Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Κλιμ.1/229/2013

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3852/2010

Εξώδικος συμβιβασμός.(....) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, η εντελλόμενη δαπάνη, που αφορά σε απόδοση της ωφέλειας που προσπορίστηκε το συγχωνευθέν ν.π.δ.δ. ….από την απασχόληση σ' αυτό με την ιδιότητα της τραπεζοκόμου της φερόμενης ως δικαιούχου, για την οποία ουδέποτε καταρτίστηκε, σύμφωνα με το νόμο, σχετική σύμβαση έργου ή εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, είναι μη νόμιμη, διότι η απαίτηση αυτή, αν και άγεται σε συμβιβασμό υπό το ένδυμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφορά κατ’ ουσία σε μισθολογικές απαιτήσεις, αφού η υποκείμενη αιτία της είναι η προσφορά υπηρεσιών. Συνεπώς, το ν.π.δ.δ. …..δεν είχε εξουσία να προβεί σε εξώδικο συμβιβασμό για την απαίτηση αυτή, αφού τούτο προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν.3852/2010. Σε κάθε περίπτωση, οι περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (904 επ.) δεν δύνανται να παράσχουν, σε καμία περίπτωση, νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης υποκείμενης σε προληπτικό έλεγχο. Και τούτο διότι η νομιμότητα των υποκείμενων σε προληπτικό έλεγχο δαπανών κρίνεται πάντοτε και χωρίς εξαιρέσεις, με την επιφύλαξη του τυχόν απορρέοντος από τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένου, με βάση το οικείο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίμαχη κάθε φορά έννομη σχέση. Περαιτέρω, ο ως άνω συμβιβασμός πάσχει ακυρότητα διότι η οικεία απόφαση ελήφθη από το Διοικητικό Συμβούλιο του ν.π.δ.δ. και όχι από την αρμόδια προς τούτου, λόγω ποσού, Εκτελεστική Επιτροπή αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/172/2019

Εξώδικος συμβιβασμός:Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί των οποίων ερείδεται η αγωγή του φερόμενου ως δικαιούχου για το ποσό που αποτέλεσε τη βάση του ελεγχόμενου εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την πραγματοποίηση δαπάνης εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, η δε ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης του ανωτέρω μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να επιδιωχθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/154/2019

Εξωδικαστικός συμβιβασμός με Δήμο:..Με δεδομένα τα ανωτέρω, κρίνεται, καταρχάς, ότι οι διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί των οποίων ερείδονται οι εκτιθέμενες στη σκέψη 3.Α.ii αγωγές του ......, που αποτέλεσαν τη βάση του ελεγχόμενου εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την πραγματοποίηση δαπάνης εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη σκέψη 2, η δε ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων του ...... μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να επιδιωχθεί. Περαιτέρω, από τα εκτιθέμενα στη σκέψη 3 δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν από το Δήμο ... – ... προς θεμελίωση των αξιώσεων αδικαιολόγητου πλουτισμού του ...... προκύπτει, όπως άλλωστε και ο ίδιος ιστορεί στις αγωγές του, ότι α) σε κανένα έργο, κύριο ή συμπληρωματικό, και σε καμία μελέτη, δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία ανάθεσης, εκτέλεσης, παραλαβής αυτών κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις και β) οφειλέτης των αξιώσεων του είναι ο Δημοτικός Αθλητικός Οργανισμός ... και εν συνεχεία ο .... ... – ... (βλ. τη ... απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ... – ..., Β΄ ...), όσον αφορά τις αξιώσεις του από τις εκτιθέμενες στη σκέψη 3.Α.ii υπό στοιχείο 1 αγωγή και υπό στοιχείο 2 αγωγή κατά το μέρος που αυτή αφορά τα έργα της υπό στοιχείο 1 αγωγής (βλ. τα αναλυτικά εκτιθέμενα στις σκέψεις 3.Β και 3.Γ στοιχεία), ενώ οφειλέτης των αξιώσεων του από τις εκτιθέμενες στη σκέψη Α.ii υπό στοιχείο 3 αγωγή και υπό στοιχείο 2 αγωγή κατά το μέρος που αυτή αφορά το έργο της υπό στοιχείο 3 αγωγής είναι το Κ.Ε.Κ. .... Συνεπώς, μη νομίμως ενταλματοποιήθηκε η ελεγχόμενη δαπάνη, αφού αυτή ερείδεται σε άκυρο εξώδικο συμβιβασμό, ο οποίος δεν υποχρεώνει το Δήμο ... – ... σε παροχή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί. 

