Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.6/106/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 11/5/2007
Οι παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κριτήρια σύναψης μιας δημόσιας σύμ-βασης με βάση την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά δεν απαριθμούνται στο νόμο περιοριστικά, ως εκ τούτου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα κριτήρια ποσοτικής και ποιοτικής επιλογής και όχι αμιγώς οικονομικής φύσης που προτίθεται να εφαρμόσει, πλην όμως τα τελευταία πρέπει να συνδέονται στενά με το αντικείμενο της σύμβασης, δηλαδή να αφορούν την αναγκαία τεχνική ικανότητα των υποψηφίων σε σχέση με τις πραγματικές απαιτήσεις της προς ανάθεση σύμβασης, να είναι δεκτικά αντικειμενικής και συγκεκριμένης αιτιολόγησης και να συνεπάγονται οικονομικό άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή, τηρώντας, ταυτοχρόνως, όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως η τελευταία απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Τα κριτήρια αποδοχής των συμμετεχόντων στον ελεγχόμενο διαγωνισμό, που θεσπίζονται στην οικεία διακήρυξη και αφορούν στον απαιτούμενο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών αυτών για κάθε ένα από τα τρία τελευταία έτη σε συνδυασμό με την εξαετή και πλέον δραστηριοποίησή τους στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης είναι κατάλληλα, αντικειμενικά και πρόσφορα, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων του αντικειμένου της σύμβασης (φύλαξη του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων), καθώς και της δαπάνης του ελεγχόμενου διαγωνισμού. Τούτο διότι αποβλέπουν προφανώς στη συμμετοχή διαγωνιζομένων, οι οποίοι διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια και ανάλογη πολυετή εμπειρία σε υπηρεσίες φύλαξης μεγάλου οικονομικού αντικειμένου. Περαιτέρω, ο όρος περί ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας ύψους τουλάχιστον 3.000.000 ευρώ δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής των προτιθέμενων να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, αφού αποσκοπεί στη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά υποψηφίων αναδόχων, ικανών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της προς ανάθεση σύμβασης, ειδικότερα όσον αφορά τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού, ώστε να μην κωλύεται σε κάθε περίπτωση η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Τέλος, η πρόβλεψη στη διακήρυξη, ως όρου για τη νόμιμη συμμετοχή στο διαγωνισμό, να διαθέτει ο διαγωνιζόμενος προσωπικό τουλάχιστον τριακοσίων ατόμων, δεν συνιστά όρο δυ-σανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής και του επιδιωκόμενου σκοπού του διαγωνισμού, δεδομένου ότι, βάσει των τεχνικών προδιαγραφών της διακήρυξης, απαιτείται η απασχόληση διακοσίων ατόμων, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης του προσωπικού σε ποσοστό μέχρι 20%, εφόσον προσληφθεί νέο προσωπικό (μόνιμο) ή δημιουργηθούν έκτακτες ανάγκες.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/106/2007

