Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ4/13/2002

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 118/2007

Είναι δυνατή η κατακύρωση του αποτελέσματος του ανοικτού διαγωνισμού στον εξαρχής μοναδικό υποψήφιο, χωρίς να δημιουργείται έλλειψη ανταγωνισμού, αφού η ύπαρξη περισσότερων διαγωνιζομένων δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση της συνεχίσεως της διαδικασίας ή της αναθέσεως του διαγωνισμού, δεδομένων μάλιστα των ευχερειών που παρέχονται στη Διοίκηση από την προαναφερόμενη διάταξη (επανάληψη ή ματαίωση του διαγωνισμού) (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ε.Σ. 24ης γεν.συν./23.11.1998)υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως από την αναθέτουσα αρχή των προβλεπόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 4 του π.δ/τος 394/1996 και 8 παρ. 6 β' του ν.2741/1999 διατυπώσεων δημοσιότητας.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ4/96/2006

Η ακύρωση και επανάληψη του διαγωνισμού με την αιτιολογία ότι υπήρχαν μόνο δύο προσφορές, δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του π.δ/τος 394/1996, αφού είναι δυνατή η κατακύρωση ακόμη και στη μοναδική προσφορά (βλ. πρακτ. Ολομ. Ε.Σ. 24η- Γ.Σ. της 23.11.1998).


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/24/1998

Είναι νόμιμη η κατακύρωση της προμήθειας, σε περίπτωση που έχει απομείνει μετά τη διαδικασία του διαγωνισμού μόνον ένας υποψήφιος προμηθευτής, η απάντηση πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι καταφατική, ενώ εκ του γεγονότος ότι κατά τις προμήθειες αγαθών με διαγωνισμό και κατά την αξιολόγηση των προσφορών (άρθρο 20 π.δ. 394/1996) ο νομοθέτης εκφράζεται στον πληθυντικό και καθορίζει διαδικασία συγκρίσεως αυτών, δεν αναιρούνται τα παραπάνω, διότι ρυθμίζει το συνήθως συμβαίνον, ήτοι την ύπαρξη περισσότερων προμηθευτών, χωρίς πάντως από την ισχύουσα νομοθεσία να αποκλείεται η ύπαρξη ενός μόνον υποψήφιου προμηθευτή, καθ' όσον, εάν ήταν αντίθετη η βούληση του νομοθέτη, θα εκφραζόταν ρητώς.


ΕΣ/Τμ.6/408/2012

Προμήθεια καυσίμων.Ο προσδιορισμός της ποσότητας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του ελαχίστου περιεχομένου της διακηρύξεως και στοχεύει στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, η δε παράλειψη προσδιορισμού του καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς μη νόμιμη (Πρακτικά Ολομ.ΕΣ της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000, και της 32ης Γεν.Συν. της 20.12.2000, Αποφάσεις VI Τμήματος 295/2010, 373/2010, 46/2009, 36/2009, 22/2009, Πράξεις VI Τμήματος 5/2008, 8/2004, 2/2003, ΣτΕ 375/2009, 1808/1987, ΕΑ ΣτΕ 184/1999, Γνμδ ΝΣΚ 588/2008, 338/2001, Απόφαση ΔΕΚ C-241/2009,Lammerzahl). Ωσαύτως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να δημοσιεύει περίληψη των ουσιωδών στοιχείων της διακηρύξεως του διαγωνισμού (στα οποία συγκαταλέγονται τα είδη των προς προμήθεια αγαθών και η ακριβής ποσότητα αυτών κατά κατηγορία και είδος) στον ημεδαπό τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν επιτρέπεται να περιέχει πληροφορίες διαφορετικές από τις δημοσιευόμενες στον ελληνικό τύπο (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 2016/2010). Η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας του διαγωνισμού, η οποία πλήττει τις αρχές του ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας και καθιστά μη νόμιμη τη διενέργειά του (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 1780/2011, 1646/2011).(...)από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στο μοναδικό υποψήφιο ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώσει την προμήθεια στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα αυτού, με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία κρίνεται ασύμφορο ή μη ικανοποιητικό (Πρακτικό Ολομ. ΕΣ της 24ης Γεν.Συν. της 23.11.1998, Αποφάσεις VI Τμήματος 2709/2010, 2702/2010, 1285/2010, Πράξεις ΙV Τμήματος 121/2010, 76/2010, 55/2010, 153/2009, ΣτΕ 761/2010, 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009, Γνμδ. ΝΣΚ 369/2009, ΔΕΚ C-138/2008, Hochtief AG, C-27/1998, Fracasso και Leitschutz).


