ΕφΘεσσ/219/2016
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας- τροπή πλήρους σε μερική απασχόληση:..Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται πρόδηλο ότι η πρόταση της εναγομένης προς τους φύλακες των εγκαταστάσεων του ..., μεταξύ των οποίων και προς τον ενάγοντα, για μείωση του ημερησίου ωραρίου εργασίας τους, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε καταρτίσει με το τελευταίο, δεν αποτελούσε δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του και τούτο, διότι αυτή έγινε στα πλαίσια διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους της εταιρίας, με σκοπό την εξεύρεση συναινετικής λύσης στο ζήτημα που είχε ανακύψει και με την παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να μην αποδεχθεί την τροποποίηση του ημερησίου ωραρίου εργασίας του και να μετακινηθεί στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης, όπου θα εξακολουθούσε να εργάζεται επί οκτάωρο ημερησίως. Ούτε εξάλλου η μετακίνηση του ενάγοντος στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων υπό τους οποίους παρείχε την εργασία του, καθόσον, ενόψει της εξέλιξης αυτής, η εναγόμενη δεν είχε άλλη επιλογή από το να μεταβάλλει τον τόπο εργασίας του, προκειμένου να συνεχίσει να τον απασχολεί επί οκτάωρο ημερησίως, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο ακριβής τόπος παροχής της εργασίας του ενάγοντος ουδέποτε είχε αποτελέσει ρητό όρο της μεταξύ τους, από 07-08- 1995, σύμβασης εργασίας. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς μεταβολής των όρων της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος και το αγωγικό αίτημα, περί αναγνωρίσεως του ότι η μεταβολή αυτή συνιστά καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμο, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.(...)Συνεπώς, δεν αποδείχτηκε, ότι η ανωτέρω εξώδικη δήλωση της εναγομένης εργοδότριας εταιρίας αποτελεί στην πραγματικότητα εκδήλωση της πρόθεσής της να παύσει οριστικά να αποδέχεται στο εξής την εργασία του ενάγοντος, οπότε αυτή δεν συνιστά καταγγελία της εργασιακής τους σχέσης, με συνέπεια να μην οφείλεται στον τελευταίο η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, το δε σχετικό αίτημα της αγωγής πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Η εκκαλουμένη απόφαση, που δέχτηκε το ανωτέρω αίτημα, ως ουσιαστικά βάσιμο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γι` αυτό και ο σχετικός λόγος της έφεσης της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτός και, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο δε αντίστοιχος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που διώκει την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού αποζημιώσεως απολύσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Δ.ΟΡΓ.Α1041647 ΕΞ 2015
Τροποποίηση της αριθμ. Δ.ΟΡΓ. Α1147691 ΕΞ2014 / 06−11−2014 (Β΄3017) απόφασης της Γενικής Γραμματέως της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ως προς την κατανομή των οργανικών θέσεων προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, μεταξύ των Υπηρεσιών της Κεντρικής Υπηρεσίας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
9.2352/2019
Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. 8.7847/25.7.2018 (ΦΕΚ Β΄ 3013) κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών, Διοικητικής Ανασυγκρότησης με τίτλο: «Προώθηση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάρτισης, σε Δήμους, Περιφέρειες και Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας».
