ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/451/2025
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Η απόφαση (451/2025) του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης και ανάκτησης ποσού 61.601,84 ευρώ από δικαιούχο αγροτουριστικού έργου. Η ανάκτηση επιβλήθηκε λόγω φερόμενης μεταβολής της χρήσης της ενισχυόμενης επένδυσης, καθώς διαπιστώθηκαν μακροχρόνιες μισθώσεις δωματίων (άνω των 90 ημερών), κατά παράβαση του ν. 2160/1993 και των όρων ένταξης. Το Δικαστήριο δέχθηκε την αναίρεση. Έκρινε ότι οι εθνικές διατάξεις που όριζαν ως έναρξη της πενταετίας τη λήξη του έργου ήταν μη εφαρμοστέες (αντίθεση με τον Κανονισμό 1260/1999). Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι η εκμίσθωση σε τρίτο δεν συνιστά αυτομάτως σημαντική τροποποίηση της επένδυσης, αλλά απαιτείται κρίση βασισμένη στα κοινοτικά κριτήρια του άρθρου 30 παρ. 4 του Κανονισμού 1260/1999. Συνεπώς, αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα για επανεξέταση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/370/2024
Η απόφαση (370/2024) του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε Γ΄ Ελάσσονα Ολομέλεια αφορά την αίτηση αναίρεσης κατά της 236/2019 απόφασης του Ι Τμήματος, η οποία επικύρωσε καταλογισμό δημοσίου χρήματος ύψους 91.872,67 ευρώ σε βάρος ιδιώτη επενδυτή. Ο καταλογισμός επιβλήθηκε λόγω αλλαγής χρήσης ενισχυόμενης επένδυσης (τουριστικές κατοικίες) εντός της πενταετούς περιόδου δέσμευσης. Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση, κρίνοντας ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 30 παρ. 4 του Κανονισμού 1260/1999. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η κρίσιμη πενταετία ξεκινά από την έγκριση της χρηματοδότησης (15.6.2005) και όχι την ολοκλήρωση της επένδυσης (5.5.2008), ενώ η εκμίσθωση δεν απαγορεύεται άνευ άλλου τινός, παρά μόνο αν συνεπάγεται «σημαντική τροποποίηση» σύμφωνα με τα κριτήρια του ενωσιακού δικαίου. Η υπόθεση αναπέμπεται στο αρμόδιο Τμήμα για να κριθεί εκ νέου η ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης, λαμβάνοντας υπόψη τα ορθά κοινοτικά κριτήρια.
ΝΣΚ/254/2014
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αγροτική Ανάπτυξη-Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου» - «ενίσχυση τουριστικών δραστηριοτήτων» - Δημόσια επιχορήγηση για την κατασκευή τουριστικής επιπλωμένης έπαυλης - Έλεγχος τήρησης των μακροχρόνιων υποχρεώσεων των δικαιούχων - Επιστροφή του ποσού της επιχορήγησης.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η επιδοτηθείσα τουριστική επιπλωμένη έπαυλη αποτελεί τουριστικό κατάλυμα ενιαίου χώρου, ο οποίος πρέπει να μισθώνεται ενιαία και κατά συνέπεια η τμηματική, ανά δωμάτια ή ανά κλίνες μίσθωσή της, αναιρεί τον χαρακτηρισμό αυτής ως τουριστικής επιπλωμένης έπαυλης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 του ν. 2160/1993 και στο άρθρο 2 παρ.ε’ της ΚΥΑ 471/2002. Επομένως για όσο διάστημα η έπαυλη δεν μισθωνόταν ενιαία, μεταβαλλόταν η χρήση της ενισχυόμενης επένδυσης για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Επειδή δε, ευθύς εξ αρχής, η έπαυλη δεν μισθωνόταν ενιαία, και πάντοτε η μίσθωση γινόταν ανά δωμάτιο, η μεταβολή της χρήσης ήταν διαρκής. Η μίσθωσή της για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών κάθε φορά, αναιρεί τον χαρακτηρισμό της ως τουριστικού καταλύματος, σύμφωνα με την παρ.7 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993. Υποχρέωση επιστροφής όλου του ποσού της επιχορήγησης. (ομοφ.)