Κατά την έννοια των προρρηθεισών κοινοτικών διατάξεων, οι παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κριτήρια σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς δεν απαριθμούνται περιοριστικά, ως εκ τούτου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα κριτήρια ποσοτικής και ποιοτικής επιλογής και όχι αμιγώς οικονομικής φύσης που προτίθεται να εφαρμόσει, πλην όμως τα τελευταία πρέπει να συνδέονται στενά με το αντικείμενο της σύμβασης, βάσει της αναγκαίας τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων και των πραγματικών απαιτήσεων της προς ανάθεση σύμβασης, να είναι δεκτικά αντικειμενικής και συγκεκριμένης αιτιολόγησης και να συνεπάγονται οικονομικό άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή, τηρώντας, ταυτοχρόνως, όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως η τελευταία απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (πρβλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 17.09.2002, C-513/99, σκέψεις 81επ., Πράξη VI Τμ. 107/2003 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα θεσπιζόμενα στην οικεία διακήρυξη κριτήρια αποδοχής των συμμετεχουσών στον ελεγχόμενο διαγωνισμό εταιρειών, αναφορικά με τον απαιτούμενο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών αυτών για κάθε ένα από τα τρία τελευταία έτη σε συνδυασμό με την εξαετή και πλέον δραστηριοποίησή τους στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης είναι κατάλληλα, αντικειμενικά και πρόσφορα, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων του αντικειμένου της σύμβασης (φύλαξη του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων που ανήκουν στο Α.Π.Θ.), καθώς και της δαπάνης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ως άνω αναφέρεται, καθόσον αποβλέπουν προφανώς στη συμμετοχή διαγωνιζομένων, οι οποίοι διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια και ανάλογη πολυετή εμπειρία σε υπηρεσίες φύλαξης μεγάλου οικονομικού αντικειμένου. Περαιτέρω, ο όρος περί ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας ύψους τουλάχιστον 3.000.000 Ευρώ δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής των προτιθέμενων να συμμετάσχουν στην υπό κρίση διαδικασία επιχειρήσεων, περιορίζοντας ούτως τον ανταγωνισμό, αφού αποσκοπεί στη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά υποψηφίων αναδόχων, ικανών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της προς ανάθεση σύμβασης, ειδικότερα όσον αφορά τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού, ώστε να μην κωλύεται σε κάθε περίπτωση η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Τέλος, η πρόβλεψη περί ελαχίστου ορίου προσωπικού τριακοσίων (300) ατόμων δεν συνιστά όρο δυσανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής και του επιδιωκόμενου σκοπού του διαγωνισμού, παρά τα αντιθέτως κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, δεδομένου ότι, βάσει των τεχνικών προδιαγραφών της οικείας διακήρυξης (βλ. Παράρτημα Δ΄ αυτής), απαιτείται η απασχόληση διακοσίων (200) ατόμων, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης του προσωπικού σε ποσοστό μέχρι 20%, εφόσον προσληφθεί νέο προσωπικό (μόνιμο) ή δημιουργηθούν έκτακτες ανάγκες.

ΣτΕ ΕΑ 287/2010

ΣΤΕ –διακήρυξη ––αποκλεισμός υποψηφίου.(...)Επειδή, η αιτούσα προέβαλε με την προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση, ότι ο παραπάνω όρος της διακηρύξεως, ο οποίος επιτρέπει τη συμμετοχή στο διαγωνισμό μόνο επιχειρήσεων με συνολικό κύκλο εργασιών κατά την τελευταία τριετία ίσο ή μεγαλύτερο με το 1/3 της προϋπολογισθείσας δαπάνης (ήτοι εν προκειμένω 1.000.000 ευρώ), την αποκλείει παρανόμως από το διαγωνισμό, διότι θεσπίζει κριτήρια συμμετοχής μη προβλεπόμενα από την οδηγία 2004/18/ΕΚ και το π.δ. 118/2007, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και υπερβαίνει τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, εφόσον οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο δεν παρουσιάζουν τον απαιτούμενο ως άνω κύκλο εργασιών. Ο λόγος, όμως, αυτός δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, διότι ο πληττόμενος αυτός όρος της διακηρύξεως που αποβλέπει στον έλεγχο της κατά τεκμήριο ικανότητας των διαγωνιζομένων να ανταποκριθούν στην εκτέλεση της επίμαχης προμήθειας και θεσπίζει εύλογη προϋπόθεση καταλληλότητας ως προς τη δυνατότητα αυτών να μετάσχουν στο διαγωνισμό, φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, του π.δ. 60/2007 και του π.δ. 118/2007. Εξ άλλου, τα προβαλλόμενα περί του ότι πρόκειται περί φωτογραφικού όρου είναι απορριπτέα προεχόντως λόγω της αοριστίας τους.


