×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Οικ.12527/1159/2014

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: 577/Β/07.03.2014

Καθορισμός διαδικασιών για την έκδοση, ανανέωση, αντικατάσταση και αλλαγή στοιχείων των καρτών ψηφιακού ταχογράφου για οδηγούς, συνεργεία-τεχνίτες, επιχειρήσεις και για Αρχές Ελέγχου


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

262593/2022

Τροποποίηση της υπ’ αρ. οικ. 12527/1159/ 26-2-2014 (Β’ 577) απόφασης «Καθορισμός διαδικασιών για την έκδοση, ανανέωση, αντικατάσταση και αλλαγή στοιχείων των καρτών ψηφιακού ταχογράφου για οδηγούς, συνεργεία-τεχνίτες, επιχειρήσεις και για Αρχές Ελέγχου».


ΑΕΠΠ/717/2019

Οι προσφεύγουσες επιδιώκουν την ακύρωση της διακήρυξης του διαγωνισμού για το έργο 'Μελέτη για την Απλοποίηση και προτυποποίηση της διαδικασίας Αδειοδότησης επιχειρήσεων σε επίπεδο Δήμων (υγειονομικού ενδιαφέροντος και λοιπές)'. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά τη δημιουργία ολοκληρωμένης μελέτης (οδηγού) σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, με συνεχή επικαιροποίηση, για δύο κατηγορίες επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, αφορά την απλοποίηση και προτυποποίηση διαδικασιών για επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και άλλες επιχειρήσεις, βελτιώνοντας τη λειτουργία των Δήμων και μειώνοντας τον διοικητικό φόρτο. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια επιλογής είναι δυσανάλογα, μη σχετιζόμενα με το αντικείμενο και περιοριστικά, παραβιάζοντας τις αρχές του ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης.


ΕΣ/Τ4/216/2009

Καταβολή του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος στο φερόμενο ως δικαιούχο αυτού, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ), για την εκ μέρους εκτέλεση του ερευνητικού έργου με τίτλο «Παρακολούθηση και υποστήριξη της εφαρμογής του ψηφιακού ταχογράφου στην Ελλάδα». Από τις ως άνω διατάξεις καθώς και την εισηγητική έκθεση του Ν. 3316/2005, σύμφωνα με την οποία η έκδοσή του είχε ως σκοπό «τη συμπερίληψη ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου ανάθεσης των μελετών και συναφών υπηρεσιών σε ένα νομοθέτημα, το οποίο δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την εφαρμογή του, αφού είναι αυτάρκες …», συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι περί διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων μελετών διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επιλογής αναδόχου για την κατάρτιση δημόσιας σύμβασης μελέτης. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρούνται οι διαδικασίες αναθέσεως συμβάσεων μελετών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (πρώην Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών) διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.4α του Ν. 2366/1995, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2578/1998 και προέβλεπε την άνευ συνδρομής ειδικότερων προϋποθέσεων δυνατότητα αναθέσεως μελετών, αξίας μέχρι 200.000 ECU, με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως (απευθείας αναθέσεως), καταργήθηκε από την ημερομηνία ισχύος του Ν. 3316/2005, δηλαδή από τις 22.2.2005, αφενός διότι ως ειδική διάταξη, με την οποία ο ως άνω φορέας κεντρικής διοίκησης είχε εξαιρεθεί από τις κοινές περί δημοσίων συμβάσεων μελετών διατάξεις, εμπίπτει στην κατάργηση των ειδικών εξαιρέσεων που προβλέπονταν για ορισμένα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα (άρθρο 46 παρ.2 περ.δ), αφετέρου διότι αποτελεί ειδική διάταξη αντίθετη στις περί διαδικασιών αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων διατάξεις του νέου Νόμου (άρθρο 46 παρ.2 περ.ε), ενώ περαιτέρω δεν συγκαταλέγεται σε εκείνες οι οποίες ρητώς διατηρήθηκαν σε ισχύ μετά την έναρξη των αποτελεσμάτων του.


