Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.7/50/2010

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3463/2006

Οταν πρόκειται για δαπάνες που συντελούν μεν στην εκπλήρωση του σκοπού των υπηρεσιών του Δημοσίου, του ν.π.δ.δ. ή του Ο.Τ.Α. και εξυπηρετούν τις λειτουργικές τους ανάγκες, πλην όμως αφορούν σε εργασίες που εμπίπτουν στα συνήθη καθήκοντα των υπαλλήλων των εν λόγω φορέων, κατά κλάδο, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, δεν επιτρέπεται οι εργασίες αυτές να ανατίθενται σε τρίτους, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της οικείας υπηρεσίας. Τούτο δε, ενόψει της αρχής της οικονομικότητας, ως μερικότερης εκδηλώσεως του δημοσίου συμφέροντος, που πρέπει να διέπει τη δράση και λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α. και η οποία επιβάλλει την εκπλήρωση των σκοπών τους με την κατά το δυνατόν ελάχιστη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους (βλ. και πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 50/2005, 74/2004, 19, 21, 105, 124/ 2002, 86, 94, 106, 209/2003 κ.ά. και Ι Τμ. Ελ. Συν. 206/1999, 638/ 1988, 56/1995, 252/1985 κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση, ανάθεση υπηρεσίας έναντι αμοιβής σε ιδιώτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είναι επιτρεπτή μόνον όταν αφορά σε ιδιαίτερα σοβαρές ή ειδικής φύσεως υποθέσεις, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, προσόντα τα οποία, αποδεδειγμένως, δεν διαθέτει το προσωπικό που ήδη υπηρετεί (βλ. πρ. VII Τμ. 112, 146, 147, 171/2007, 55, 56, 124, 208, 215, 251/2006 και IV Τμ. 94/2003, 19, 70/2002).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τμ.4/99/2014

Ανάληψη υποχρέωσης.Πριν από κάθε ενέργεια για την εκτέλεση οποιασδήποτε δαπάνης του Δημοσίου και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης του αρμόδιου διατάκτη ή του κατά νόμο εξουσιοδοτημένου οργάνου, με την οποία εγκρίνεται η πραγματοποίηση της δαπάνης και δεσμεύεται η αναγκαία πίστωση (δημοσιονομική δέσμευση - άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 2362/1995)». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η μετά την εκτέλεση της δαπάνης έγκριση αυτής από το Διατάκτη δεν επιτρέπεται (βλ. Πραξ. Κλ. Πρ. Ελ. IV Τμ. ΕΣ 94, 62, 46, 38/2013, 8/2014).Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι στην απόφαση ανάληψης υποχρέωσης του αρμόδιου διατάκτη ή στην έγκριση της ανάληψης υποχρέωσης του εποπτεύοντος Υπουργού στην περίπτωση που η αναλαμβανόμενη υποχρέωση υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000 €) ευρώ, αναγράφεται το συνολικό ποσό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός, στην περίπτωση, όμως, που η επιβάρυνση αυτή εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη η αναγραφόμενη στις ανωτέρω αποφάσεις συνολική δαπάνη πρέπει επιπλέον να κατανέμεται κατ’ έτος και να αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που θα βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των περισσοτέρων οικονομικών ετών, στον προϋπολογισμό δε κάθε έτους αποτυπώνεται μόνο το ποσό της επιβάρυνσης που αφορά το συγκεκριμένο έτος, με εγγραφή ισόποσης πίστωσης στον οικείο κωδικό αριθμό εξόδου (Κ.Α.Ε.) του προϋπολογισμού (βλ. Πράξ. Κλ. Προλ.Ελ. IV Τμ. Ελ. Συν. 33/2014 και πρβλ. Απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 23/2012, Πράξεις Ζ Κλ. Ελ. Συν. 38/2013, 5/2014).


