Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.7/1276/2016

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3801/2009, 4123/2013

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΗΜΟΥ:Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και τις νομικές παραδοχές της αρχικής, επί της υπό κρίση έφεσης, 230/2009 απόφασης του Τμήματος, οι οποίες δεν ανατράπηκαν με την πιο πάνω 1806/2014 απόφαση της Ολομέλειας, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα, η οποία είχε οριστεί αναπληρώτρια ελεγκτής εξόδων Ο.Τ.Α., εγκρίνοντας την εξόφληση του 21/1994 χρηματικού εντάλματος (το οποίο, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση που διενεργήθηκε, έφερε την υπογραφή της), διενήργησε πράξη διαχείρισης επί των χρημάτων της Κοινότητας, το πραγματικό δε αυτό γεγονός της προσέδωσε την ιδιότητα της υπολόγου και την, εντεύθεν, δημοσιονομική πλέον ευθύνη της προς αποκατάσταση του ελλείμματος, που προκλήθηκε από την εν λόγω διαχειριστική δράση της. Εξάλλου, η εκκαλούσα, κατά τη διενέργεια της εν λόγω διαχειριστικής πράξης (έγκριση εξόφλησης του 21/1994 Χ.Ε.), δεν επέδειξε την απαιτούμενη εκ της ιδιότητάς της επιμέλεια, αφού δεν προέβη, ως όφειλε, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε έλεγχο νομιμότητας και πληρότητας των δικαιολογητικών του επίμαχου χρηματικού εντάλματος και, συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητας στο πρόσωπό της ως προς το δημιουργηθέν έλλειμμα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο δε προβαλλόμενος ισχυρισμός της, προς υποστήριξη της επικαλούμενης παντελούς έλλειψης υπαιτιότητας στο πρόσωπό της, ότι συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της τότε προϊσταμένης της και, αληθής υποτιθέμενος, δεν αναιρεί την ευθύνη της εκκαλούσας για την ανωτέρω πλημμελή διαχειριστική ενέργεια που της αποδίδεται.(..). Μετά από όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να περιοριστεί το καταλογισθέν ποσό σε βάρος της εκκαλούσας σε 1.500.ευρώ, περαιτέρω δε, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ.4 του ν.4123/2013, το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκησή της, να αποδοθεί στην εκκαλούσα.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/1276/2016

