ΕλΣυν/Τμ.4/174/2010
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Κρίσιμος χρόνος για την υποβολή της σύμβασης προς έλεγχο είναι το στάδιο που προηγείται της ανακοίνωσης, στον ανάδοχο, της κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Κανονισμού Προμηθειών Δημοσίου (π.δ. 394/1996), ο οποίος εφαρμόζεται αναλογικά στις διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών/εκτέλεσης εργασιών τροποποίηση ουσιωδών όρων (26/2010 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.), με την ανακοίνωση αυτή ολοκληρώνεται η διαγωνιστική διαδικασία και η σύμβαση θεωρείται έκτοτε συναφθείσα. Ως εκ τούτου, το αναφερόμενο στον προϋπολογισμό της προμήθειας χρηματικό όριο, πέραν του οποίου είναι, επί ποινή ακυρότητας, υποχρεωτική η υπαγωγή στον έλεγχο, συναρτάται με το χρόνο έκδοσης της κατακυρωτικής απόφασης και, για μεν τις διαγωνιστικές διαδικασίες υπηρεσιών των οποίων η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί κατά τη διάρκεια της αναστολής της ισχύος του άρθρου 12 παρ. 27 του ν. 3310/2005 (7.6.2005 - 10.11.2005), ανέρχεται, όπως και υπό το προηγούμενο του νόμου αυτού καθεστώς, σε 1.500.000,00 ευρώ, ενώ για εκείνες των οποίων η διαδικασία ανάθεσής τους ολοκληρώνεται μετά την 10.11.2005, σε 1.000.000,00 ευρώ, μη συνυπολογιζομένου, και στις δύο περιπτώσεις, του Φ.Π.Α. (βλ. την 46/2006 Πράξη VI Τμ. Ελ. Συν. και τις 173/2006, 16/2007, 79/2008 Πράξεις ΙV Τμ. Ελ. Συν.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυ/Τμ5/6/2011
Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός ενιαίων υπηρεσιών σε περισσότερες όμοιες ή ομοειδείς, η εκτέλεση των οποίων λαμβάνει χώρα για την υποστήριξη της κατασκευής του ίδιου έργου, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό, δεν είναι νόμιμος και, επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των υπηρεσιών αυτών (βλ. 430/2010 VII Τμ. Ελ. Συν.). Τέλος, η διάταξη, του άρθρου 41 του ν. 3669/2008 εφαρμόζεται σε συμβάσεις με προεκτιμώμενη αμοιβή κάτω των ορίων εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (πρβλ. το κωδικοποιηθέν στον ανωτέρω νόμο άρθρο 46 παρ.1α του ν. 3316/2005) και επιτρέπει την ανάθεση καθηκόντων τεχνικού συμβούλου σε ημεδαπά ή αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα (πρβλ. Πράξη 14/2006 V Τμ. Ελ. Συν.).
ΕλΣυν/Επταμ/3053/2011
Συμπληρωματικές συμβάσεις,παράταση προθεσμίας.Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. Πρ. VI Τμ. Ελ. Συν. 232, 216, 198, 192 και 98/2006, 108/2007, απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2069/2010). Ομοίως, δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης, καθόσον οι εργασίες που οφείλονται στα ανωτέρω καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066, 286, 285/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ. 2066, 286, 285, 136/2010).
ΕλΣυν/Τμ.6/172/2007
Ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου προϋποθέτει υπηρεσίες που θα παρασχεθούν με βάση την ελεγχθείσα και κριθείσα ως νόμιμη σχετική διαδικασία που απολήγει στην υπογραφή της οικείας σύμβασης, και όχι υπηρεσίες οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί, εφόσον στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος θα είναι κατασταλτικός, πράγμα το οποίο αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι η μη προηγούμενη διενέργεια του ελέγχου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα της σχετικής σύμβασης, η οποία (ακυρότητα), μάλιστα, δεν θεραπεύεται με την εκ των υστέρων, μετά, δηλαδή, την έναρξη εκτέλεσης της σύμβασης, υποβολή αυτής προς έλεγχο, καθόσον διαφορετικά ο σκοπός θέσπισης του ουσιώδους αυτού τύπου δεν θα ικανοποιείτο, αφού ούτε η κατάρτιση συμβάσεων ερειδόμενων σε νομικώς πλημμελείς διαδικασίες επιλογής του αναδόχου θα αποτρεπόταν, ούτε τα ενδεχομένως βελτιωτικά αποτελέσματα του ελέγχου θα μπορούσαν να ενσωματωθούν και να αποτελέσουν περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης των μερών. Όπως έχει γίνει δε δεκτό, ο εκ των υστέρων έλεγχος δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς να έχουν υποβληθεί για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι δυνατός μόνο μετά από ειδική νομοθετική ρύθμιση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους υπερέχοντος δημοσίου συμφέροντος που αφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 71, 38/2007, 233, 227, 225, 177, 158, 11/2006, 15/2005). Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση που υποβληθεί στο Κλιμάκιο σύμβαση, η οποία έχει υπογραφεί και έχει ήδη αρχίσει να εκτελείται, υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και το Κλιμάκιο στερείται πλέον της χρονικής αρμοδιότητας να προβεί στον έλεγχο και οφείλει να απόσχει αυτού (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 71, 38/2007, 233, 227, 225, 177, 158, 46/2006, 35/2005) .
