Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.VI/1071/2016

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 60/2007, 4067/2012, 3669/2008

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: Ζητείται η ανάκληση της 8/2015 πράξης (.....)Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για εκτέλεση έργου, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο άρθρο 6 της προαναφερόμενης προγραμματικής σύμβασης. Η σύμβαση,  βέβαια, έχει μικτό χαρακτήρα,  κατά το μέρος που με αυτήν προβλέπεται η προμήθεια και τοποθέτηση των προαναφερθέντων υλικών (βλ. σκέψη ΙΙΙ Β), το οποίο, όμως, έχει προφανώς παρακολουθηματικό χαρακτήρα και δεν μεταβάλλει τη φύση αυτής ως σύμβασης δημοσίου έργου, δεδομένου ότι εκείνο το χαρακτηριστικό που είναι κύριο, αποτελεί δηλαδή τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίον διαρθρώνεται όλη η σύμβαση και προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής εξέτασής της, με βάση τις ουσιώδεις υποχρεώσεις που υπερισχύουν, είναι η ολική ανακατασκευή του σταδίου. Κατά συνέπεια, το Τμήμα κρίνει ότι, εν προκειμένω, εφαρμοστέες ήταν αποκλειστικά οι διατάξεις του Κ.Δ.Ε., εν όψει του ύψους της προϋπολογισθείσας δαπάνης, το οποίο είναι κατώτερο του ποσού των 5.186.000 ευρώ, που ορίζεται ως όριο άνω του οποίου εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, η δε διαγωνιστική διαδικασία έπρεπε να διενεργηθεί με βάση το σχετικό πρότυπο τεύχος διακηρύξεων.Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.Μειζ.Επταμ.Συνθ/1182/2015

Απόφαση επί της αμφισβητήσεως που δημιουργήθηκε σχετικά με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 του π. δ. 60/2007, λόγω της έκδοσης των 215/2014 και 410/2014 αντίθετων Πράξεων του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, (...) . Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΚ, ο ορισμός μιας δημόσιας σύμβασης ως σύμβασης έργου, προμηθειών και υπηρεσιών ανάγεται στο κοινοτικό δίκαιο και δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό αυτής με βάση την εθνική νομοθεσία (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.7.2007, C-382/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 30). Εξάλλου, όταν η σύμβαση περιλαμβάνει τόσο στοιχεία σύμβασης έργου, όσο και στοιχεία άλλου τύπου δημόσιας σύμβασης (μικτή σύμβαση), το στοιχείο που καθορίζει ποιες είναι οι εφαρμοστέες διατάξεις της κοινής, και για τους τρεις τύπους συμβάσεων της οδηγίας 2004/17ΕΚ, είναι εκείνο της σύμβασης που είναι κύριο, το κεντρικό δηλ. στοιχείο γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η σύμβαση. Το κύριο αντικείμενο της σύμβασης προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής εξέτασης του συνόλου της σύμβασης. Ο προσδιορισμός γίνεται με βάση τις ουσιώδεις υποχρεώσεις που υπερισχύουν και οι οποίες ακριβώς χαρακτηρίζουν τη σύμβαση, σε αντίθεση με αυτές που έχουν απλώς παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα, ενώ η οικονομική αξία αυτών δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό, αλλά είναι ένα κριτήριο, το οποίο συνεκτιμάται με τα λοιπά (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.1.2007, C-220/05, Jean Auroux κλπ. κατά Commune de Roanne, σκ. 37-41, απόφαση της 21.2.2008, C-412/04, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 47-52, απόφαση της 19.4.1994, C-331/92, Gestion Hotelera International SA κλπ. σκ. 23-29, ΕΣ Τμ.Μείζ. Σύνθ. 1856/2011, αλλά και ΣτΕ 2387/2009, 717/2011).(..)Κατά συνέπεια, η δημιουργηθείσα αμφισβήτηση από τις 215 και 410/2014 αντίθετες πράξεις του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, θα πρέπει να αρθεί υπέρ της άποψης της 215/2014 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου, ότι δηλαδή το υπό έλεγχο σχέδιο προγραμματικής σύμβασης αφορά σε εκτέλεση δημοσίου έργου. Παραπέμπει δε, την υπόθεση στο Ε΄ Κλιμάκιο, προκειμένου να διενεργηθεί επί του σχεδίου της ως άνω προγραμματικής σύμβασης ο έλεγχος νομιμότητας αυτού.