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και τις νομικές παραδοχές της αρχικής, επί της  υπό  κρίση  έφεσης, 230/2009 απόφασης του Τμήματος, οι οποίες δεν ανατράπηκαν με την πιο πάνω 1806/2014 απόφαση της Ολομέλειας, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα, η οποία είχε οριστεί αναπληρώτρια ελεγκτής εξόδων Ο.Τ.Α., εγκρίνοντας την εξόφληση του 21/1994 χρηματικού εντάλματος (το οποίο, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση που διενεργήθηκε, έφερε την υπογραφή της), διενήργησε πράξη διαχείρισης επί των χρημάτων της Κοινότητας, το πραγματικό δε αυτό γεγονός της προσέδωσε την ιδιότητα της υπολόγου και την, εντεύθεν, δημοσιονομική πλέον ευθύνη της προς αποκατάσταση του ελλείμματος, που προκλήθηκε από την εν λόγω διαχειριστική δράση της. Εξάλλου, η εκκαλούσα, κατά τη διενέργεια της εν λόγω διαχειριστικής πράξης (έγκριση εξόφλησης του 21/1994 Χ.Ε.), δεν επέδειξε την απαιτούμενη εκ της ιδιότητάς της επιμέλεια, αφού δεν προέβη, ως όφειλε, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, σε έλεγχο νομιμότητας και πληρότητας των δικαιολογητικών του επίμαχου χρηματικού εντάλματος και, συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητας στο πρόσωπό της ως προς το δημιουργηθέν έλλειμμα  είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο δε προβαλλόμενος ισχυρισμός της, προς υποστήριξη της επικαλούμενης παντελούς έλλειψης υπαιτιότητας στο  πρόσωπό της, ότι συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της τότε προϊσταμένης της  και,  αληθής  υποτιθέμενος,  δεν  αναιρεί  την  ευθύνη  της  εκκαλούσας για την ανωτέρω πλημμελή διαχειριστική ενέργεια που της αποδίδεται. Τα δε υποστηριζόμενα από την ίδια περί απειρίας της και έλλειψης ειδικών γνώσεων, λόγω της ιδιότητάς της ως μαθητευόμενης - δόκιμης υπάλληλου, προβάλλονται αλυσιτελώς, καθόσον, όπως εκτέθηκε ανωτέρω (σκ. II), η υπαιτιότητα δεν κρίνεται με βάση τις ατομικές ιδιότητες του υπολόγου, αλλά με βάση τη συμπεριφορά  που  θα  επιδείκνυε,  στη  συγκεκριμένη  κάθε  φορά περίπτωση, ο  μέσος  συνετός  άνθρωπος,  που  ανήκει  στον ίδιο κύκλο επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Περαιτέρω, η αποδιδόμενη, με τον ένδικο καταλογισμό, πλημμελής άσκηση από την εκκαλούσα των καθηκόντων της αναπληρώτριας ελεγκτή εξόδων Ο.Τ.Α., κατά την πληρωμή της εντελλόμενης με το ως άνω χρηματικό ένταλμα δαπάνης, ήτοι η έγκριση πληρωμής αυτής χωρίς να έχει προηγηθεί πλήρης έλεγχος των δικαιολογητικών αυτού, παρουσιάζει μεν απόκλιση από την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, που κινείται εντός του οικείου κύκλου επαγγελματικής δραστηριότητας, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόκλιση αυτή εξικνείται πέραν του βαθμού  της ελαφράς αμέλειας, καθόσον η διαχειριστική αυτή συμπεριφορά της δεν αποκλίνει σημαντικά από το ως άνω μέτρο της επιμέλειας, ώστε να μπορεί  να  χαρακτηρισθεί  ως  βαρεία.  Συνεπώς,  η  εκκαλούσα  ευθύνεται   ως υπόλογος σε βαθμό ελαφράς αμέλειας για τη δημιουργία του επίδικου ελλείμματος στη διαχείριση της Κοινότητας Γραμματικού. Εξάλλου, η επίμαχη δαπάνη δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί, κατ’ εφαρμογή των αναφερομένων στη σκέψη IV της παρούσας διατάξεων, καθόσον δεν συντρέχει τουλάχιστον μία από τις τέσσερις προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις, αφού δεν αποδεικνύεται  από  τα  στοιχεία του φακέλου ότι έχει επιτελεσθεί ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε (πρβλ. αποφ. VII Τμ. Ε.Σ. 1679/2012, 587/2014). Περαιτέρω, συγγνωστή πλάνη της εκκαλούσας ως προς το δημιουργηθέν έλλειμμα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, καθόσον όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει  τις  νόμιμες  υποχρεώσεις  της, που συνδέονταν με την ιδιότητά της ως αναπληρώτριας ελεγκτή εξόδων και, συνεπώς, δεν νοείται απαλλαγή της από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ν.3801/2009. Ωστόσο, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας την έλλειψη δόλου ή βαρείας αμέλειας της εκκαλούσας, τη (μικρή) βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης που διέπραξε και τις συνθήκες τέλεσης αυτής, άγεται στην κρίση ότι πρέπει αυτή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37 παρ. 1 του ν.3801/2009,  να καταλογιστεί με μέρος μόνο του διαπιστωθέντος ελλείμματος, το οποίο πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό των 1.500 ευρώ.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1847/2022

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ:ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοτικής επιχείρησης η ανάκτηση του ποσού των 104.779,28 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο σύνολο της επιχορήγησης, που φέρεται ότι καταβλήθηκε αχρεωστήτως στην εκκαλούσα, στο πλαίσιο υλοποίησης του έργου «Υλοποίηση προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι έτους 2011 στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας»(...)εφόσον ο ένδικος καταλογισμός διενεργήθηκε υπέρ του Δημοσίου, για την τακτοποίηση του ελλείμματος που ανέκυψε από την αχρεώστητη καταβολή επιχορήγησης στην εκκαλούσα δημοτική επιχείρηση από πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων – εθνικό σκέλος, αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης έφεσης είναι το Πρώτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο οποίο και πρέπει αυτή να παραπεμφθεί.Κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση της έφεσης της «Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου …».