ΕΣ/ΣΤκλ/158/2014

Προμήθεια καυσίμων.Δεν αποκλείεται η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, για τον οποίο τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες δημοσιότητας για την επιλογή αναδόχου προμηθευτή στον εξαρχής μοναδικό υποψήφιο, αφού αφενός δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση συνέχισης της διαδικασίας ή ανάθεσης της προμήθειας η ύπαρξη περισσότερων διαγωνιζομένων, αφετέρου, τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης έχουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., σε περίπτωση που κρίνουν το αποτέλεσμα του διαγωνισμού ασύμφορο, να ματαιώσουν και να επαναλάβουν το διαγωνισμό ή την προμήθεια (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. Πρακτικό 24ης Συν./23.11.1998, βλ. ΣΤ΄ Κλιμ. 9, 39, 76, 96/2009, 15/2013 κ.ά.). Ειδικώς, όμως, στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο μοναδικώς συμμετέχων στο διαγωνισμό προσφέρει ταυτοχρόνως αρνητικό ποσοστό έκπτωσης επί της μέσης λιανικής ή χονδρικής τιμής του υπό προμήθεια καυσίμου, τότε η διακριτική ευχέρεια της Οικονομικής Επιτροπής, δηλαδή του αρμοδίου σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 περ. ε΄ του ν. 3852/2010 οργάνου, να κατακυρώσει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων της, δηλαδή ως προς την υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της δαπάνης, το οποίο κρίνεται αναλόγως των ειδικών περιστάσεων και επιβάλλει την επιλογή όχι απλώς των πρόσφορων αλλά των απολύτως αναγκαίων μέσων για την θεραπεία της λειτουργικής ανάγκης του οικείου φορέα (πρβλ. Ι Τμ. 15/2012, IV Τμ. 71/2012, 235, 167, 85/2010, 162, 147, 39/2009) ενόψει και των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της οικονομικότητας, οι οποίες επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ του νόμου ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων με την κατά το δυνατόν ηπιότερη επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας του δήμου.


ΣτΕ/514/2011

Από τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1, 2 και 6 του π.δ. 394/1996 προκύπτει ότι η καταβολή παραβόλου θεσπίζεται ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της άσκησης των προβλεπόμενων από την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του π.δ. 394/1996 ενστάσεων και όχι για το παραδεκτό της άσκησης της προβλεπόμενης από την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 2522/1997 προσφυγής. Εξ άλλου από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 εδαφ. α΄ και στ΄του ν. 2522/1997 προκύπτει ότι η προηγούμενη άσκηση και η απόρριψη της προβλεπόμενης στο εδάφιο α΄ προσφυγής αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να απαιτείται, για το παραδεκτό της αίτησης αυτής, και η προηγούμενη άσκηση και απόρριψη της τυχόν προβλεπόμενης στις οικείες ειδικές διατάξεις διοικητικής προσφυγής, ενδικοφανούς ή νομιμότητας, όπως εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παρ. 1 του π.δ. 394/1996 και ήδη στο άρθρο 15 παρ. 1 του π.δ. 118/2007 (ΣΕ 2457/2009). 4. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δ.Σ. του καθ’ ου νοσοκομείου μη νομίμως απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την ρητώς επιγραφόμενη ως «προδικαστική προσφυγή (άρθρου 3 ν. 2522/1997)» της αιτούσας, για το λόγο ότι «δεν υποβλήθηκε με την καταβολή του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 15 του π.δ. 118/07 χρηματικού παραβόλου». Για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως με την κρινόμενη αίτηση, και λαμβανομένου υπόψη ότι η υπόθεση δεν είναι εκκαθαρισμένη κατά το πραγματικό της μέρος, δοθέντος ότι ανακύπτουν ζητήματα τεχνικής φύσης, τα οποία ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να εξετάσει πρωτοτύπως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η 12(θ.7)/8-7-2008 απόφαση του Δ.Σ. του καθ’ ου νοσοκομείου, κατά το μέρος που απέρριψε την προσφυγή της αιτούσας κατά της 1(θ.22)/28-2-2008 όμοιας, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.


