. 993/1979, όπως κωδικοποιήθηκαν με το π.δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίστηκε σε θέση μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συνταξιοδότησής του από το ΙΚΑ, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 του ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 993/1979 εφάπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα (ΣτΕ 2760/1999).
Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια των προαναφερόμενων στην όγδοη και ένατη σκέψη διατάξεων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 993/1979 εφάπαξ χρηματική αποζημίωση δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών των μονιμοποιηθέντων υπαλλήλων ούτε «απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίνεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία δυνάμει της ιδιότητας του υπαλλήλου ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει το χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση του υπαλλήλου οικονομικής ενισχύσεώς του ενόψει της διακοπής της σχέσης του με το Δημόσιο κατά τη συνταξιοδότησή του και της επιλογής διατήρησης του δικαιώματος συνταξιοδότησής του από το ΙΚΑ. Επομένως, η αξίωση καταβολής του εφάπαξ χρηματικού αυτού προνοιακού βοηθήματος, μη δυνάμενη να θεωρηθεί ότι απορρέει από την υπαλληλική σχέση μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου του Δημοσίου κατ’ άρθρο 1 του ν. 1476/1984, δεν υπόκειται στην διετή, αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 για τη γενική παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 1503/2007, σκ. 8). Ορθώς δε έκρινε το ίδιο το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αν και με κάπως διαφορετική αιτιολογία, ο δε περί του αντιθέτου μόνος παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019
Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).