ΔΕφΑθ/533/2022

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΕΟΦ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΕΟΦ:..η εκκαλούσα ζητά την εξαφάνιση της 11024/2019 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 22ο), με την οποία απορρίφθηκε η από 3.11.2017 αγωγή της κατά του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) και του Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή αυτή, η εκκαλούσα, μόνιμη υπάλληλος του Ε.Ο.Φ., ζήτησε να υποχρεωθούν τα εφεσίβλητα να της καταβάλουν νομιμοτόκως, το ποσό των 6.000 ευρώ και περαιτέρω, να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν νομιμοτόκως, το ποσό των 30.588,17 ευρώ (συνολικά 36.588,17 ευρώ), ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 105 του Εισ.Ν.ΑΚ.(....)Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των εφεσιβλήτων Ε.Ο.Φ. και Ελληνικού Δημοσίου, κατά τα άρθρα 106 και 105 του ΕισΝΑΚ, προς αποζημίωση της εκκαλούσας, δεδομένου ότι δεν συντρέχει η προβαλλόμενη από αυτήν παρανομία, της αντίθεσης δηλαδή της επίμαχης διάταξης του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011 σε υπερκείμενους κανόνες δικαίου ή στο Σύνταγμα. Συνεπώς, ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή της ως προς την κύρια βάση της. Ενόψει δε του ότι τα εφεσίβλητα κατά τα παραπάνω, δεν κατέστησαν πλουσιότερα σε βάρος της εκκαλούσας χωρίς νόμιμη αιτία, ορθά απορρίφθηκε και η επικουρική βάση της αγωγής της περί επιδίκασης των αιτούμενων ποσών με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης.Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/399/2021

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ:ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας μη κυβερνητικής οργάνωσης ανάκτηση ποσού 366.849,69 ευρώ, το οποίο κατά το ποσό των 170.000 ευρώ φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως α΄ δόση χρηματοδότησής της από πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εξωτερικών για την εκτέλεση του προγράμματος «Δημιουργία Αφγανο-Ελληνικού Κέντρου Σπουδών και Παροχών Υγείας στην Καμπούλ»(...) Με δεδομένα τα εκτιθέμενα ανωτέρω ..., το Δικαστήριο κρίνει ότι από το σύνολο των στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως νομίμως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία ρητώς παραπέμπει, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική όσο και η ιστορική αιτία στην οποία θεμελιώνεται. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κατά παράβαση των υποχρεώσεών της όπως προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία και εξειδικεύονται στην από 29.11.2004 σύμβασή της, όπως τροποποιήθηκε με την από 17.1.2005 πράξη, δεν υπέβαλε ενδιάμεση έκθεση προόδου (άρθρο 6.1 της σύμβασης) και τελική απολογιστική έκθεση του προγράμματός της (άρθρο 7.1 της σύμβασης), ούτε δικαιολογητικά και παραστατικά δαπανών του προγράμματος που εκτέλεσε, τα οποία έπρεπε να συνυποβάλλονται με τις εκθέσεις αυτές, ενώ από τα αιτήματά της για την εκ νέου τροποποίηση της σύμβασης συνάχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν υλοποίησε το φυσικό αντικείμενο που πρότεινε και εγκρίθηκε. Όπως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ρητώς ορίστηκε στο συμβατικό κείμενο, αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης ιδρύουν νόμιμο λόγο καταγγελίας της από την ΥΔΑΣ (άρθρο 9 της σύμβασης), και έχουν νόμιμο επακόλουθο την υποχρέωση της εκκαλούσας να επιστρέψει εντόκως το σύνολο της χρηματοδότησης που έλαβε (άρθρο 11 της σύμβασης). Για το σύνολο των προαναφερόμενων, η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εκκαλούσα απώλεσε τη νόμιμη αιτία της και η α΄ δόση αυτής έπρεπε να αναζητηθεί, και μάλιστα εντόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, σύμφωνα με το ισχύον ειδικό κανονιστικό πλαίσιο(...)Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ότι παρεμποδίστηκε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από λόγους ανωτέρας βίας, περίπτωση για την οποία προνοεί το άρθρο 17.1 της σύμβασης. Ειδικότερα, επικαλείται φυσική καταστροφή από σεισμό ... καθώς και τις εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες, λόγω εμπόλεμης κατάστασης, που επικρατούσαν στο Αφγανιστάν, όπου έπρεπε να εκτελέσει το κρίσιμο έργο της, από το Μάρτιο 2005 μέχρι τα μέσα του έτους 2006. Οι περιστάσεις αυτές καθυστέρησαν την υλοποίηση του προγράμματος της εκκαλούσας, ωστόσο, η ίδια στις 8.2.2006 κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να το ολοκληρώσει, υποβάλλοντας στην ΥΔΑΣ πρόταση επιτόπιας επίσκεψης και τροποποίησης του έργου, αίτημα το οποίο επανυπέβαλε στις 20.3.2006, ζητώντας εκ νέου παράταση και διεύρυνση του αντικειμένου του έργου. Επί των ανωτέρω, όμως, η ΥΔΑΣ ενεργώντας αντισυμβατικά ουδέποτε απάντησε και στο μεταξύ υλοποιήθηκε ένα τμήμα του επίδικου προγράμματος, συγκεκριμένα, η λειτουργία εξοπλισμένου ασθενοφόρου και η μελέτη και σύναψη συμφωνίας ολοκλήρωσης των κτιριακών υποδομών του Κέντρου Σπουδών Υγείας. Ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος στο σύνολό του. Τούτο διότι, οι φυσικές καταστροφές που επικαλείται η εκκαλούσα λήφθηκαν υπόψη από την ΥΔΑΣ και αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, με μετάθεση του χρόνου έναρξης υλοποίησης του προγράμματος, με την από 17.1.2005 πράξη.(...) Εξάλλου, προφανώς στερείται οποιασδήποτε νόμιμης βάσης ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ΥΔΑΣ είχε υποχρέωση να την καλέσει να εκτελέσει το συμβατικό αντικείμενο, για το οποίο με την υπογραφή της σύμβασης η ίδια η εκκαλούσα δεσμεύτηκε.(...)Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.7/2016/2017