ΕΣ/Ζ ΚΛΙΜ/79/2009

Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της έννοιας των ανωτέρω συμβάσεων παραχώρησης είναι το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου ή της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής. Στην περίπτωση, όμως, που η λειτουργία και εκμετάλλευση του παραχωρηθέντος έργου συνιστά παράλληλα και εκτέλεση υπηρεσίας, δηλαδή, εφόσον η λειτουργία του έργου εξυπηρετεί ή συνδέεται με τη λειτουργία ορισμένης υπηρεσίας, την παροχή της οποίας αναλαμβάνει ο ανάδοχος υποκαθιστώντας την αναθέτουσα αρχή, τότε η σύμβαση παραχώρησης δημοσίου έργου αποτελεί ταυτόχρονα και σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου. Στη σύμβαση αυτή, η λειτουργία της παραχωρηθείσας υπηρεσίας συνίσταται στην εκμετάλλευση, χάριν του κοινού, των δημοσίων έργων που κατασκευάστηκαν από τον ανάδοχο, δηλαδή ο ανάδοχος της σύμβασης παραχώρησης αναλαμβάνει να υλοποιήσει με δικά του έξοδα τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία της υπηρεσίας και για τη λειτουργία αυτής εντός μιας μακράς χρονικής περιόδου. Η εν λόγω σύμβαση αποτελεί μικτή σύμβαση, δηλαδή ενιαία σύμβαση που εμφανίζει μία σύνθεση στοιχείων που ανήκουν σε περισσότερα είδη συμβάσεων. Σύμφωνα με τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το προαναφερόμενο π.δ/μα 60/2007, εφόσον τα έργα γίνονται επικουρικώς και δεν αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως σύμβασης δημοσίων έργων. Συναφώς, το Δ.Ε.Κ. έκρινε (βλ. απόφαση της 19.4.1994, C-331/92), ότι εφόσον σε μία μικτή σύμβαση οι τεχνικές εργασίες έχουν παρεπόμενο μόνο χαρακτήρα σε σχέση με το κύριο αντικείμενό της, τότε το σύνολο του διαγωνισμού αυτού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση δημοσίων έργων. Επομένως, στις περιπτώσεις που η προβλεπόμενη εκτέλεση έργων έχει παρεπόμενο μόνο χαρακτήρα ενώ το κύριο αντικείμενο της σύμβασης είναι η παραχώρηση υπηρεσιών, τότε πρόκειται για σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών κι όχι για σύμβαση παραχώρησης έργου. Ως εκ τούτου, πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να προσδιορίζεται αν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης είναι η κατασκευή ενός έργου ή η παροχή υπηρεσιών ή, αντίθετα, αν η κατασκευή του έργου ή παροχή των υπηρεσιών έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης. Συνεπώς, στην περίπτωση που η κατασκευή του έργου αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την εκμετάλλευση της παραχωρούμενης υπηρεσίας, τότε πρόκειται για σύμβαση παραχώρησης υπηρεσίας, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ/τος 60/2007. (Βλ. 209/2008 πράξη παρόντος Κλιμακίου, βλ. και Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο, ΕΕ C 121/29.4.2000, Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Ενίσχυση του δικαίου παραχωρήσεων και συμβάσεων Δημοσίων και Ιδιωτικών Συμπράξεων", ΕΕ C 14/16.1.2001, σελ. 91 επ., Ε.Α ΣτΕ 119/1999, 791/2002, 543/2003, Ε. Τροβά – Δ. Κούτρας, Η κατασκευή του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, Ι. Γκιτσάκης, Η παραχώρηση της δημόσιας υπηρεσίας και δημοσίου έργου, Σ. Παναγόπουλος, Η Σύμβαση παραχώρησης δημοσίου έργου στην κοινοτική και ελληνική έννομη τάξη, σε Κοινοτικό Δίκαιο 25 χρόνια εφαρμογής στην Ελλάδα, σελ. 83 επ.).