ΕΣ/ΚΛ.Ε/651/2019

Επισκευές σε σχολεία...Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, εφόσον το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης συνίσταται στην επισκευή τριών αυτοτελών και απομακρυσμένων μεταξύ τους κτιριακών συγκροτημάτων, έκαστο των οποίων απαιτεί ξεχωριστές εργασίες επισκευής (όπως αυτές περιγράφονται λεπτομερώς στο τεύχος δημοπράτησης «Τεχνική Περιγραφή»), οι οποίες δύνανται ευχερώς να εκτελεστούν από χωριστά συνεργεία, χωρίς εμπλοκή ή εξάρτιση μεταξύ τους, η επιλογή της αναθέτουσας αρχής, και μάλιστα χωρίς καμία αιτιολογία, να μην υποδιαιρέσει τη σύμβαση σε περισσότερα τμήματα αλλά να δημοπρατήσει ως ενιαίο τμήμα τα τρία αυτά διακριτά έργα, αντίκειται τόσο στο γράμμα όσο και στο σκοπό των διατάξεων του άρθρου 59 του ν. 4412/2016. Και τούτο διότι οδήγησε αφενός μεν στον καθορισμό με τη διακήρυξη αυξημένων (συγκριτικά) απαιτήσεων τεχνικής ικανότητας, περιορίζοντας κατά τούτο τη συμμετοχή των δυνάμενων να συμμετέχουν επιχειρήσεων, αφετέρου δε, στον αποκλεισμό της δυνατότητας να επωφεληθούν της δημοπρασίας –αναλαμβάνοντας διαφορετικό τμήμα του αντικειμένου της σύμβασης– περισσότερες της μιας μικρομεσαίες εργοληπτικές επιχειρήσεις. Η πλημμέλεια αυτή είναι ουσιώδης, ανεξαρτήτως του μικρού αντικειμένου της σύμβασης, και παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκε ανταγωνισμός, αφού οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 59 του ν 4412/2016 αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση διαφορετικών δημοσίων σκοπών, και όχι απλώς στην επίτευξη της οικονομικότερης για τις αναθέτουσες αρχές προσφοράς.


ΔΕΚ/C-570/2008

Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασία προσφυγής – Δικαίωμα κινήσεως της διαδικασίας προσφυγής (Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 8) Το άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 92/50, πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν και στις αναθέτουσες αρχές δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεων των κατά βάση αρμοδίων, μη δικαστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοια δυνατότητα, στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στις αναθέτουσες αρχές. Καταρχάς, με την τέταρτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, αναγνωρίζεται ρητώς η νομιμοποίηση των «κοινοτικών επιχειρήσεων» να ασκούν προσφυγές στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, κατά το οποίο η διαδικασία προσφυγής μπορεί να κινηθεί «τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση», καθορίζει σε ποια πρόσωπα πρέπει υποχρεωτικά να παρέχεται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε υπόψη του το ενδεχόμενο η επανόρθωση ορισμένων παρατυπιών να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν ασκήσουν προσφυγή κατά παράνομων ή εσφαλμένων αποφάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να εκδοθούν και από υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή, η οποία δεν είναι δικαστική. Πάντως, προς αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία παρεμβάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές. (βλ. σκέψεις 24-26, 36, 38 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-26/2003

1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)


ΔΕΚ/C-360/1996

Περίληψη 5 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που ορίζει ότι «ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα», έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης εισήγαγε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Η έννοια των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα καλύπτει και τις ανάγκες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι υπάρχει ανταγωνισμός δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου να καθορίζει τη στάση του με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως. Η ύπαρξη ανταγωνισμού δεν στερείται, ωστόσο, παντελώς σημασίας προκειμένου να κριθεί κατά πόσον μια ανάγκη γενικού συμφέροντος έχει μη βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Οι τελευταίες αυτές ανάγκες εξυπηρετούνται κατά κανόνα κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά. Πρόκειται κατά κανόνα για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, επιλέγει να ικανοποιήσει το ίδιο το κράτος ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. Η αποκομιδή και η επεξεργασία των οικιακών απορριμμάτων μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ανάγκη γενικού συμφέροντος. Επειδή ενδέχεται η ανάγκη αυτή να μη μπορεί να ικανοποιηθεί στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητος για λόγους δημόσιας υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος μέσω υπηρεσιών αποκομιδής προσφερομένων εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στους ιδιώτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η δραστηριότητα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων ως προς τις οποίες το κράτος μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να ασκούνται από δημόσιες αρχές ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. 6 Η εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο ορίζει ότι «[η οδηγία] δεν εφαρμόζεται για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών με φορέα που αποτελεί ο ίδιος αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ββ», εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει το αποκλειστικό δικαίωμα του οργανισμού συμβιβάζονται με τη Συνθήκη. Η προστασία των ανταγωνιστών των οργανισμών δημοσίου δικαίου εξασφαλίζεται από τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης. 7 Η ιδιότητα ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εξαρτάται από το τμήμα που αντιπροσωπεύει η εξυπηρέτηση αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα σε σχέση προς την όλη δραστηριότητα του εν λόγω οργανισμού. Είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός ότι ένα χωριστό νομικό πρόσωπο το οποίο μετέχει στον ίδιο ενιαίο οικονομικό όμιλο με τον οργανισμό αυτόν ασκεί εμπορικές δραστηριότητες. 8 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ή η απουσία αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα εκτιμώνται αντικειμενικά, η δε νομική μορφή των διατάξεων στις οποίες διατυπώνονται οι ανάγκες αυτές δεν έχει, ως προς το ζήτημα αυτό, σημασία.