Καταλογισμοι:Κατόπιν όσων έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίζεται εις βάρος της εκκαλούσας το επίδικο έλλειμμα με τις ανάλογες επ’ αυτού προσαυξήσεις. Περαιτέρω, μετά την παραδοχή της έφεσης πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το καταβληθέν παράβολο, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, πρέπει να απαλλαγούν το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος ..... από τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) «Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», το οποίο, κατ’ άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε  από  το άρθρο  12  παρ. 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135), εφαρμόζεται αναλόγως και στην παρούσα δίκη.


Δ.ΕΦΑΘ/3048/2020

Αστική ευθύνη δημοσίου - απαλλοτριώσεις...Επειδή, τέλος, προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας απόφασης και περαιτέρω, ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσκόμισε πρωτοδίκως κανένα αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης Τράπεζας) για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου στις εμπορικές τράπεζες, κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2008, που όπως προέβαλε με την αγωγή θα κατέθετε σε Τράπεζα το σύνολο της αποζημίωσης που θα εισέπραττε, με επιτόκιο 6% ετησίως, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, έως τον Ιανουάριο του έτους 2013, ούτε εξέθεσε στην αγωγή αλλά ούτε και απέδειξε τις ειδικές περιστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που συνέτρεχαν και καθιστούσαν πιθανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πραγματοποίηση του εν λόγω κέρδους, παραθέτοντας λογιστικά στοιχεία σχετικά με την πορεία των εργασιών της επιχείρησής της, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο, από τα οποία να προκύπτουν θετικά ή αρνητικά (κέρδη ή ζημιές) αποτελέσματα των εν λόγω χρήσεων που να δικαιολογούν ή να αποκλείουν τη δυνατότητα αυτής να αποταμιεύσει ή όχι το ένδικο ποσό της απαλλοτρίωσης σε Τράπεζα, ενώ, εξάλλου, δεν προέβαλε ότι είχε τυχόν κατατεθειμένα σε τράπεζα και άλλα χρηματικά ποσά, κρίνει, ανεξαρτήτως άλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογείται η ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση και απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις εκείνη του εκκαλούντος - εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ενώ αυτή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση  του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το συνολικό ποσό των 99.794,55 ευρώ, νομιμότοκα με επιτόκιο 6%, από 23.11.2012 έως την εξόφληση. Περαιτέρω, από το παράβολο που καταβλήθηκε ποσό 100,00 ευρώ πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία (Κ.Δ.Δ. άρθρο 277 παρ. 9), ενώ κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων το εκκαλούν – εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εκκαλούσας (Κ.Δ.Δ. άρθρο 275 παρ. 1).


ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).


ΕλΣυν.Τμ.7/1834/2010

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΗΜΟΥ:Στην κρινόμενη υπόθεση, ο εκκαλών ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης του Β΄ Κλιμακίου προβάλλοντας ότι οι δαπάνες που καταλογίστηκαν σε βάρος του με αυτήν έχουν νομιμοποιηθεί με την διάταξη του άρθρου 34 του ν. 3801/2009, οι προϋποθέσεις της οποίας συντρέχουν εν προκειμένω. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ενόψει του γεγονότος ότι με την 1619/2010 απόφαση του VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ήδη παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και εκκρεμεί ενώπιον αυτής το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των σχετικών διατάξεων του άρθρου 34 του ν. 3801/2009, η δε απόφαση επί του ζητήματος τούτου επηρεάζει την έκβαση και της κρινόμενης υπόθεσης, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης έφεσης κατά το μέρος αυτό, μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω παραπεμφθέντος σε αυτή ζητήματος.Κατ’ ακολουθίαν των προπαρατεθέντων, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή όσον αφορά στον καταλογισμό του εκκαλούντος με το ποσό των 9.976,98, να διαταχθεί η επιστροφή σε αυτόν του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 61 παρ. 3 του π.δ/τος 1225/1981) και να αναβληθεί κατά τα λοιπά η έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης έφεσης, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας.


Α.1082/2021

Περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας για τη μη στοιχειοθέτηση της αλληλέγγυας ευθύνης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 4174/ 2013.


ΕΣ/ΤΜ.1/2212/2008

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση, α) της 41557/Α.Πλ.6379/8.11.2005 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της .… το ποσό των 2.150.000 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεώστητα από κοινοτικούς (Ε.Τ.Π.Α. 75 %) και εθνικούς πόρους (Π.Δ.Ε. 25%), β) των με αρ. πρωτ. 1617/25.2.2005 και 3131/31.5.2005 εκθέσεων αποτελεσμάτων ελέγχου της Υπηρεσίας Διαχείρισης ΕΠ Αττικής και γ) κάθε άλλης συναφούς σχετικής πράξης.(....)Εξάλλου, ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκκαθάρισης του ποσού του καταλογισμού, από το οποίο μη νομίμως δεν αφαιρέθηκε η αμοιβή και τα έξοδα του αναδόχου για τις εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες (άρθρο 50 παρ. 2 π.δ. 609/1985), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι εκκρεμείς απαιτήσεις που απορρέουν από την λυθείσα εργολαβική σύμβαση ανάγονται, μετά την απένταξη του επίμαχου έργου, στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι μεταξύ της εκκαλούσας και του αναδόχου και δεν καλύπτονται από την αναδρομικά καταργηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός  περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 909 Α.Κ. (μη σωζόμενος πλουτισμός), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί του ανωτέρω παρατιθέμενου ειδικότερου ρυθμιστικού πλαισίου, που διέπει την καταβολή και διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, προς το οποίο δεν προσιδιάζει η επικαλούμενη διάταξη, τυχόν εφαρμογή της οποίας θα αναιρούσε κατ’ ουσία το σκοπό και τη λογική των δημοσιονομικών διορθώσεων. Ομοίως αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί της μη τοκοφορίας του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, καθόσον οι τόκοι οφείλονται  ευθέως εκ του νόμου (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 V της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α.), ενώ η επιβαλλόμενη από την ανωτέρω Κ.Υ.Α. υποχρέωση  ειδικής ενημέρωσης του καταλογιζομένου  ως προς τα ένδικα βοηθήματα που διαθέτει αποσκοπεί στην διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος εννόμου προστασίας, ενόψει δε του ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε παραδεκτά, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας αλυσιτελώς προβάλλεται. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας αναφορικά με την επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού αυτή είναι, σύμφωνα με την απόφαση ένταξης, ο τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο οποίος φέρει και την ευθύνη για την εκτέλεση της πράξης.Απορρίπτει την έφεση.