ΕΣ/ΤΜ.6/2121/2015

ΕΡΓΑ.(συμπληρωματικές συμβάσεις). ζητείται η ανάκληση της 462/2014 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής με το οποίο κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης του έργου...(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη (ΙΙ.Β), το Τμήμα κρίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση του συνταγματικά προβλεπόμενου προσυμβατικού ελέγχου, δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και ως εκ τούτου, στην περίπτωση που προηγήθηκε νομίμως η γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτής (της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.), τούτο δεν κωλύεται να εξετάσει και να κρίνει εξ υπαρχής τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη νόμιμη προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης και τη σύναψη, περαιτέρω, της 2ης Σ.Σ.Ε.. Κατά συνέπεια, ορθώς εγκρίθηκε η σύναψή της και ακολούθως νομίμως υποβλήθηκε το σχέδιο της ελεγχόμενης σύμβασης στο αρμόδιο Ε΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γενομένου δεκτού, του σχετικού ισχυρισμού της αιτούσας...(..). Περαιτέρω, ως προς το μέρος των περιλαμβανομένων στην επίμαχη σύμβαση εργασιών που έχουν ήδη εκτελεστεί ως επείγουσες πρόσθετες εργασίες το Τμήμα κρίνει ότι μη νομίμως περιλαμβάνονται στο αντικείμενο αυτής. Τούτο δε, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ομολογείται ρητώς στην κρινόμενη αίτηση, αυτές έχουν ήδη εξοφληθεί, με συνέπεια να μην είναι δυνατό να καταστούν πλέον αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης..Ειδικότερα, προκειμένου η πληρωμή των εργασιών αυτών να καταστεί δυνατή μέσω συμπληρωματικής σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή οφείλει αμέσως μετά την εκτέλεσή τους να συντάξει Α.Π.Ε., στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι εργασίες αυτές. Λόγω, δε, της σαφούς νομοθετικής διάκρισης μεταξύ των προϋποθέσεων ανάλωσης του κονδυλίου των απρόβλεπτων δαπανών και της σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης, δεν επιτρέπεται εργασίες που μπορούν να συμπεριληφθούν σε Σ.Σ.Ε. να πληρώνονται μέσω του κονδυλίου των απροβλέπτων. Ούτε, άλλωστε, είναι δυνατό σε περίπτωση ανάλωσης του ανωτέρω κονδυλίου για την πληρωμή υπερσυμβατικών επειγουσών πρόσθετων εργασιών, να συναφθεί μεταγενέστερα η Σ.Σ.Ε., ώστε το συμβατικό αντάλλαγμα αυτής να χρησιμοποιηθεί για τη λογιστική τακτοποίηση του κονδυλίου των απροβλέπτων..(..)Τέλος, ως προς τις λοιπές μη εκτελεσθείσες εργασίες, που αφορούν την αποκατάσταση του δεξιού αντερείσματος, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση...έλαβαν χώρα νέα πραγματικά περιστατικά στην περιοχή εκτέλεσης του έργου. Ειδικότερα, κατά τη χειμερινή περίοδο 2010 – 2011 σημειώθηκε νέα θραύση του πρανούς στο δεξιό αντέρεισμα του φράγματος στην περιοχή κατολίσθησης...Σημειώνεται δε, ότι κατά την ίδια περίοδο τα επίπεδα των βροχοπτώσεων εξακολούθησαν να είναι ασυνήθιστα υψηλά για την περιοχή με βάση τα διαχρονικά μετεωρολογικά δεδομένα, γεγονός που επέτεινε τα κατολισθητικά φαινόμενα,....Κατά συνέπεια, οι επίμαχες εργασίες, που οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις καθώς και η εκτέλεσή τους που είναι απολύτως αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου, νομίμως περιλαμβάνονται στην επίμαχη 2η Σ.Σ.Ε.. (..) Ανακαλεί εν μέρει την 462/2014 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό....Αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 2ης Σ.Σ.Ε. μεταξύ του αιτούντος και της παρεμβαίνουσας κατά το μέρος που αφορά στις εργασίες για την αποκατάσταση της κατολίσθησης του δεξιού αντερείσματος του έργου