ΕλΣυν/Τμ7/359/2009

Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η γενική δημοσιονομική αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων, που άλλωστε διατρέχει και το δημόσιο λογιστικό, όπως και το λογιστικό των λοιπών ν.π.δ.δ. (άρθρα 5, 15 ν. 2362/1995 και 3, 9 ν.δ/τος 496/1974), σύμφωνα με την οποία η πίστωση που εγγράφεται σε κάθε κωδικό αριθμό εξόδων του προϋπολογισμού διατίθεται αποκλειστικά και μόνο για την αντιμετώπιση των δαπανών εκείνων που κατονομάζονται και περιγράφονται στον κωδικό αυτό αριθμό. Όταν μεταξύ του σκοπού της πίστωσης που καθορίζεται με τον προϋπολογισμό, όπως ο σκοπός αυτός εξειδικεύεται με την περιγραφική διατύπωση (κατονομασία) του τίτλου του οικείου κωδικαρίθμου, και του περιεχομένου της δαπάνης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία, τότε η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να βαρύνει τη συγκεκριμένη πίστωση, ενώ τυχόν υπαγωγή της σε αυτή, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης και αποτελεί λόγο διακωλυτικό της πληρωμής της δαπάνης (βλ. Πράξεις 42, 145, 164, 263/2006, 173/2007 VII Τμ., 15/2004 Ι Τμ., 94/2002 IV Τμ. Ελ. Συν. κ.ά.).


ΕΣ/Τμ.1/48/2014

Αμοιβή δικηγόρου.Η απόφαση για την ανάθεση της εντολής απαιτείται να διαλαμβάνει πλήρη και ειδική αιτιολογία με την οποία να καταδεικνύεται τόσο η αδυναμία του δικηγόρου που υπηρετεί στο δήμο με έμμισθη εντολή να χειριστεί την ανατιθέμενη υπόθεση, όσο και η ιδιαίτερη σοβαρότητα και δυσκολία της, το είδος των ειδικών γνώσεων που απαιτεί και επιβάλλουν τον χειρισμό της από δικηγόρο με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία την οποία δεν διαθέτει ο υπηρετών νομικός σύμβουλος, αλλά, αντίθετα διαθέτει ο εντολοδόχος δικηγόρος, επιπλέον δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης που την καθιστούν ιδιαίτερα σημαντική για τα συμφέροντα του δήμου (Ζ΄ Κλιμ. 48/2014, (ΕΣ Ι Τμ. πρ. 236/2010, 196/2009, 185/2011, 98/2012). Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή η αμοιβή του εντολοδόχου δικηγόρου δύναται να καθορίζεται κατά παρέκκλιση των νομίμων αμοιβών που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία πρέπει ομοίως να προηγείται της εντολής (Κ.Π.Ε.Δ. στο Ι Τμ. 250/2013). Όμως, ναι μεν η αμοιβή του εντολοδόχου δικηγόρου εναπόκειται εν προκειμένω στη διακριτική ευχέρεια του ανωτέρω οργάνου, πλην, η άσκηση αυτής ελέγχεται από το Δικαστήριο τούτο ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων της, δηλαδή ως προς την υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της δαπάνης, το οποίο κρίνεται αναλόγως των ειδικών περιστάσεων, και επιβάλλει την επιλογή όχι απλώς των πρόσφορων αλλά των απολύτως αναγκαίων μέσων για την θεραπεία της λειτουργικής ανάγκης του οικείου φορέα (πρβλ. Ι Τμ. 15/2012, IV Τμ. 71/2012, 235, 167, 85/2010, 162, 147, 39/2009). Τούτο δε, ενόψει και των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της οικονομικότητος, που ήδη έχουν αποτυπωθεί νομοθετικά (άρθρο 1 του Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού, ν. 2362/1995, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του ν. 3871/2010), ως μερικότερων εκδηλώσεων του δημοσίου συμφέροντος, που διέπει τη δράση και λειτουργία των υπηρεσιών των Ο.Τ.Α., οι οποίες επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ του νόμου ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων με την κατά το δυνατόν ηπιότερη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητος (πρβλ. Ελ. Συν, πρ. Ι Τμ. 45/2011, 206/1999, 56/1995, 638/1988, πρ. IV Τμ. 50/2005, 74/2004, 86, 94, 106, 209/2003, 19, 21, 70, 105, 124/2002 κ.α.).