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.7/22/2019


ΕλΣυν/Τμ.1/242/2007

ΕΞΩΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ:Μη νόμιμη η καταβολή που αφορά στην καταβολή, κατόπιν εξώδικου συμβιβασμού (άρθρο 103 ν.3463/2006), του ανωτέρω ποσού στους φερόμενους στο εν λόγω χρηματικό ένταλμα ως δικαιούχους (τέσσερα φυσικά πρόσωπα), οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσία στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 15.4.2007(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη, η εντελλόμενη δαπάνη, που αφορά σε απόδοση της ωφέλειας που προσπορίστηκε ο Δήμος .. από την απασχόληση των παραπάνω προσώπων - των οποίων οι συμβάσεις εργασίας κρίθηκαν άκυρες - στο Κ.Ε.Π. του Δήμου, είναι μη νόμιμη, καθόσον οι απαιτήσεις αυτές, αν και κατάγονται σε συμβιβασμό υπό το ένδυμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφορούν κατ’ ουσία σε μισθολογικές απαιτήσεις, αφού η υποκείμενη αιτία αυτών είναι η προσφορά υπηρεσιών στο πλαίσιο άκυρων συμβάσεων έργου. Συνεπώς, ο Δήμος .. δεν είχε εξουσία να προβεί σε εξώδικο συμβιβασμό για τις απαιτήσεις αυτές, αφού τούτο προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 103 παρ. 3 του ν.3463/2006. Σε κάθε περίπτωση, οι περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (904 επόμ.) δεν δύνανται να παράσχουν, σε καμία περίπτωση, νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης υποκείμενης σε προληπτικό έλεγχο. Και τούτο διότι η νομιμότητα των υποκείμενων σε προληπτικό έλεγχο δαπανών κρίνεται πάντοτε  και χωρίς εξαιρέσεις, με την επιφύλαξη του τυχόν απορρέοντος από τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένου, με βάση το οικείο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίμαχη κάθε φορά έννομη σχέση, εν προκειμένω δε η νομιμότητα των εντελλόμενων δαπανών θα κριθεί με βάση όχι μόνο το - μη αμφισβητούμενο άλλωστε - πραγματικό γεγονός της παροχής υπηρεσιών των προσώπων αυτών προς τον Δήμο .., αλλά και - κυρίως - με το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων που θέτουν το νομικό πλαίσιο κατάρτισης και εκτέλεσης συμβάσεων έργου με φυσικά πρόσωπα σε Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών Δήμων. Συναφώς αναφέρεται ότι με τις 1131/2004, 8/2006 και 31/2007 Πράξεις του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε ότι οι προσλήψεις των ως άνω τεσσάρων (4) υπαλλήλων είναι μη νόμιμες, καθόσον αυτοί  δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα προσόντα (πτυχίο Α.Ε.Ι.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕλΣυν/Τμ.4/117/2002

Εξώδικος συμβιβασμός (...) Εξ αυτού προκύπτει ότι οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν να καταρτίζουν, για όσα θέματα δεν εξέρχονται από τη δυνατότητά τους αυτή, εξώδικο ή δικαστικό συμβιβασμό που γίνεται κατά τον διαγραφόμενο από την υπόψη διάταξη τρόπο με τις εντεύθεν ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες. Ως εκ τούτου στο πλαίσιο του διενεργούμενο από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου ερευνάται αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος τόσο ως προς τα τυπικά, εξωτερικά στοιχεία της πράξεως του συμβιβασμού, που αφορούν στην γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του δήμου και στην απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, όσο και ως προς τα ουσιαστικά, εσωτερικά στοιχεία της πράξης, υπό την έννοια ότι η σχετική δαπάνη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβιβασμού, προβλέπεται από διάταξη νόμου και συνοδεύεται από τα αναγκαία δικαιολογητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχετική απαίτηση.