Μη αναθεωρητέα με την ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/6024/2015

 

ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)137/2014

ΕΡΓΑΣΙΕΣ – ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ:Νόμιμη η καταβολή μέρους δαπάνης από Δήμο σε ιδιωτική εταιρεία για περιφράξεις κοινόχρηστων και δημοτικών χώρων, καθόσον είναι νόμιμη η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθ.83 ν.2362/95 και το άρθρο 1 της κατ’εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας 35130/739/9.8.2010 Υ.Α,, αφού παρά το ότι έχει μικτό χαρακτήρα, δηλαδή της προμήθειας των υλικών περίφραξης και των εργασιών τοποθέτησης αυτών, προέχων όμως χαρακτήρας και κύριο αντικείμενό της ανάθεσης είναι η εκτέλεση από τον ανάδοχο των εργασιών περίφραξης και όχι η προμήθεια των υλικών. Ο χαρακτήρας της ως άνω σύμβασης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι εκδόθηκε τιμολόγιο πώλησης και όχι τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών.


ΣΤΕ/ΕΑ/228/2013

Έργο διαπλατύνσεως διάυλου...Επειδή, περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι εντός του κατατεθέντος φακέλου της προσφοράς είχε το σύνολο των απαιτουμένων από την διακήρυξη 618 μηχανοσήμων, προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού υπέβαλε, με το από 7.6.2013 υπόμνημά της ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών, δύο ένορκες βεβαιώσεις, μιάς υπαλλήλου και ενός συνεργάτη της, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι στον φάκελο της προσφοράς είχαν τοποθετηθεί 620 μηχανόσημα, ήτοι δύο παραπάνω από τα απαιτούμενα από την διακήρυξη. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος, διότι με τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις δεν ανατρέπεται, πάντως, το πραγματικό γεγονός ότι επί του εντύπου της οικονομικής προσφοράς της αιτούσης είναι επικολλημένα 608 ένσημα. Τέλος, αν έχει την έννοια ότι προβάλλει μη τήρηση του ενιαίου μέτρου κρίσεως, είναι απορριπτέα και η περαιτέρω αιτίαση, ότι η Επιτροπή του Διαγωνισμού δεν ετήρησε αυστηρή τυπικότητα με το να δεχθεί από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο την δήλωση παραιτήσεως άλλου διαγωνιζομένου (της εταιρείας “…”) από ενστάσεις κατά του αποκλεισμού του, ο οποίος είχε χωρήσει λόγω εκπροθέσμου υποβολής της προσφοράς του άλλου αυτού διαγωνιζομένου. Και τούτο, λόγω της προδήλου ελλείψεως ταυτότητος των συνθηκών στις δύο περιπτώσεις.


ΔΕΚ/Τ-195/2005

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)


ΕλΣυν.Κλ.Ε/423/2013

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ:Με τα δεδομένα αυτά δεν προκαλείται ζήτημα νόθευσης του ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για ουσιώδεις τροποποιήσεις κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης που κωλύουν την υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου Συμφωνίας. Στο συμπέρασμα δε αυτό καταλήγει και το MARKT C2/ZDH/cds(2013)3283241/25.9.2013 έγγραφο του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο αναφέρεται ότι οι τροποποιήσεις που προτείνονται για την Σύμβαση Παραχώρησης «θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές με το δίκαιο των συμβάσεων της Ένωσης». Τέλος, διευκρινίζεται ότι οι λοιπές μη αναφερόμενες στην παρούσα τροποποιήσεις έχουν επίσης μη ουσιώδη χαρακτήρα και δεν αναιρούν την ανωτέρω κρίση. Κατά συνέπεια, δεν κωλύεται η σύναψη του ελεγχόμενου σχεδίου Συμφωνίας Τροποποίησης.