ΣτΕ ΕΑ 288/2010

ΣΤΕ  –διακήρυξη –διαγωνισμός –ανάθεση –προμήθειες –προσφορές (...) Επειδή, η αιτούσα προέβαλε με την προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση, ότι ο παραπάνω όρος της διακηρύξεως, ο οποίος επιτρέπει τη συμμετοχή στο διαγωνισμό μόνο επιχειρήσεων με συνολικό κύκλο εργασιών κατά την τελευταία τριετία ίσο ή μεγαλύτερο με το 1/3 της προϋπολογισθείσας δαπάνης (ήτοι εν προκειμένω 1.800.000 ευρώ), την αποκλείει παρανόμως από το διαγωνισμό, διότι θεσπίζει κριτήρια συμμετοχής μη προβλεπόμενα από την οδηγία 2004/18/ΕΚ και το π.δ. 118/2007, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και υπερβαίνει τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, εφόσον οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο δεν παρουσιάζουν τον απαιτούμενο ως άνω κύκλο εργασιών. Ο λόγος, όμως, αυτός δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, διότι ο πληττόμενος αυτός όρος της διακηρύξεως που αποβλέπει στον έλεγχο της κατά τεκμήριο ικανότητας των διαγωνιζομένων να ανταποκριθούν στην εκτέλεση της επίμαχης προμήθειας και θεσπίζει εύλογη προϋπόθεση καταλληλότητας ως προς τη δυνατότητα αυτών να μετάσχουν στο διαγωνισμό, φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, του π.δ. 60/2007 και του π.δ. 118/2007. Εξ άλλου, τα προβαλλόμενα περί του ότι πρόκειται περί φωτογραφικού όρου είναι απορριπτέα προεχόντως λόγω της αοριστίας τους.


ΕΑΔΗΣΥ/1681/2023

Με την προδικαστική προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση ορισμένων όρων της Διακήρυξης του διαγωνισμού, συγκεκριμένα των όρων 2.2.5.2 και 2.2.9.2, οι οποίοι αφορούν την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια. Οι όροι αυτοί απαιτούν από τους υποψήφιους να μην εμφανίζουν ζημίες για τα πέντε τελευταία έτη (2018-2022), κάτι που η προσφεύγουσα θεωρεί δυσανάλογο και παράνομο, καθώς σύμφωνα με τον νόμο αρκούν τα τρία τελευταία έτη. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά σε υπηρεσίες, με προϋπολογισμένη δαπάνη 823.200 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, και διάρκεια δύο ετών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτές οι απαιτήσεις εμποδίζουν άδικα τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό.


ΑΕΠΠ/1604/2020

Προμήθεια είδους...Επειδή, ειδικότερα, όσον αφορά την προσφυγή κατά όρων διακήρυξης, ο προσφεύγων πρέπει να επικαλεσθεί άμεση βλάβη από τον όρο της διακήρυξης, ο οποίος παραβιάζει κατ’ αυτόν τους κανόνες που αφορούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο διαγωνισμό, τη διαδικασία επιλογής του αναδόχου ή τα εφαρμοστέα για την ανάδειξή του κριτήρια, σε σημείο που να αποκλείει ή να καθιστά ουσιωδώς δυσχερή τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό (βλ. ενδεικτικά ΕΑ ΣτΕ 148/2016 Ολομ., ΕΑ ασφ. Μ. 415/2014, Δημήτριος Γ. Ράικος, «Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων», Β' έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σελ. 756). Πλην όμως, η προσφεύγουσα αορίστως προβάλλει χωρίς να τεκμηριώνει ότι επειδή οι τιμές των πλησσόμενων  όρων της Διακήρυξης είναι κατώτερες των τιμών του παρατηρητηρίου, το γεγονός αυτό την εμποδίζει ή δυσχεραίνει ουσιωδώς την συμμετοχή της στον διαγωνισμό, γιατί δεν αποδεικνύει την βλάβη της αλλά επιδιώκει την διαμόρφωση συνθηκών ευνοϊκότερων για τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό. Με τους πλησσόμενους όρους της Διακήρυξης δεν εμποδίζεται η συμμετοχή της και το ότι οι τιμές που εμπορεύεται η ίδια για τα ως άνω είδη είναι υψηλότερες αυτών της Διακήρυξης, δεν συνεπάγεται την παραβίαση των διατάξεων του Ν. 4412/2016 ούτε των διατάξεων περί υγιούς ανταγωνισμού Όμως με το περιεχόμενο τούτο, η υπό εξέταση προσφυγή παρίσταται απαράδεκτη ως ασκηθείσα χωρίς έννομο συμφέρον, διότι η προσφεύγουσα αορίστως επικαλείται λόγους που θεμελιώνουν το –κατά την έννοια του νόμου-έννομο συμφέρον της, ενώ δεν αποδεικνύει ότι ένας έκαστος εκ των λόγων καθιστά ουσιωδώς δυσχερή τη συμμετοχή της ή εν γένει περιορίζει τον ανταγωνισμό ή/και ενδεχομένως παρέχει πλεονέκτημα σε κάποιον έτερο δυνητικό υποψήφιο.