ΕΣ/Ζ Κλ/103/2014

Προμήθεια ελαστικών επισώτρων.Επιτροπή συντήρησης κρατικών αυτοκινήτων.Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αλλά και όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η κατά ανωτέρω Επιτροπή, συνιστά το μόνο κατά νόμο αρμόδιο όργανο με αποφασιστική αρμοδιότητα για την προμήθεια των αναγκαίων ανταλλακτικών και ελαστικών επισώτρων με την εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, στην ειδικότερη περίπτωση της επισκευής οχημάτων του Δήμου, που έχουν ήδη παρουσιάσει βλάβη ή έχουν ήδη διαπιστωμένη ανάγκη συντήρησης ή επισκευής και μάλιστα ανεξαρτήτως του ύψους της απαιτούμενης κατά περίπτωση δαπάνης, καθόσον αρμόδιο κατά τα λοιπά όργανο, για τη διενέργεια διαγωνισμών στους Δήμους είναι η οικεία Οικονομική Επιτροπή (βλ. πράξη Κλιμ. VII Τμ. Ελ. Συν. 72/2012 σκ. IV και πράξη VII Τμ. Ελ. Συν. 96/2012, σκ. IV, αλλά και απόφ. VI Τμ. 243/2014, 3462/2012 σχετικές με τη σύναψη συμφωνιών – πλαισίου για την ανάθεση των υπηρεσιών προληπτικής συντήρησης και επισκευής των οχημάτων Ο.Τ.Α.).  Περαιτέρω δε, η προμήθεια των ως άνω ειδών (ήτοι των ανταλλακτικών οχημάτων και των ελαστικών επισώτρων) διενεργείται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί προμηθειών των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού (βλ. απόφ. VI Τμ. 243/2014, 3462/2012, πράξη Κλιμ. VII Τμ. Ελ. Συν. 72/2012, πρβλ. πράξεις VII Τμ. Ελ. Συν. 96, 95/2012, 78/2011, 320, 204, 83/2010, 301/2009, ΙV Tμ. πράξεις 142/2007, 170/2006  κ.α.). 

ΕλΣυν/Τμ.4/174/2010

Κρίσιμος χρόνος για την υποβολή της σύμβασης προς έλεγχο είναι το στάδιο που προηγείται της ανακοίνωσης, στον ανάδοχο, της κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Κανονισμού Προμηθειών Δημοσίου (π.δ. 394/1996), ο οποίος εφαρμόζεται αναλογικά στις διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών/εκτέλεσης εργασιών τροποποίηση ουσιωδών όρων (26/2010 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.), με την ανακοίνωση αυτή ολοκληρώνεται η διαγωνιστική διαδικασία και η σύμβαση θεωρείται έκτοτε συναφθείσα. Ως εκ τούτου, το αναφερόμενο στον προϋπολογισμό της προμήθειας χρηματικό όριο, πέραν του οποίου είναι, επί ποινή ακυρότητας, υποχρεωτική η υπαγωγή στον έλεγχο, συναρτάται με το χρόνο έκδοσης της κατακυρωτικής απόφασης και, για μεν τις διαγωνιστικές διαδικασίες υπηρεσιών των οποίων η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί κατά τη διάρκεια της αναστολής της ισχύος του άρθρου 12 παρ. 27 του ν. 3310/2005 (7.6.2005 - 10.11.2005), ανέρχεται, όπως και υπό το προηγούμενο του νόμου αυτού καθεστώς, σε 1.500.000,00 ευρώ, ενώ για εκείνες των οποίων η διαδικασία ανάθεσής τους ολοκληρώνεται μετά την 10.11.2005, σε 1.000.000,00 ευρώ, μη συνυπολογιζομένου, και στις δύο περιπτώσεις, του Φ.Π.Α. (βλ. την 46/2006 Πράξη VI Τμ. Ελ. Συν. και τις 173/2006, 16/2007, 79/2008 Πράξεις ΙV Τμ. Ελ. Συν.).


ΕΣ/Τ7/78/2008

Ελ.Συν./Τμ.VII/78/2008.Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν.1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2738/1999, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 35 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1416/1984, υπενθυμίζεται ο αναπτυξιακός χαρακτήρας του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (βλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ. Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (βλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 277 παρ. 8 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, επιχορήγηση της δημοτικής επιχείρησης (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (βλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.).


ΕλΣυν/Τμ.4/10/2012

Στη λειτουργική δραστηριότητα των δημοσίων νομικών προσώπων ανάγονται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν το εκ των ειδικών εκάστοτε περιστάσεων αναγκαίο μέτρο, και οι δαπάνες που επιβάλλονται από τους κανόνες της σύγχρονης εθιμοτυπίας, οι οποίοι δεσμεύουν ιδίως φορείς με έντονη κοινωνική και πολιτιστική αποστολή, όπως τα Α.Ε.Ι. (βλ. άρθρο 1 ν. 1268/1982 και ήδη άρθρο 4 ν. 4009/2011, πρβλ και 158/2010 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.).