ΣτΕ/2013/2010

Επειδή, προβάλλεται ότι η αναθέτουσα αρχή, «εάν τυχόν… έκρινε ως απαράδεκτη την προσφορά της [αιτούσας], είχε υποχρέωση, αφ’ ενός…να εκδώσει σχετικό πρακτικό προ του ανοίγματος των οικονομικών προσφορών, αφ’ ετέρου…να είχε επιστρέψει σφραγισμένη την οικονομική της προσφορά» και ότι, συνεπώς, τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της προαναφερθείσης διατάξεως του π.δ/τος 394/1996 περί υποχρεωτικής επιστροφής, χωρίς ν’ αποσφραγισθούν, όσων προσφορών δεν κρίθηκαν αποδεκτές. Ο λόγος αυτός, καθ’ ό μέρος επικαλείται αδυναμία της αναθέτουσας αρχής να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφορά της αιτούσας μετά το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι στις διαδικασίες των δημοσίων προμηθειών η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται ακόμα και κατά την κατακύρωση να απορρίψει προσφορά ως απαράδεκτη λόγω μη τηρήσεως απαράβατου όρου της διακηρύξεως, εφ’ όσον η νομιμότητα της κατακυρωτικής πράξεως, με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού, εξαρτάται από τη νομιμότητα των προηγουμένων πράξεων της οικείας διοικητικής διαδικασίας (ΣτΕ 4166/1996 επταμ., 3335/1998, 1262/1999, 2662/2004, 810, 1580, 4025/2008). Κατά τα λοιπά, ο λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι η κατά την αιτούσα παράνομη αποσφράγιση της οικονομικής προσφοράς της δεν επάγεται, πάντως, την ακυρότητα της κατακυρωτικής πράξεως.


ΣτΕ/436/2003

Σε περίπτωση κατά την οποία αποφασίζεται η ματαίωση των αποτελεσμάτων διενεργηθέντος διαγωνισμού και η επανάληψη αυτού είτε με τους ίδιους όρους και τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές είτε με τροποποιημένους τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές, ο επαναλαμβανόμενος διαγωνισμός συνιστά νέο διαγωνισμό αυτοτελή και ανεξάρτητο του ματαιωθέντος/συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι να μετάσχουν στον επαναληπτικό διαγωνισμό προμηθευτές, δικαιούνται, ανεξαρτήτως αν είχαν μετάσχει στον ματαιωθέντα διαγωνισμό, να υποβάλουν όλες τις προβλεπόμενες από το άρθρο 15 του Π.Δ. 394/96 διοικητικές προσφυγές, μεταξύ των οποίων και την ένσταση κατά της διακηρύξεως, με αφετηρία της σχετικής προθεσμίας την δημοσίευση της ανακοινώσεως για την διενέργεια του επαναληπτικού διαγωνισμού/επιβάλλεται δε, στην περίπτωση αυτή, εν όψει της αυτοτελείας του επαναληπτικού διαγωνισμού, η τήρηση της προβλεπόμενης για την εξέταση της ενστάσεως διαδικασίας, με τη γνωμοδότηση επ΄ αυτής της Επιτροπής Κρατικών Προμηθειών και, προκειμένου περί αιτιάσεων κατά τεχνικών προδιαγραφών της διακηρύξεως, της αρμόδιας Μόνιμης Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, αδιαφόρως αν ο διαγωνιζόμενος που υποβάλλει την ένσταση είχε μετάσχει στον ματαιωθέντα διαγωνισμό και είχε υποβάλει στα πλαίσια αυτού ένσταση ταυτοσήμου περιεχομένου