ΕλΣυν/Τμ.5/891/2016
Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η Φ.861/240/671127/Σ.2444/2.4.2009 καταλογιστική πράξη κρίθηκε τελεσίδικα νόμιμη με την 2041/2011 απόφαση του Τμήματος τούτου, με συνέπεια ως προς το ζήτημα αυτό να έχει παραχθεί δεδικασμένο που αποκλείει οποιαδήποτε νέα διαφορετική κρίση, δεν γεννάται βάσει αυτής αστική ευθύνη του κράτους κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και δεν θεμελιώνεται αντίστοιχη αποζημιωτική αξίωση του ενάγοντος.(..)Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού του ενάγοντος κατά του Δημοσίου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι αβάσιμη στο σύνολο της και πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/205/2019
Αποζημίωση Προέδρου Διοικητικού Συμβουλίου:..Με δεδομένα αυτά, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, ποσού 1.710,00 ευρώ είναι μη νόμιμη, καθόσον δεν εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που τυγχάνουν εφαρμογής και επί της λαμβανομένης από τους προέδρους των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης αποζημίωσης.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019
Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/22/2016
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών:..Με δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως, με την 346/20618/16.4.2014 απόφαση του Δημάρχου ... (Γ΄ 741/11.6.2014), τροποποιήθηκε η 61812/1328/23.9.2013 (Γ΄ 1287/5.11.2013) προηγούμενη πράξη του και διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μετάταξη, από 23.9.2013, της φερόμενης ως δικαιούχου σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση στο Δήμο κλάδου ΠΕ Διοικητικού και συνακόλουθα μη νομίμως, με την 104897/16985/11.12.2014 απόφαση του Δημάρχου … (Γ΄ 388/29.4.2015), τροποποιήθηκε η 36481/5928/6.5.2014 (Γ΄ 660/29.5.2014) προηγούμενη πράξη του και εγκρίθηκε η μετάταξη της υπαλλήλου σε συνιστώμενη με την πράξη της μετάταξης θέση κλάδου ΠΕ Διοικητικού. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019
Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/182/2022
Όλες, δηλαδή οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, αφού αυτή τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της, είχαν τον χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, δηλαδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Επομένως, εφόσον η χρονική αφετηρία τους τοποθετείται προ της 17-4-2001, εφαρμοστέες τυγχάνουν εν προκειμένω οι παραπάνω διατάξεις και αυτές είχαν ήδη προσλάβει τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 103 § § 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους αλλά ούτε και στην παραπάνω Οδηγία 1999/70/1999, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που εκτίθενται στην αρχή της παρούσας. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις παραπάνω μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγχώνευσης του πραγματικού εργοδότη της ενάγουσας, νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …..», στο εναγόμενο, το τελευταίο, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκ της προαναφερθείσας σύμβασης εργασίας της, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που το ίδιο συνήψε με αυτήν, υποδηλώνει πέραν της εξυπηρέτησης της παραπάνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης, που κατέστη πλέον ανάγκη του ιδίου, μετά τη σύστασή του, τη συνέχεια της εργασιακής σχέσης της, και αυτό υποχρεούτο έκτοτε να την απασχολεί υπό τους ίδιους όρους. Η κρίση αυτή, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνον στο γεγονός ότι το εναγόμενο ανέλαβε, κατά τον ιδρυτικό του σκοπό, την ίδια δραστηριότητα με εκείνη της προαναφερθείσας δημοτικής επιχείρησης, αλλά στο ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε την ενάγουσα με αυτό μετά το 2014 αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της εργασιακής σχέσης της με τη δημοτική επιχείρηση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο αλλά και εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, διατεινόμενο ότι πραγματικός εργοδότης της ενάγουσας ήταν ο εκάστοτε φορέας απασχόλησής της (α΄λόγος), ότι οι συμβάσεις αυτές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες και γι’αυτό έφεραν τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου (β΄λόγος), ότι δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (γ΄λόγος), και ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αντιβαίνει στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων του Συντάγματος (δ΄λόγος), να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Γ19Γ 5044128 ΔΞ 2012
ΘΔΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις διατάξεις της Υποπαραγράφου Ε5 του άρθρου 1 του ν.4093/2012 (ΦΔΚ 222 Α΄) και τις διατάξεις του άρθρου 3 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων του ν.4046/2012 και του ν.4093/2012».
ΣΤΕ ΟΛΟΜ/2307/2014
Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι, κατά τους αιτούντες, «τα δικαιώματα που συνδέονται με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας (προσδιορισμός μισθού, ρύθμιση όρων εργασία με συλλογικές συμβάσεις ...)» θίγονται με την πράξη αυτή «στο βαθμό που αυτές [οι ρυθμίσεις] ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση εργασίας». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Τούτο, διότι ναι μεν, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2012 Ολομ), η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από την νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών αποτελεί περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις, όμως με το τελευταίο αυτό άρθρο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους. Δεν αποκλείεται, επομένως, κατ’ αρχήν, η διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Κάθε δε επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτόν ... Συνεπώς, εν προκειμένω, εφ’ όσον, όπως κρίθηκε ανωτέρω στην σκέψη 23, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012, θεωρούμενες στο σύνολό τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων, που απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, οι ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, άρα, είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που πλήττουν τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1, 2 και 4 της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά. Αντιστοίχως, πρέπει η παρέμβαση του ... να απορριφθεί, κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις αυτές της προσβαλλόμενης ΠΥΣ, και να γίνει δεκτή κατά τα λοιπά.