ΕΣ/Τ6/91/2011
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕλΣυν/Τμ.4/3/2013
Σύμφωνα με την 2043748/519/0026/22-5-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄, 388), που κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 12 του ν. 1881/1990 (ΦΕΚ Α΄, 42), οι διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, που διενεργούνται από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), διέπονται από τις περί προμηθειών διατάξεις του ν. 2286/1995 και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 118/2007, αναλόγως εφαρμοζόμενες (Πράξη 84/2012 Κλιμ. IV Τμ. Ελ. Συν., βλ. και Πράξεις 156, 134, 133/2009, 52/2006, 113/2005 κ.ά. IV Τμ. Ελ. Συν.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24 του π.δ. 118/2007 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου (Κ.Π.Δ.)» (ΦΕΚ Α΄, 150), λαμβανομένου υπ’ όψη και του ότι η συμβατική δράση της δημόσιας διοίκησης υπόκειται στη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, και όχι στον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας του ιδιωτικού δικαίου κατά το άρθρο 361 του Α.Κ., η σύμβαση τροποποιείται, όταν τούτο προβλέπεται από συμβατικό όρο ή όταν συμφωνήσουν προς τούτο τα συμβαλλόμενα μέρη, ύστερα από γνωμοδότηση του αρμοδίου οργάνου. Ακολούθως, η δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών για τροποποίηση όρου ή όρων αυτής, με νεότερη κοινή συμφωνία τους, δεν μπορεί να ανάγεται μέχρι την κατ’ ουσία τροποποίηση ουσιωδών όρων της διακήρυξης - η οποία αποτελεί κανονιστική πράξη - στους οποίους περιλαμβάνεται και η διάρκειά της. Σε καμία, όμως, περίπτωση, ως επιτρεπομένη τροποποίηση αυτής, δεν νοείται η παρεπόμενη ή πρόσθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που έχει αυτοτελή νομική ύπαρξη και αφορά παράταση της συμβατικής διάρκειας της σύμβασης και εντεύθεν της ισχύος αυτής, άλλως θα περιορίζονταν οι κατά νόμο επιβαλλόμενες διαδικασίες για τη σύναψη των διοικητικών συμβάσεων προς βλάβη των συμφερόντων των διενεργούντων αυτές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γίνεται παγίως δεκτό ότι τροποποίηση σύμβασης με νεότερη πρόσθετη συμφωνία των συμβαλλομένων, αφορώσα παράταση ισχύος της με χρονική διεύρυνση της συμβατικής διάρκειάς της, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στην κείμενη νομοθεσία και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. Πράξεις IV Τμήματος 169, 110/2011, 141/2010, 55/2007, 175/2006, 121/2003).
ΕλΣυν/Ε Κλμ/45/2011
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων(3669/2008,3852/2010) συνάγονται τα ακόλουθα : α) Στον έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται πριν από τη σύναψή τους, μεταξύ άλλων, και οι συμβάσεις των δήμων, των περιφερειών και των νομικών τους προσώπων, όταν η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους χωρίς ΦΠΑ είναι μεγαλύτερη από τα χρηματικά όρια που θέτουν οι προμνησθείσες διατάξεις. Συγκεκριμένα, το χρηματικό αυτό όριο, όταν το έργο χρηματοδοτείται από εθνικούς πόρους, ήταν μέχρι 31.12.2010 1.000.000 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) και μετά την 1.1.2011 100.000 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Στην τελευταία περίπτωση αρμοδιότητα διενέργειας του προσυμβατικού ελέγχου έχει ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις συμβάσεις προϋπολογιζόμενης δαπάνης από 100.000 έως 500.000 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) και το Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου πάνω από 500.000 ευρώ. β) Στις περιπτώσεις συμβάσεων δημοσίων έργων των ως άνω νομικών προσώπων, οι οποίες συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές υπάγονται στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους, χωρίς Φ.Π.Α., υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ (Πρ. VI Τμ. 255/2007, Ε΄ Κλιμ. 430/2010). Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα του αν πρόκειται για αυτοτελές έργο ή για υποέργο, η εκτέλεση του οποίου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εκτελέσεως περισσότερων υποέργων (βλ. Πρ. Ε΄ Κλιμ. 318/2010, 580, 581/2009, 424/2008, 277/2008, 136/2008, VI Τμ. 68/2008). Η διάταξη αυτή του άρθρου 30 παρ. 2 περ. β του ν. 3669/2008 ως αφορώσα τα συγχρηματοδοτούμενα έργα είναι ειδική και κατισχύει της προμνησθείσας διάταξης του άρθρου 278 του ν.3852/2010. Άλλωστε η τελευταία αυτή διάταξη, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση επί αυτής (βλ. σελ. 154), τροποποίησε το ισχύον μέχρι τότε χρηματικό όριο (προϋπολογιζόμενη δαπάνη χωρίς ΦΠΑ) υπαγωγής των συμβάσεων των δήμων, περιφερειών και των νομικών τους προσώπων στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ήταν 1.000.000 ευρώ, και καθόρισε πλέον το όριο αυτό στις 100.000 ευρώ.