ΕλΣυν/Τμ.6/1285/2010

Από τη γραμματική διατύπωση και τη διάρθρωση των προαναφερόμενων διατάξεων (π.δ. 118/2007-Α΄ 150-Αρθρο 21 ), συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι με την παρ. (η) εισάγεται μία ειδική περίπτωση υποχρεωτικής ματαίωσης διαγωνισμού. Ειδικότερα, η διοίκηση οφείλει να προβεί στη ματαίωση του διαγωνισμού όταν συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) ο διαγωνισμός διεξήχθη με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, β) υποβλήθηκε μία μόνο προσφορά ή τελικά έγινε αποδεκτή μία μόνο προσφορά και γ) δεν υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία τιμών είτε προηγούμενων διαγωνισμών είτε της αγοράς. Προφανής δε δικαιολογητικός λόγος για τη θέσπιση της τρίτης προϋπόθεσης είναι η αναγκαιότητα εξέτασης από την αναθέτουσα αρχή του ασύμφορου/ικανοποιητικού ή μη του αποτελέσματος του διαγωνισμού. Και τούτο διότι από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, για τον οποίο τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες δημοσιότητας για την επιλογή αναδόχου προμηθευτή, στον μοναδικό υποψήφιο, ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του διαγωνισμού με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία είναι ασύμφορο - μη ικανοποιητικό (βλ. Πρακτικό 24ης/23.11.1998 Συν. Ολ. Ελ. Συν. Θέμα Β΄ , Πράξη 39/2009 Στ΄ Κλιμακίου, πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-27/98, Fracasso και Leitschutz, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-138/2008, Hochtief AG, ΣτΕ 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της παρ. (η) του άρθρου 21 του Κ.Π.Δ., και σε αντιδιαστολή με τη διατύπωση των λοιπών παραγράφων του άρθρου αυτού που αναφέρονται στις περιπτώσεις δυνητικής ματαίωσης, όπου ρητά απαιτείται αιτιολογημένη γνωμοδότηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου όταν αυτό προτείνει την ματαίωση του διαγωνισμού, προκύπτει ότι ο νομοθέτης περιορίστηκε στην αναγραφή και μόνο των προϋποθέσεων της υποχρεωτικής ματαίωσης, προτάσσοντας μάλιστα την πραγματική ανυπαρξία συγκριτικών στοιχείων, και δε συμπεριέλαβε σχετική ρύθμιση ως προς το περιεχόμενο της εισήγησης του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου στην περίπτωση που αυτό κρίνει ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί παρά τον ένα και μοναδικό προσφέροντα. Από τα ανωτέρω συνάγεται συνεπώς ότι δεν απαιτείται εκ του νόμου να παρατίθενται στη σχετική εισήγηση εκείνα τα συγκριτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από το γνωμοδοτούν όργανο που προτείνει τη συνέχιση της διαδικασίας, αλλά αρκεί αυτά να ενυπάρχουν στα λοιπά στοιχεία της διαγωνιστικής διαδικασίας. Το έχον συμβουλευτική γνώμη μέλος του Τμήματος Χρυσούλα Μιχαλάκη, Πάρεδρος, διατύπωσε την άποψη ότι, προεχόντως για λόγους διαφάνειας, αλλά, και για λόγους που άπτονται της χρηστής οικονομικής διαχείρισης, πρέπει στην εισήγηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου να αναφέρονται, έστω και συνοπτικά, τα συγκριτικά εκείνα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την αξιολόγηση του αποτελέσματος του διαγωνισμού ως ικανοποιητικού, παρά την ύπαρξη ενός και μοναδικού υποψηφίου.  

ΕλΣυν/ΣΤ Κλιμ/80/2010

Νόμιμη η διαδικασία διενέργειας προμήθειας κινητού εξοπλισμού Σταθμού Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων και υλοποίηση της άνω προμήθειας με χρηματοδοτική μίσθωση (leasing) καθόσον δεν αποκλείεται η κατακύρωση των αποτελεσμάτων ανοικτού διαγωνισμού με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, για τον οποίο τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες δημοσιότητας, στον εξαρχής μοναδικό υποψήφιο, αφού, αφενός δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση συνέχισης της διαδικασίας ή ανάθεσης της προμήθειας η ύπαρξη περισσοτέρων διαγωνιζομένων και αφετέρου τα αρμόδια όργανα των Ο.Τ.Α.(ή των Συν-δέσμων αυτών) έχουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., σε περίπτωση που κρίνουν το αποτέλεσμα του διαγωνισμού ασύμφορο, να ματαιώσουν το δια-γωνισμό και να τον επαναλάβουν με τροποποίηση ή μη των όρων του.