ΕΣ/ΤΜ.6/1079/2020

Προμήθεια ειδών...ζητείται η ανάκληση της 119/2020 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, παρόλο που δεν διαθέτει την πιστοποίηση ISO 22000, που απαιτούσε η διακήρυξη, εντούτοις πληροί τις προδιαγραφές αυτοελέγχου, βάσει των αρχών HACCP, οι οποίες (αρχές HACCP) εφαρμόζονται κατά νόμο με ευθύνη της ίδιας της επιχείρησης και πρέπει να θεωρηθούν ισοδύναμες του προτύπου ISO 22000, συνεπώς, κατά τους ισχυρισμούς της, κατ’ ουσίαν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον σχετικό όρο της διακήρυξης. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, ανεξαρτήτως του αν κατά νόμο η εφαρμογή και διατήρηση πάγιων διαδικασιών βάσει των αρχών Ανάλυσης Κινδύνων και Κρίσιμων Σημείων Ελέγχου (Hazard Analysis Critical Control Points – HACCP) επιβάλλεται για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων και για τη νόμιμη λειτουργία επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην αλυσίδα τροφίμων και ποτών (βλ. άρθρο 5 Καν. ΕΚ 852/2004, αποφάσεις Υπουργού Υγείας Υ1γ/ΓΠ/οικ.96967/8.10.2012 – ΦΕΚ Β΄ 2718, Υ1γ/ΓΠ/οικ.47829/21.6.2017 – ΦΕΚ Β΄2161), εντούτοις, στη διακήρυξη του ελεγχόμενου διαγωνισμού απαιτείται, επί ποινή απόρριψης της προσφοράς, η πιστοποίηση της συμμόρφωσης αυτής. Συνεπώς, ισοδύναμο της πιστοποίησης βάσει του προτύπου ISO 22000 (που εκπονήθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης, ενσωματώνοντας τις απαιτήσεις του HACCP, και προδιαγράφει τις απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην αλυσίδα τροφίμων, ανεξαρτήτως μεγέθους, ώστε να καταδεικνύουν την ικανότητά τους στον έλεγχο των κινδύνων βλ. https://www.iso.org/standard/65464.html), δεν αποτελεί η απλή δήλωση του οικονομικού φορέα ότι τηρεί τις αρχές συστήματος HACCP, αλλά η πιστοποίηση από ανεξάρτητο διαπιστευμένο φορέα για την προσήκουσα ανάπτυξη, εφαρμογή και τήρηση του συστήματος αυτού, τέτοια δε πιστοποίηση η αιτούσα συνομολογεί ότι δεν διαθέτει. Εξάλλου, η τιθέμενη με την διακήρυξη υποχρέωση (ήτοι, της πιστοποίησης), η οποία επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του προαναφερθέντος δημόσιου σκοπού, είναι συνήθης σε αντίστοιχου αντικειμένου διαγωνισμούς προμηθειών, εύλογη και δεν περιορίζει υπέρμετρα τη συμμετοχή οικονομικών φορέων στο διαγωνισμό, δοθέντος άλλωστε ότι η αναθέτουσα αρχή δεν διαθέτει άλλα μέσα για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των τελευταίων στις ανωτέρω προδιαγραφές. Τέλος, ανεξαρτήτως του ότι, κατ’ άρθρο 102 του ν. 4412/2016, δεν επιτρέπεται η μεταγενέστερη υποβολή εγγράφων σε συμμόρφωση προς τους όρους της διακήρυξης, σε κάθε περίπτωση, η προσκόμιση πιστοποιητικών ISO 22000 που αφορούν σε άλλες, πλην της αναδόχου, επιχειρήσεις δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το ζητούμενο δικαιολογητικό, επομένως, τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα πιστοποιητικά που αφορούν σε φερόμενους προμηθευτές της, δεν είναι εν προκειμένω ουσιώδη.Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΟΛΟΜ/1642/2020