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/294/2014

Εξώδικος συμβιβασμός.Με δεδομένα τα ανωτέρω και ενόψει των εκτιθέμενων στην δεύτερη σκέψη της παρούσας, ο εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ του Δήμου …και της φερόμενης ως δικαιούχου του εντάλματος, ως αιτιώδης δικαιοπραξία, είναι άκυρος. Ειδικότερα, δοθέντος ότι η εκτέλεση των επίμαχων εργασιών ανατέθηκε απευθείας, καίτοι το ύψος του συμβατικού ανταλλάγματος υπερέβαινε το όριο της απευθείας ανάθεσης (το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 8.804 ευρώ), από μη εξουσιοδοτημένα όργανα του Δήμου και χωρίς να τηρηθεί ο αναγκαίος έγγραφος τύπος, η αιτία του εξώδικου συμβιβασμού δεν είναι έγκυρη διότι πηγάζει από μη νομίμως συναφθείσα -άκυρη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς μη νόμιμα ενταλματοποιήθηκε     η δαπάνη του επιμάχου Χ.Ε., αφού αυτή ερείδεται σε άκυρο συμβιβασμό, που δεν υποχρεώνει το Δήμο σε παροχή. Εξάλλου τα υποστηριζόμενα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δήμου σε βάρος της φερόμενης ως δικαιούχου δεν ασκούν έννομη επιρροή. Και τούτο διότι, πέραν των αμφιβολιών που προεκτέθηκαν ως προς την αποδεικτική ισχύ των προσκομισθέντων χειρόγραφων αποδείξεων, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ελέγχου, οι διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ επ. δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια δαπάνης, η δε ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηριου δύναται να επιδιωχθεί (πρβ. ΚΠΕΔ στο Ι Τμ. 265/2013 και εκεί παρατεθείσα νομολογία).


ΕλΣυν/ΚΠΕ.ΤΜ.7/340/2013

Εξώδικος συμβιβασμός.Κατά συνέπεια, η εντελλόμενη δαπάνη, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία τον ως άνω εξώδικο συμβιβασμό δεν είναι νόμιμη, καθόσον δεν έχουν τηρηθεί τα, απαιτούμενα από το άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν.3852/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν.4071/2012, τυπικά, εξωτερικά στοιχεία αυτού. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη, αφενός μεν ότι, ως προς τα τυπικά εξωτερικά στοιχεία (γνωμοδότηση δικηγόρου, εισήγηση οικονομικής επιτροπής, απόφαση δημοτικού συμβουλίου) του ως άνω εξώδικου συμβιβασμού, τηρήθηκε η παγίως, πριν την επελθούσα με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν.4071/2012, νομοθετική μεταβολή, ισχύουσα ρύθμιση (αρχικό άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιδ' του ν.3852/2010, άρθρο 103 παρ. 2 περ. η΄ του Κ.Δ.Κ.), σύμφωνα με την οποία αρμόδιο για τον εξώδικο συμβιβασμό διαφορών μέχρι 30.000,00 ευρώ ήταν το Δημοτικό Συμβούλιο, αφετέρου δε ότι η πιο πάνω κρίσιμη 81/18.4.2012 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου εκδόθηκε μόλις οκτώ (8) ημέρες μετά την ως άνω νομοθετική μεταβολή, η δε, νυν αρμόδια, Οικονομική Επιτροπή έχει εκφέρει ήδη θετική εισήγηση ως προς τον εξώδικο αυτόν συμβιβασμό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, τα αρμόδια όργανα του Δήμου πεπλανημένα πλην συγγνωστώς, χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης του νόμου και βλάβης των συμφερόντων αυτού, υπέλαβαν ότι αρμόδιο για να αποφασίσει για τον ως άνω δικαστικό συμβιβασμό ήταν το Δημοτικό του Συμβούλιο, η δε συγγνωστή αυτή πλάνη, στην υπό κρίση υπόθεση, συνεκτιμώντας και τη θεμελίωση, κατά τα προεκτεθέντα, της ευθύνης του Δήμου προς αποζημίωση του φερόμενου ως δικαιούχου του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, δικαιολογεί, στη συγκεκριμένη υπόθεση, τη θεώρηση του επίμαχου χρηματικού εντάλματος.   