ΕΣ/Τ4/48/2007

Προμήθειες ειδών που θεωρούνται όμοια ή ομοειδή, σύμφωνα με τις συναλλακτικές αντιλήψεις, τη φύση τους και τη λειτουργικότητά τους. Απαγορεύεται επομένως ο επιμερισμός τέτοιων αγαθών σε μικρότερες ποσότητες ή μερικότερες κατηγορίες και στη συνέχεια η χωριστή διενέργεια περισσότερων απευθείας αναθέσεων ή πρόχειρων διαγωνισμών, με βάση το ύψος κάθε μερικότερης δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής, καθόσον με την τμηματική ανάθεση των όμοιων/ομοειδών αγαθών καταστρατηγείται η θεμελιώδης αρχή της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, που είναι η διενέργεια διαγωνισμού (βλ. Πράξεις IV Τμ. 28, 79/1997, 91/2000, 12, 31, 116/2001, 26, 203/2003, 75, 60, 180/2004, 64, 124, 129/2005, 11,12, 20, 82, 105, 124/2006, 30/2007, κ.ά. ).


ΕλΣυν/Τμ.4/3/2013

Σύμφωνα με την 2043748/519/0026/22-5-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄, 388), που κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 12 του ν. 1881/1990 (ΦΕΚ Α΄, 42), οι διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, που διενεργούνται από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), διέπονται από τις περί προμηθειών διατάξεις του ν. 2286/1995 και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ. 118/2007, αναλόγως εφαρμοζόμενες (Πράξη 84/2012 Κλιμ. IV Τμ. Ελ. Συν., βλ. και Πράξεις 156, 134, 133/2009, 52/2006, 113/2005 κ.ά. IV Τμ. Ελ. Συν.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24 του π.δ. 118/2007 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου (Κ.Π.Δ.)» (ΦΕΚ Α΄, 150), λαμβανομένου υπ’ όψη και του ότι η συμβατική δράση της δημόσιας διοίκησης υπόκειται στη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας, και όχι στον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας του ιδιωτικού δικαίου κατά το άρθρο 361 του Α.Κ., η σύμβαση τροποποιείται, όταν τούτο προβλέπεται από συμβατικό όρο ή όταν συμφωνήσουν προς τούτο τα συμβαλλόμενα μέρη, ύστερα από γνωμοδότηση του αρμοδίου οργάνου. Ακολούθως, η δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών για τροποποίηση όρου ή όρων αυτής, με νεότερη κοινή συμφωνία τους, δεν μπορεί να ανάγεται μέχρι την κατ’ ουσία τροποποίηση ουσιωδών όρων της διακήρυξης - η οποία αποτελεί κανονιστική πράξη - στους οποίους περιλαμβάνεται και η διάρκειά της. Σε καμία, όμως, περίπτωση, ως επιτρεπομένη τροποποίηση αυτής, δεν νοείται η παρεπόμενη ή πρόσθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που έχει αυτοτελή νομική ύπαρξη και αφορά παράταση της συμβατικής διάρκειας της σύμβασης και εντεύθεν της ισχύος αυτής, άλλως θα περιορίζονταν οι κατά νόμο επιβαλλόμενες διαδικασίες για τη σύναψη των διοικητικών συμβάσεων προς βλάβη των συμφερόντων των διενεργούντων αυτές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γίνεται παγίως δεκτό ότι τροποποίηση σύμβασης με νεότερη πρόσθετη συμφωνία των συμβαλλομένων, αφορώσα παράταση ισχύος της με χρονική διεύρυνση της συμβατικής διάρκειάς της, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στην κείμενη νομοθεσία και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. Πράξεις IV Τμήματος 169, 110/2011, 141/2010, 55/2007, 175/2006, 121/2003).


ΕλΣυν/Επταμ/3053/2011

Συμπληρωματικές συμβάσεις,παράταση προθεσμίας.Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. Πρ. VI Τμ. Ελ. Συν. 232, 216, 198, 192 και 98/2006, 108/2007, απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2069/2010). Ομοίως, δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης, καθόσον οι εργασίες που οφείλονται στα ανωτέρω καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066, 286, 285/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ. 2066, 286, 285, 136/2010).