ΕλΣυν/Τμ.6/3037/2010

Περαιτέρω, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 του ιδίου ως άνω π.δ. (60/2007) ορίζεται ότι : «1. Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός Φ.Π.Α., όπως προσδιορίζεται από την αναθέτουσα αρχή. Στον υπολογισμό αυτό, λαμβάνεται υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόσο του τυχόν προβλεπόμενου δικαιώματος προαιρέσεως όσο και των τυχόν παρατάσεων της σύμβασης. (…) 2. Η αποτίμηση πρέπει να ισχύει κατά το χρόνο αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού (…)» και στο άρθρο 1 παρ. 2 της 58192/29.12.1999 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Γεωργίας «Έγκριση Κανονισμού Προμηθειών Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων “Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.”» (ΦΕΚ Β΄ 61/28.1.2000) ορίζεται ότι : « Για κάθε περίπτωση που δεν αντιμετωπίζεται από τον παρόντα κανονισμό έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Π.Δ. 394/96 (ΦΕΚ 266/Α/96)». Στο άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του π.δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (ΦΕΚ Α΄ 266) – όπως και στις ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις του π.δ. 118/2007 (ΦΕΚ Α΄ 150) - ορίζεται ότι : «1. Οι όροι της διακήρυξης διαγωνισμού πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις. 2. Στις περιπτώσεις ανοικτού διαγωνισμού, η διακήρυξη περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα : α) (…) β) (…) ιστ) Τις προϋποθέσεις αναπροσαρμογής του τιμήματος, εφόσον κρίνεται ότι απαιτείται τέτοιος όρος, ιζ) Τους αναγκαίους όρους, απόκλιση από τους οποίους συνεπάγεται απόρριψη της προσφοράς». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, αναγνωρίζεται η δυνατότητα παρατάσεως της αρχικής συμβάσεως με μονομερή πράξη της αναθέτουσας αρχής και η αξία της συνυπολογίζεται στην αξία της αρχικής συμβάσεως προκειμένου να εφαρμοσθεί η κοινοτική νομοθεσία. Στο εθνικό δίκαιο, από τη διάταξη, με την οποία χορηγείται εξουσιοδότηση προς τα αρμόδια διοικητικά όργανα να προσδιορίσουν τα αναγκαία στοιχεία τα οποία θα περιέχει η διακήρυξη, προκύπτει ότι μπορούν να προστεθούν σε αυτήν και άλλοι όροι προκειμένου να εξασφαλισθεί η καλύτερη εκτέλεση της προκηρυχθείσας υπηρεσίας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη διατύπωση της διατάξεως («τουλάχιστον»), από την ενδεικτική απαρίθμηση που ακολουθεί, αλλά και από τις περιπτώσεις ιστ΄ και ιζ΄ της ίδιας παραγράφου, οι οποίες ρητά προβλέπουν τη δυνατότητα προσθήκης νέων στοιχείων και όρων. Ωστόσο, η διακήρυξη δεν μπορεί να περιέχει όρους αντίθετους με άλλους κανόνες δικαίου, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα έθετε αυτούς (όρους) εκτός εξουσιοδοτικού πλαισίου. Επομένως, δεν απαγορεύεται, κατ’ αρχάς, η πρόβλεψη σε διακήρυξη ανοικτού διαγωνισμού για την επιλογή αναδόχου παροχής υπηρεσιών, όρου, σύμφωνα με τον οποίο παρέχεται στη Διοίκηση, η δυνατότητα παρατάσεως του χρόνου ισχύος της συμβάσεως, αφ’ ενός διότι η δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στις συμβατικές σχέσεις είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σύμβαση ως διοικητική, αφ’ ετέρου διότι η δυνατότητα αυτή ρυθμίζεται από την εξουσιοδοτική για την έκδοση της οικείας διακηρύξεως διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος περί παρατάσεως δεν αντίκειται σε άλλους κανόνες δικαίου όπως οι γενικές αρχές του ανταγωνισμού και της διαφάνειας στην ανάληψη και εκτέλεση των δημοσίων υπηρεσιών. Κριτήρια, προκειμένου να θεωρηθεί νόμιμος ο όρος περί παρατάσεως της συμβάσεως, είναι: α) να αναφέρεται σε υπηρεσίες ίδιες με αυτές της αρχικής συμβάσεως, των οποίων η παροχή γίνεται με τους ίδιους ακριβώς όρους όπως και η αρχική -συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος, χωρίς δυνατότητα προσαυξήσεων - και β) η διάρκειά της να μην εκτείνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε, λαμβανομένου υπ’ όψιν του χρόνου ισχύος της αρχικής συμβάσεως, αλλά και του είδους των εκάστοτε παρεχομένων υπηρεσιών, να οδηγεί σε καταστρατήγηση της δυνατότητας διενέργειας δημόσιου διαγωνισμού και ανάπτυξης ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του οικείου κλάδου παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου δε περί βραχύβιων συμβάσεων μονοετούς ή διετούς διάρκειας, η παράταση δεν δύναται να υπερβαίνει το χρονικό όριο ισχύος των αρχικών συμβάσεων. Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία ο όρος περί παρατάσεως της αρχικής συμβάσεως κρίνεται νόμιμος, πρέπει η αξία της παρατεινόμενης συμβάσεως να συνυπολογίζεται με την αξία της αρχικής, προκειμένου να εξευρεθεί εάν εφαρμόζεται το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο (βλ. Πρ. IV Τμ. Ελ. Συν. 15/2008, 162/2007).