ΕΣ/Τμ.1/59/2014

Μη νόμιμη η καταβολή μηνιαίας μισθοδοσίας σε εργαζόμενο Δασαρχείου με σχέση εργασίας ι.δ.ο.χ., καθόσον η από 1.10.2013 σύμβαση εργασίας, η οποία συνήφθη κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2190/1994, δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την καταβολή αποδοχών στον παρανόμως προσληφθέντα εργαζόμενο, η δε αξίωσή του για λήψη των δεδουλευμένων αποδοχών, συνίσταται σε αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού και δεν μπορεί να παράσχει νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια δαπάνης. 

ΕΣ/ΤΜ.4/1486/2019

Σύμβαση ανάθεσης υπηρεσιών...Συνεπώς, ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η ανάγκη σύναψης της επίμαχης σύμβασης συνέπεσε χρονικά με τη συνταξιοδότηση του ..., ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο του ..., μετά τη γενόμενη καταγγελία από τον Σύλλογο Εργαζομένων του .... σχετικά με την επίμαχη διαδικασία επιλογής, με την απόφαση της 407ης Συνεδρίασης της 12.11.2008 (θέμα 5) αποφάσισε την επαναφορά της ευθύνης λειτουργίας του ΚΔΡΙ στο Ινστιτούτο Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιογνωστικών προϊόντων -όπου και ανήκε ως Εργαστήριο Παροχής Υπηρεσιών- με συνέπεια, η επιχειρησιακή ευθύνη λειτουργίας του Κ.Δ.Ρ.Ι. να ανατεθεί στους Ερευνητές του εν λόγω Ινστιτούτου και να μην υφίσταται πλέον ανάγκη εξωτερικού επιχειρησιακού υπευθύνου - συμβούλου με πρόσθετη αμοιβή. Περαιτέρω, η προβληθείσα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του ... ένσταση είναι απορριπτέα, προεχόντως διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ ΙΓ), δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ύπαρξη της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού αμεσότητα μεταξύ της αναφερομένης ζημίας του εκκαλούντος και του πλουτισμού του Δημοσίου, αφού η περιουσιακή μετακίνηση έγινε βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ του Κ.Δ.Ρ.Ι. του ... και του ...., ήτοι τρίτου ως προς τον εκκαλούντα προσώπου. Επιπρόσθετα, όμως, για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακίνηση προς τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή για αιτία που δεν έχει πηγή σύμβαση ή τον νόμο ή είναι παράνομη ή ανήθικη, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε (ΑΕΔ 3/2010, ΑΠ 2018/2014). Ειδικότερα, η τελευταία περίπτωση συντρέχει όταν η παροχή (καταβολή), κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα, στηριζόταν σε νόμιμη αιτία, αλλά αυτή εξέλιπε για επιγενόμενους λόγους. Η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, αποτελεί στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού, χωρίς τη συνδρομή του οποίου δεν στοιχειοθετείται αξίωση δυνάμει του άρθρου 904 Α.Κ. (πρβλ. ΑΠ 22/2003). Εν προκειμένω, όμως, η ανάκτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα διά του καταλογισμού γίνεται με νόμιμη αιτία, ήτοι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 1 του ν. 4129/2013 (βλ. και προϊσχύσαν άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980) και θεμιτό σκοπό, καθώς δικαιολογείται η λόγω δημοσίου συμφέροντος αποκατάσταση της ελεγχόμενης διαχείρισης με την αναπλήρωση του δημιουργηθέντος ελλείμματος από τη μη νόμιμη ή αχρεώστητη καταβολή των απολαβών, ενώ άλλωστε ο εκκαλών, τρίτο πρόσωπο, όπως προαναφέρθηκε, ως προς την ως άνω σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, καταλογίζεται λόγω της ιδιότητάς του ως υπολόγου. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος.