ΣΤΕ/1224/2019
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Φ81.2(2.1.3)/4313/35/24.2.2011 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με θέμα «Απένταξη από τη Δράση 2.1.3 του έργου της εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.” με τίτλο “Επένδυση εξοικονόμησης ενέργειας στο στάδιο παραγωγής φύτρου”. Η απένταξη αποφασίσθηκε λόγω μη τήρησης του όρου της πενταετούς λειτουργίας της επένδυσης, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό ΕΚ 1260/1999 (άρ. 30 παρ. 4) και τον Οδηγό Ενεργειακών Επενδύσεων (άρ. 6 παρ. 3).(....)Εξάλλου, η κατ’ επιλογή της αιτούσας υπαγωγή της στις διατάξεις των Κανονισμών 320/2006 και 968/2006 και η ανάληψη της υποχρέωσης διάλυσης των εγκαταστάσεών της δεν αποτελεί λόγο μη εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού 1260/1999, αφού, άλλωστε, η υπαγωγή αυτή δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά αποτέλεσε επιχειρηματική επιλογή της αιτούσας, η οποία προέβη σε μετεγκατάσταση της δραστηριότητάς της σε άλλο κράτος, αβασίμως δε προβάλλονται τα αντίθετα. Εν όψει τούτων, αβασίμως προβάλλεται ότι η διαταχθείσα επιστροφή δεν πρέπει να αφορά το σύνολο του καταβληθέντος ποσού, αλλά μόνο αυτό που αναλογεί στον χρόνο που δεν διατηρήθηκε η παραγωγική δραστηριότητα, δοθέντος ότι η επιστροφή του συνόλου του ποσού προβλέπεται ρητώς στους όρους της χρηματοδότησης, ενώ προκύπτει και από τη φύση του εν λόγω όρου, ο οποίος αποβλέπει στο αποτέλεσμα, το οποίο επέρχεται με τη λειτουργία της επιχείρησης για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Απορρίπτει την αίτηση.
ΝΣΚ/180/2016
Μειωμένη επισκεψιμότητα τουριστικού καταλύματος στη Νίσυρο συγχρηματοδοτηθέντος από το Γ' Κ.Π.Σ. (2000-2006) - Τήρηση των μακροχρόνιων υποχρεώσεων – Ενδεχόμενο επιστροφής της δημόσιας επιχορήγησης.(...)Η μειωμένη επισκεψιμότητα και τα μειωμένα - σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο φάκελο υποψηφιότητας - έσοδα του επενδυτικού σχεδίου, θα μπορούσε να κριθεί ότι επηρεάζουν τους όρους πραγματοποίησης της επένδυσης, συνιστώντας μη τήρηση των μακροχρόνιων υποχρεώσεων, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1848/21-02-2008 απόφαση έγκρισης και τον Κανονισμό 1260/1999, ανάλογα με την εκτίμηση της ερωτώσας Υπηρεσίας και το πόρισμα του οριστικού ελέγχου για τη σοβαρότητα της τροποποίησης της πράξης ή της παρατυπίας. Περαιτέρω, αν προκύψει ότι στο πρόσωπο της τελικής αποδέκτριας-δικαιούχου εταιρείας συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 της υπ’ αριθ. 1848/21-2-2008 απόφασης έγκρισης, πρέπει να επέλθουν οι προβλεπόμενες συνέπειες, ήτοι η μη διατήρηση της πράξης στο Πρόγραμμα και η μερική ή ολική επιστροφή των ποσών της δημόσιας επιχορήγησης (πλειοψ).
ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/2050/2020
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση: 1) της 15364/18.8.2015 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και 2) της εγκριθείσας στις 14.7.2014 από τον Ειδικό Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου(..)Ακολούθως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πάσχει νομίμου ερείσματος, καθόσον κύρια νομική βάση της έκδοσής της αποτελεί η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993, η οποία κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, το μεν δεν παραβιάσθηκε, αφού κατ’ ουσίαν είχαν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ακινήτου ως τουριστικού καταλύματος και, το δε, κατά το χρόνο έκδοσής της ή τουλάχιστον επίδοσης αυτής (16.11.2015) είχε καταργηθεί. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του κρίνεται κατά πλειοψηφία ομοίως ως απορριπτέος εφόσον η έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 9 είναι σαφής, και συνεπώς κατά πλάσμα του νόμου απεκδύθη του χαρακτηρισμού του ως τουριστικού καταλύματος το ακίνητο της εκκαλούσας που εκμισθώθηκε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών, ενώ κατά την μειοψηφούσα άποψη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10 το ακίνητο ουδέποτε απώλεσε τον χαρακτήρα του ως τουριστικό κατάλυμα. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον κρίσιμος εν προκειμένω είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο χρόνος έκδοσης της 287248/11452/24.8.2004 απόφασης ένταξης του επενδυτικού σχεδίου της εκκαλούσας στον άξονα 7 του Ε.Π. «Αγροτική Ανάπτυξη-Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006», κατά τον οποίο και ήταν σε ισχύ η ανωτέρω διάταξη, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 του άρθρου 21 του ν. 2741/1999. Τούτο δε έως την 1.1.2015, οπότε και η επίμαχη διάταξη καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 51 του ν. 4276/2014 Α΄155 (στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλεπόταν ότι, ακίνητο που εκμισθώνεται για προσωρινή διαμονή του μισθωτή έως για χρονικό διάστημα μικρότερο των 30 ημερών, θεωρείται τουριστικό κατάλυμα, ενώ, ήδη από 7.4.2014, η επίμαχη ως άνω διάταξη της παρ.7 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 είχε αντικατασταθεί με την περ. 2 της υποπαρ. ΙΔ1της ΠΑΡ. ΙΔ του ν. 4254/2014, Α΄85/7.4.2014 ως εξής : «Ακίνητο που εκμισθώνεται για προσωρινή διαμονή του μισθωτή για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριάντα (30) ημερών θεωρείται τουριστικό κατάλυμα», καταργουμένων εν τέλει αμφοτέρων των ως άνω διατάξεων -και των αντίστοιχων προβλεπόμενων σε αυτές χρονικών περιορισμών- των άρθρων 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993 και 2 παρ. 1 του ν. 4276/2014 ήδη από 1.11.2015, δυνάμει της παρ.4 της υποπαρ. Α3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, Α΄94/14.8.2015). Ωστόσο, ουδεμία των ως άνω τροποποιήσεων καταλαμβάνει ούτε αφορά στον κρίσιμο χρόνο ένταξης του επίμαχου επενδυτικού σχεδίου στο Ε.Π., ούτε καν στο ελεγχόμενο διάστημα τήρησης μακροχρόνιων υποχρεώσεων (15.1.2009 έως 15.1.2014), μη δυνάμενης να προβληθεί βασίμως, κατ’ εκτίμηση του σχετικού λόγου, τυχόν πρόκληση στην εκκαλούσα σύγχυσης περί του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου.Περαιτέρω η εκκαλούσα προβάλλει αντιφατικότητα και έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης. Ωστόσο, από την προσβαλλομένη, με την ειδικότερη αναφορά αυτής στην οικεία έκθεση ελέγχου στην οποία ερείδεται και της οποίας η εκκαλούσα έλαβε έγκαιρα πλήρη γνώση, ασκώντας τα δικαιώματα άμυνάς της, προκύπτει κατά τρόπο σαφή η συλλογιστική του εκδόντος την προσβαλλομένη οργάνου, ως προς τους λόγους που δικαιολογούν την αναλογική επιστροφή μέρους της καταβληθείσας ενίσχυσης, και δη αντιστοίχως της διαπιστωθείσας απόκλισης από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις περί διενέργειας τουριστικών μισθώσεων, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της περαιτέρω διευκρίνισης του αχρεώστητου ή παράνομου χαρακτήρα της καταβολής, δεδομένου ότι επισύρουν την αυτή συνέπεια της επιβολής της δημοσιονομικής διόρθωσης. Ειδικότερα, η επιστροφή μέρους της ενίσχυσης δικαιολογείται από το ότι και οι 6 κατοικίες είχαν εκμισθωθεί με συνεχόμενη μακροχρόνια μίσθωση, η οποία, όπως σαφώς προκύπτει από την έκθεση ελέγχου και δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα, υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση τους 30 μήνες. Ως εκ τούτου, με νόμιμη αιτιολογία η προσβαλλομένη, αφού προσδιόρισε με σαφήνεια την αποδιδόμενη στην εκκαλούσα παρατυπία, συνιστάμενη σε αλλαγή χρήσης της επένδυσης, έκρινε ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις του ν. 2160/1993, τα ανωτέρω ακίνητα δεν θεωρούνται τουριστικά καταλύματα, καθώς αποδεδειγμένα εκμισθώθηκαν για διαμονή του μισθωτή για διάστημα που υπερβαίνει κατά πολύ τις προβλεπόμενες στο νόμο 90 ημέρες (ενίοτε και τα 4 έτη) και άρα η εκκαλούσα μετέβαλε καταφανώς την προβλεπόμενη στο εγκριθέν και επιχορηγηθέν επενδυτικό της σχέδιο χρήση και εκμετάλλευση αυτών, προβαίνοντας σε αστικές μισθώσεις αντί τουριστικών, ως είχε δεσμευθεί. (Ι Τμ. 236/2019, 1253/2016, 636/2015, 3719/2014). Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει ο λόγος περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, καθώς εν προκειμένω, μετά τη διαπίστωση της παραβίασης των όρων χορήγησης της ενίσχυσης, νομίμως επιβλήθηκε η συγκεκριμένη δημοσιονομική διόρθωση, για τον προσδιορισμό της οποίας τηρήθηκε προσηκόντως η αρχή της αναλογικότητας, αφού λήφθηκε υπόψη το είδος της παράβασης και η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παρατυπίας που συνίστατο στη μεταβολή της χρήσης των ακινήτων από τουριστικά σε αστικά με τη μακροχρόνια μίσθωση αυτών, η οποία μάλιστα υπερέβαινε κατά πολύ τις 90 ημέρες, δημιουργώντας συνθήκες εκμίσθωσης ίδιες με τις ισχύουσες γενικώς επί αστικών εκμισθώσεων ακινήτων, λαμβανομένης περαιτέρω υπόψη της υπερβαίνουσας το ως άνω νόμιμο όριο διάρκειας εκάστης, ήτοι της διαπιστωθείσας απόκλισης από το νόμιμο όριο χρόνου τουριστικής εκμίσθωσης για εκάστη κατοικία, προκειμένου ο αριθμητικός προσδιορισμός του προς ανάκτηση ποσού να γίνει αναλογικά, αντί της επιστροφής του συνόλου της επιχορήγησης. Ως εκ τούτου και λαμβανομένης περαιτέρω υπόψη της χρήσης σαφούς μαθηματικού τύπου προς υπολογισμό αναλογικά των προς ανάκτηση ποσών, η επιβολή της συγκεκριμένης δημοσιονομικής διόρθωσης δεν παρίσταται κατά την κρίση του Δικαστηρίου καταφανώς δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις σκοπό ανάκτησης των μη ορθώς διατεθέντων, για την επίτευξη των χρηματοδοτούμενων στόχων, κονδυλίων και αποτροπής της διασπάθισης αυτών (Ι Τμ. 1450/2018, 1007/2017, 1699/2016).Συνακόλουθα, η ένδικη έφεση πρέπει κατά την πλειοψηφούσα άποψη να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, ενώ κατά την μειοψηφούσα άποψη να γίνει δεκτή.
ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1008/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων έργων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων έργων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολο της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03). Σε περίπτωση δε που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (ΕλΣυν 1009/2022 σκ. 34, πρβλ. ΔΕΕ απόφ. της 25ης Μαρτίου 2010, C-414/08 P, Sviluppo Italia Basilicata SpA κατά Επιτροπής, σκ. 129 επ., της 5ης Ιουνίου 2008, C-534/06, Industria Lavoratione Carni Ovine Srl σκ. 25, όπου και παρατιθέμενη νομολογία, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 P, Comunita Montana della Valnerina κατά Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-500/99 P, Conserve Italia κατά Επιτροπής, σκ. 100, σκ. 140, ΠΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ-308/05 Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, σκ. 153). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η επιστροφή του συνόλου της χρηματοδότησης δεν στηρίχθηκε σε τυπικές παραλείψεις, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά στην συνεκτίμηση της παράβασης επιμέρους αυτοτελών υποχρεώσεων σε συνδυασμό με τα ελεγκτικά ευρήματα, που οδήγησαν στη διαπίστωση ότι το τουριστικό κατάλυμα ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία, ούτε ήταν σε ετοιμότητα λειτουργίας σύμφωνα με το επενδυτικό σχέδιο. Η παράβαση δε αυτή, η οποία ματαιώνει τους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 12 και 13, δικαιολογεί την επιβολή του μέτρου της επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης, ως πρόσφορο και κατάλληλο για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης των καταβληθέντων πόρων της Ένωσης, το οποίο δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, εν όψει της σοβαρότητας της παρατυπίας της μη λειτουργίας της ενισχυόμενης επιχείρησης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των μακροχρόνιων υποχρεώσεών της. Τέλος, ισχυρισμοί αφορώντες τις καλές προθέσεις της ιδίας τυγχάνουν απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι εκτιμήθηκαν ως ουσία αβάσιμοι κατά την ανέλεγκτη κρίση του Τμήματος, πάντως δεν αίρουν την νομιμότητα του επιβληθέντος με αντικειμενικά κριτήρια μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη προβαλλομένου άλλου λόγου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.