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΔΕΚ/C-360/1996

Περίληψη 5 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που ορίζει ότι «ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα», έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης εισήγαγε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Η έννοια των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα καλύπτει και τις ανάγκες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι υπάρχει ανταγωνισμός δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου να καθορίζει τη στάση του με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως. Η ύπαρξη ανταγωνισμού δεν στερείται, ωστόσο, παντελώς σημασίας προκειμένου να κριθεί κατά πόσον μια ανάγκη γενικού συμφέροντος έχει μη βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Οι τελευταίες αυτές ανάγκες εξυπηρετούνται κατά κανόνα κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά. Πρόκειται κατά κανόνα για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, επιλέγει να ικανοποιήσει το ίδιο το κράτος ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. Η αποκομιδή και η επεξεργασία των οικιακών απορριμμάτων μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ανάγκη γενικού συμφέροντος. Επειδή ενδέχεται η ανάγκη αυτή να μη μπορεί να ικανοποιηθεί στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητος για λόγους δημόσιας υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος μέσω υπηρεσιών αποκομιδής προσφερομένων εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στους ιδιώτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η δραστηριότητα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων ως προς τις οποίες το κράτος μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να ασκούνται από δημόσιες αρχές ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. 6 Η εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο ορίζει ότι «[η οδηγία] δεν εφαρμόζεται για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών με φορέα που αποτελεί ο ίδιος αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ββ», εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει το αποκλειστικό δικαίωμα του οργανισμού συμβιβάζονται με τη Συνθήκη. Η προστασία των ανταγωνιστών των οργανισμών δημοσίου δικαίου εξασφαλίζεται από τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης. 7 Η ιδιότητα ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εξαρτάται από το τμήμα που αντιπροσωπεύει η εξυπηρέτηση αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα σε σχέση προς την όλη δραστηριότητα του εν λόγω οργανισμού. Είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός ότι ένα χωριστό νομικό πρόσωπο το οποίο μετέχει στον ίδιο ενιαίο οικονομικό όμιλο με τον οργανισμό αυτόν ασκεί εμπορικές δραστηριότητες. 8 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ή η απουσία αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα εκτιμώνται αντικειμενικά, η δε νομική μορφή των διατάξεων στις οποίες διατυπώνονται οι ανάγκες αυτές δεν έχει, ως προς το ζήτημα αυτό, σημασία.