ΕΣ/Τ7/78/2008
Ελ.Συν./Τμ.VII/78/2008.Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν.1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2738/1999, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 35 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1416/1984, υπενθυμίζεται ο αναπτυξιακός χαρακτήρας του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (βλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ. Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (βλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 277 παρ. 8 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, επιχορήγηση της δημοτικής επιχείρησης (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (βλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.).
ΕλΣυν/Τμ.1/276/2010
Ο διορισμός των επιτυχόντων σε διαδικασίες επιλογής τακτικού προσωπικού του Α.Σ.Ε.Π., για τους οποίους οι οριστικοί πίνακες αποτελεσμάτων εκδίδονται μετά την 1.1.2010, διενεργείται σταδιακά, βάσει σειράς επιτυχίας, εντός του έτους 2011 και ολοκληρώνεται, μέχρι την εξάντληση των περιλαμβανομένων στους οριστικούς πίνακες και πάντως όχι πέραν της 31.12.2013. Ως εκ τούτου, είναι μη νόμιμη η έκδοση αποφάσεων διορισμού μόνιμου προσωπικού Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού κατά το χρονικό διάστημα από 19.5.2010 (ημερομηνία έναρξης ισχύος της αναστολής) μέχρι την έναρξη του έτους 2011 (πρβλ. πράξη Ι Τμ. Ελ. Συν. 164/2010), στη δε απαγόρευση αυτή περιλαμβάνονται και όσοι κατά το χρονικό αυτό διάστημα προσλαμβάνονται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου από προσωρινούς πίνακες επιτυχόντων σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 21 του ν. 3584/2007.
ΕΣ/Τ6/92/2011
Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕΣ/Ζ Κλ/103/2014
Προμήθεια ελαστικών επισώτρων.Επιτροπή συντήρησης κρατικών αυτοκινήτων.Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αλλά και όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η κατά ανωτέρω Επιτροπή, συνιστά το μόνο κατά νόμο αρμόδιο όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα για την προμήθεια των αναγκαίων ανταλλακτικών και ελαστικών επισώτρων με την εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, στην ειδικότερη περίπτωση της επισκευής οχημάτων του Δήμου, που έχουν ήδη παρουσιάσει βλάβη ή έχουν ήδη διαπιστωμένη ανάγκη συντήρησης ή επισκευής και μάλιστα ανεξαρτήτως του ύψους της απαιτούμενης κατά περίπτωση δαπάνης, καθόσον αρμόδιο κατά τα λοιπά όργανο, για τη διενέργεια διαγωνισμών στους Δήμους είναι η οικεία Οικονομική Επιτροπή (βλ. πράξη Κλιμ. VII Τμ. Ελ. Συν. 72/2012 σκ. IV και πράξη VII Τμ. Ελ. Συν. 96/2012, σκ. IV, αλλά και απόφ. VI Τμ. 243/2014, 3462/2012 σχετικές με τη σύναψη συμφωνιών – πλαισίου για την ανάθεση των υπηρεσιών προληπτικής συντήρησης και επισκευής των οχημάτων Ο.Τ.Α.). Περαιτέρω δε, η προμήθεια των ως άνω ειδών (ήτοι των ανταλλακτικών οχημάτων και των ελαστικών επισώτρων) διενεργείται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί προμηθειών των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού (βλ. απόφ. VI Τμ. 243/2014, 3462/2012, πράξη Κλιμ. VII Τμ. Ελ. Συν. 72/2012, πρβλ. πράξεις VII Τμ. Ελ. Συν. 96, 95/2012, 78/2011, 320, 204, 83/2010, 301/2009, ΙV Tμ. πράξεις 142/2007, 170/2006 κ.α.).