ΝΣΚ/189/2020

α) Αν ισχύει σήμερα η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ. A περ. δ' του π.δ. 913/1978 «Κωδικοποίηση διατάξεων Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου». β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης αν ο συμβιβασμός που αναφέρεται στη διάταξη αυτή μπορεί να γίνει και για ποσό προερχόμενο από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές. γ) Αν πρέπει να είναι επικαιροποιημένη η απόφαση του ΔΣ του ΝΑΤ και η προηγηθείσα αυτής γνωμοδότηση του Δικαστικού Τμήματος του ΝΑΤ σχετικά με αιτηθέντα από οφειλέτη του ΝΑΤ συμβιβασμό. δ) Αν η προβλεπόμενη προς έκδοση υπουργική απόφαση έγκρισης θα εκδοθεί βάσει της υφιστάμενης απόφασης του ΔΣ του ΝΑΤ, σε περίπτωση που η απάντηση στο α' ερώτημα είναι αρνητική. ε) Αν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο η έλλειψη ρητής απάντησης από το ΝΑΤ περί του αν ο αιτήσας τον σχετικό συμβιβασμό έχει περιουσία ή όχι στο εξωτερικό.(...)Ο επίμαχος συμβιβασμός δεν μπορεί να συναφθεί νόμιμα και, ως εκ τούτου, παρέλκει οποιαδήποτε απάντηση για κάθε ένα από τα τεθέντα ερωτήματα (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στη Β΄ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 179/2019 Ατομικής γνωμοδότησης.


ΕλΣυν/Κλιμ.7/209/2015

Δικαστικός συμβιβασμός.(...) ο δικαστικός συμβιβασμός αποτελεί σύμβαση διφυούς χαρακτήρα, ήτοι αφενός σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, με την οποία τα μέρη διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία τους ή  μία αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 871 του Α.Κ. και αφετέρου δικονομική σύμβαση, η οποία περιβαλλόμενη τον προβλεπόμενο στο άρθρο 293 του ΚΠολΔ τύπο -  όπως η σχετική περί του συμβιβασμού δήλωση των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα οικεία πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο του οικείου δικαστικού σχηματισμού και του Γραμματέα αυτού (βλ. άρθρα 256 και 258 του ΚΠολΔ) - επιφέρει την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (βλ. ΑΠ 138/2014, 540/2011). Συνεπώς, με το δικαστικό συμβιβασμό, ο οποίος επιλύει την μεταξύ των μερών διαφορά επιφέροντας την κατάργηση της μεταξύ τους ανοιγείσης δίκης και είναι εξοπλισμένος με εκτελεστότητα, παρέχοντας το δικαίωμα στον φορέα της σχετικής αξιώσεως να  ενεργοποιήσει δυνάμει του τίτλου αυτού αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη, τερματίζεται η επιδικία και παρέχεται κατ’ ουσίαν οριστική δικαστική προστασία, αφού μετά την κατάργηση της δίκης λόγω δικαστικού συμβιβασμού τυχόν άσκηση νέας αγωγής με το αυτό περιεχόμενο θα είναι απορριπτέα ως αβάσιμη (βλ. ΑΠ 138/2014, Ν. Νίκα: "Ο δικαστικός συμβιβασμός", 1984, σελ. 249). Περαιτέρω, ο δικαστικός συμβιβασμός δεσμεύει τους διαδίκους έως ότου διαγνωσθεί η ακυρότητά του, ακυρωθεί ή ανατραπεί,  η διάγνωση δε του κύρους του δικαστικού συμβιβασμού προϋποθέτει αφενός αμφισβήτηση αυτού από ένα τουλάχιστον των μερών και αφετέρου την τήρηση της εκ του νόμου προβλεπόμενης δικαστικής διαδικασίας, που συνίσταται στην με πρωτοβουλία ενός των μερών κλήση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του οικείου  δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας θα τεθεί υπό μορφήν ενστάσεως από τον εγείροντα την σχετική αμφισβήτηση διάδικο το ζήτημα του κύρους του συμβιβασμού. Επί του ζητήματος δε αυτού θα κρίνει ο οικείος δικαστικός σχηματισμός, μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει εάν εχώρησε έγκυρη κατάργηση της δίκης ή όχι, ενώ ο διάδικος που αμφισβητεί το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού μπορεί να προκαλέσει σχετική δικαστική κρίση και  με την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ.),  άλλως με την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ.), κατά περίπτωση (βλ. Ειρ.Πρέβεζας 17/1997, Εφ.Δωδ. 86/1990, Ν.Νίκα, ό.π. σελ. 300 επ.)