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1403/2022

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ:Ζητείται η αναθεώρηση της 949/2022 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη προσφυγή, ότι η θέσπιση των επίμαχων όρων της διακήρυξης, με τους οποίους περιορίστηκε ο κύκλος των υποψήφιων οικονομικών φορέων μόνο σε εκείνους που πληρούσαν τα κριτήρια οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018, αποκλείοντας όσους πληρούσαν τα εν λόγω κριτήρια κατά το έτος 2019, το οποίο ήταν και το εγγύτερο έτος του χρόνου διεξαγωγής του διαγωνισμού και άρα το πλέον πρόσφορο εν όψει των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς μάλιστα να συντρέχει προς τούτο βάσιμος δικαιολογητικός λόγος, συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων του Παραρτήματος XII του Προσαρτήματος Α΄ του Βιβλίου Ι του ν. 4412/2016 (με τις οποίες ορίζονται ως περίοδος αναφοράς, για την απόδειξη της πλήρωσης του απαιτούμενου ελάχιστου κύκλου εργασιών και της απαιτούμενης εμπειρίας από παρόμοιες παραδόσεις αγαθών, οι «τελευταίες» οικονομικές χρήσεις και η «τελευταία» τριετία, αντίστοιχα), έπληξε την αντικειμενική ακεραιότητα της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας και συνεπώς συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια. Εκ του λόγου δε τούτου, η ως άνω πλημμέλεια δεν δύναται να θεραπευτεί με τη μεταγενέστερη συμπλήρωση από τους αναδόχους των ελεγχόμενων συμβάσεων, και για το παραλειφθέν έτος 2019,  των αποδεικτικών μέσων για τα επίμαχα κριτήρια επιλογής, καθότι αφορά μόνον τους ήδη συμμετέχοντες στο διαγωνισμό και σε καμιά περίπτωση δεν καλύπτει όσους δυνητικά υποψηφίους μπορούσαν να συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο διαγωνισμό. απορριπτόμενου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου του σχετικού λόγου αναθεώρησης. Απορρίπτει την προσφυγή αναθεώρησης.


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/72/2021

Ανάθεση υπηρεσιών εστίασης...Με δεδομένα όσα προεκτέθηκαν και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει τα εξής: Α) Ο όρος της διακήρυξης (2.2.6), σύμφωνα με τον οποίο οι οικονομικοί φορείς απαιτείται σωρευτικά να έχουν εκτελέσει παρόμοιες συμβάσεις κατά την τελευταία τριετία (2017, 2018, 2019) και επιπλέον να διαθέτουν τουλάχιστον 1 παρόμοια σύμβαση σε ισχύ, πέραν του ότι, ως προς το πρώτο του σκέλος, διατυπώνεται αορίστως, καθώς δεν διευκρινίζει τον αριθμό των συμβάσεων που πρέπει να έχουν εκτελεστεί, περιόρισε ουσιωδώς τον κύκλο των δυνητικών προσφερόντων στον διαγωνισμό, χωρίς ο περιορισμός αυτός να σχετίζεται με το αντικείμενο της σύμβασης και να δικαιολογείται από οποιοδήποτε επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Ούτε άλλωστε προκύπτει γιατί  ο σκοπός, για τον οποίο τέθηκε ο εν λόγω περιορισμός, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως, όλως ενδεικτικώς, με την πρόβλεψη περί παράλληλης εκτέλεσης πλειόνων συμβάσεων οποτεδήποτε μέσα στην τελευταία τριετία. Πρόκειται, συνεπώς, για έναν μη εύλογο και δυσανάλογα περιοριστικό όρο, όπως άλλωστε μαρτυρείται από τη συμμετοχή στον διαγωνισμό μόλις τριών οικονομικών φορέων, οι δύο εκ των οποίων μάλιστα αποκλείσθηκαν προτού καν διαπιστωθεί εάν πληρούν τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής (βλ. και 45/2021 Πράξη του Κλιμακίου, όπου παρατίθενται όμοια περιστατικά)...(..)Κατ’ ακολουθία, καθόσον οι διαπιστούμενες ως άνω πλημμέλειες εντοπίζονται σε ουσιώδεις όρους της  διακήρυξης και συνδέονται με την εφαρμογή βασικών αρχών και κανόνων του δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων, που συνάπτονται άμεσα με την εκδήλωση ενδιαφέροντος συμμετοχής στον διαγωνισμό και την διαμόρφωση των υποβαλλομένων προσφορών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι  κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/765/2021


ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/213/2019

Προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών...Μη νομίμως τα υποβληθέντα προς έλεγχο τρία (3) σχέδια συμβάσεων για την προμήθεια καυσίμων από το Δήμο, το Ν.Π.Δ.Δ. «...» και την Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση διαφοροποιούνται, ως προς τις αναγραφόμενες συμβατικές ποσότητες και την ενδεικτική αξία τους, από την .... κατακυρωτική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία, ως προεκτέθηκε, αφορά στο σύνολο των προκηρυχθεισών ποσοτήτων καυσίμων. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της μακράς χρονικής διάρκειας της σύνολης διαγωνιστικής διαδικασίας και προκειμένου να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες τους σε καύσιμα, οι ανωτέρω φορείς προέβησαν σε απευθείας αναθέσεις στην εταιρεία «.... (…) Ο.Ε.», με αποτέλεσμα να έχουν μεταβληθεί, κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω κατακυρωτικής απόφασης, οι πραγματικές ανάγκες τους. Με την τελευταία, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν αναλόγως οι ποσότητες και η αξία των προς προμήθεια καυσίμων – όπως θα ήταν δυνατό, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 105 παρ. 1 του ν. 4412/2016 – ώστε να είναι σύμφωνες με τις μεταβληθείσες πραγματικές ανάγκες των φορέων αλλ’ ο περιορισμός αυτός πραγματοποιήθηκε το πρώτον με τα υποβληθέντα σχέδια συμβάσεων, με συνέπεια να υφίσταται διάσταση μεταξύ των τελευταίων και της κατακυρωτικής απόφασης στην οποία ερείδονται. Ενόψει της ως άνω ουσιώδους πλημμέλειας, κωλύεται η υπογραφή των αντίστοιχων τριών (3) σχεδίων συμβάσεων.


ΕλΣυν/Κλ.6/103/2009

Από το συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 1-2, 46 παρ. 1-2,6, 51 παρ. 1 α, 2 του Π.Δ. 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (Α΄ 64) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 8 και 20 του Π.Δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (Α΄ 266), συνάγεται ότι στο σύστημα των οδηγιών που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αν και δεν αποκλείεται να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των προσφερόντων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αντίθετα, η ανάθεση βασίζεται είτε στη χαμηλότερη τιμή είτε στην πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Στην τελευταία περίπτωση τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να γίνουν δεκτά από τις αναθέτουσες αρχές ποικίλουν, χωρίς να απαριθμούνται περιοριστικά στις ισχύουσες διατάξεις, επαφίεται δε στην αναθέτουσα αρχή να τα επιλέξει με τη διακήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικά. Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Κριτήρια όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες, ή από τη χρήση ομοίων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής άποψης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως (ΔΕΚ, Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2006, C 532/06, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C- 315/2001, Gat, Πράξη 38/2009 VI Τμ., 26/2009 Στ΄ Κλ.).

Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.4/2509/2009