ΕΣ/ΤΜ.6/405/2017

Ανάθεση των υπηρεσιών καθαρισμών ρεμάτων.Ζητείται η ανάκληση της 2/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...) Με δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι η προϋπολογισθείσα δαπάνη της ελεγχόμενης σύμβασης υπερβαίνει το κατώτερο όριο των 209.000,00 ευρώ, το Τμήμα κρίνει, κατ΄αρχάς, ότι ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής θα καθορισθεί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ), με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Δοθέντος δε, ότι αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης είναι ο καθαρισμός ρεμάτων στην πλημμυρόπληκτη περιοχή του Δήμου Οιχαλίας, το οποίο περιλαμβάνει εργασίες καθαρισμού κοιτών από αυτοφυή βλάστηση και φερτά υλικά καθώς και την εκτέλεση τεχνικών εργασιών αποκατάστασης παλαιών τεχνικών έργων, διαμόρφωσης, ενίσχυσης και αντιστήριξης των κοιτών και των πρανών ενός μεγάλου δικτύου ποταμών και ρεμάτων, έχει μικτό χαρακτήρα δημόσιας σύμβασης έργου και υπηρεσιών, ο προέχων χαρακτήρας της οποίας δεν είναι η παροχή υπηρεσιών καθαρισμού των ποταμών χειμάρρων και ρεμάτων από την αυτοφυή βλάστηση και τα φερτά υλικά από τις κοίτες τους, οι οποίες έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και εκτελούνται εν είδει προετοιμασίας για τις τεχνικές επεμβάσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν, αλλά η κατασκευή ενός πλήρους λειτουργικού έργου, το οποίο επιτελεί μια τεχνική λειτουργία, ως προϊόν των εργασιών που θα εκτελεστούν και συνίσταται στην κατασκευή ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την εξασφάλιση της φυσικής και ομαλής ροής και απορροής των υδάτων και την αποτροπή υπερχειλίσεων ή πλημμυρών μέσω της αποκατάστασης των κατεστραμμένων τεχνικών έργων, της κατασκευής νέων και της έντεχνης διαμόρφωσης των κοιτών και των πρανών σε ένα ευρύτατο υδάτινο πλέγμα ποταμών, ρεμάτων και χειμάρρων της ήδη πληγείσας από πλημμύρες γεωγραφικής περιοχής του Δήμου Οιχαλίας. Για την κατασκευή του συστήματος αυτού, η επίμαχη διακήρυξη προβλέπει την εκτέλεση εργασιών (κατασκευή τεχνικών έργων και αποκατάσταση παλαιών, εκβαθύνσεις-διαπλατύνσεις κοιτών ποταμών ή ρεμάτων με χρήση ειδικού μηχανικού εξοπλισμού, αντιστήριξη των κοιτών και των πρανών με την κατάλληλη απόθεση υλικών, κατασκευή και εγκατάσταση φατνών αντιστήριξης και λοιπές κατασκευές από σκυρόδεμα), που υπάγονται στην έννοια του δημοσίου έργου και η εκτέλεση των οποίων είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση ενός ολοκληρωμένου τεχνικού αποτελέσματος, στο οποίο απέβλεψε η αναθέτουσα αρχή. Ως εκ τούτου, η ελεγχόμενη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έχει χαρακτήρα, προεχόντως, δημόσιας σύμβασης έργου, χαρακτηρισμός που επιρρωνύεται και από την ανάλυση του τιμολογίου σε σχέση με τον προϋπολογισμό του έργου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα και από την αιτούσα. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η προϋπολογισθείσα δαπάνη της ελεγχόμενης σύμβασης έργου είναι κατώτερη του ορίου των 5.225.000,00 ευρώ, η σύναψή της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αλλά διέπεται από τις διατάξεις της Κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής Δημοσίων Έργων (ν. 3669/2008, Α΄ 116 «ΚΔΕ») , στο πεδίο εφαρμογής της οποίας εμπίπτουν και τα έργα των περιφερειών σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 αυτής, και τους όρους της οικείας διακήρυξης, και όχι από τον αναλογικώς εφαρμοζόμενο για τις διαδικασίες ανάθεσης υπηρεσιών «Κανονισμό Προμηθειών του Δημοσίου» (π.δ. 118/2007, Α΄150), όπως εσφαλμένα έκρινε το Κλιμάκιο. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, δεν συντρέχουν οι διαπιστωθείσες από το Κλιμάκιο ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες και το ελεγχόμενο έργο ορθώς δημοπρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΔΕ, με βάση το σχετικό πρότυπο τεύχος διακήρυξης τύπου Β΄ (βλ. σχετ. τα δημοσιευθέντα στο ΦΕΚ Β΄/311/15.2.2016 πρότυπα τεύχη διακηρύξεων, που ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της οικείας διακήρυξης – βλ. επίσης ΕΣ Τμ. Μειζ. Επταμ. Συνθ. 34/2013, 609/2012, VI Tμ. 6061/2015), χωρίς να χρειάζεται, λόγω του χαμηλού προϋπολογισμού του, δημοσίευση περίληψης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τήρηση των απαιτουμένων προς τούτο προθεσμιών, ενώ περαιτέρω ορθώς ο προϋπολογισμός του επιβαρύνθηκε με κόστος γενικών εξόδων, εργολαβικού οφέλους, απρόβλεπτων και αναθεώρησης.Κατόπιν αυτών, η αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η 2/2017 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου και το σχέδιο σύμβασης που είναι σύμφωνο με τους όρους διακήρυξης και τα λοιπά συμβατικά τεύχη του διαγωνισμού, να υπογραφεί, υπό τον όρο ότι θα συμπληρωθεί ο αριθμός της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης που οφείλει να καταθέσει ο ανάδοχος του έργου καθώς και το ποσό αυτής, το οποίο θα ανέρχεται σε ποσοστό 5% επί της αξίας της σύμβασης, χωρίς Φ.Π.Α. (άρθρο 17 της διακήρυξης), ήτοι ποσό 17.073,17 ευρώ (341.463,42 Χ 5%).