ΣτΕ/1271/2024

Έργο “Αποκατάσταση και βελτίωση οδικού τμήματος ...”(...) ζητείται η ακύρωση και η αναστολή εκτέλεσης της 419/2023 απόφασης της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων [ΕΑΔΗΣΥ] (...) Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, η συγκεκριμένη πλημμέλεια που διαγνώσθηκε από την ΕΑΔΗΣΥ, η αντίθεση δηλαδή στην αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, αποτελεί, αυτοτελώς, επάλληλο αιτιολογικό έρεισμα της κρίσης της ότι ο επίμαχος όρος της Διακήρυξης δεν είναι νόμιμος· τούτο συνομολογείται, άλλωστε, από την αιτούσα [βλ. ανωτέρω σκ. 15]. Δοθέντος δε ότι ο όρος αυτός, που τίθεται κατά τον νόμο και τη Διακήρυξη μόνο για τους ημεδαπούς οικονομικούς φορείς, αποτελεί βασική προϋπόθεση οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας των διαγωνιζομένων, η διαπιστωθείσα από την ΕΑΔΗΣΥ αντίθεση στην θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου περί απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγενείας [εκδήλωση της οποίας αποτελεί, άλλωστε, και το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ], δεν μπορούσε να θεραπευθεί με την αναπομπή στην αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να “διορθώσει” τη σχετική πλημμέλεια, με “διευκρίνηση επί των όρων της διακήρυξης περί αναλογικής εφαρμογής του όρου και στους αλλοδαπούς”, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα. Και τούτο διότι τέτοια τροποποίηση, συνιστάμενη μάλιστα σε πλήρη αναμόρφωση πολλών ορισμών της Διακήρυξης, όπως π.χ. των σχετικών με τον τρόπο απόδειξης του “ανεκτέλεστου υπολοίπου” ώστε θεσπισθούν πρόσφορες διατάξεις και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, θα αντέκειτο στις αρχές της διαφάνειας και της ισότητας των διαγωνιζομένων, που επιβάλλουν την διεξαγωγή των διαγωνιστικών διαδικασιών με βάση κανόνες σαφείς και εκ των προτέρων καθορισμένους. Συνεπώς, νομίμως η ΕΑΔΗΣΥ ακύρωσε τη Διακήρυξη στο σύνολό της και είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος. Διά ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.



ΕΣ/Ζ.ΚΛ/156/2017

Προμήθεια και ανανέωση αδειών χρήσης προϊόντων λογισμικού στο πλαίσιο της «Microsoft Enterprise Agreement» (...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκ. II), η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης (διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση της προκήρυξης) δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 269 περ. γ΄ υποπερ. γγ΄, που αναφέρεται στην ύπαρξη λόγων προστασίας αποκλειστικών δικαιωμάτων για τους οποίους συγκεκριμένος μόνο οικονομικός φορέας μπορεί να εκτελέσει τη σύμβαση. Τούτο, διότι ναι μεν η εταιρεία …έχει παρακρατήσει το δικαίωμα κυριότητας επί των προϊόντων για τα οποία παρέχει, στο πλαίσιο των συμβάσεων τύπου Enterprise Agreement, τις άδειες χρήσης, οι οποίες αποτελούν και το κύριο αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης, και οι εν λόγω άδειες υπόκεινται πράγματι σε προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, πλην όμως η επιλογή για χρήση των προϊόντων της εταιρείας …με διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από την ανάδοχο επί στοιχείων του τεχνικού φακέλου της σύμβασης, χωρίς να προβλέπεται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων αυτών στην Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. μετά τη λήξη της σύμβασης ή η δυνατότητα της τελευταίας να επεμβαίνει στο δίκτυο, κάνοντας χρήση των στοιχείων του φακέλου χωρίς την άδεια της αναδόχου, οδηγεί κατ΄ ουσία σε προκαθορισμό της διαρκούς επιλογής της ανωτέρω εταιρείας ως αναδόχου και για τις μελλοντικές φάσεις επέκτασης, συντήρησης ή ανανέωσης του πληροφοριακού δικτύου της Ε.ΥΔ.Α.Π., με συνέπεια η εταιρεία …να εμφανίζεται ως μοναδική, έναντι οιουδήποτε άλλου δραστηριοποιούμενου στον ίδιο οικονομικό κλάδο, παρόχου/προμηθευτή των ζητούμενων υπηρεσιών/αγαθών, λόγω του τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων της αρχικής σύμβασης. Στον ίδιο χώρο δε (προϊόντα και υπηρεσίες λογισμικού) δραστηριοποιούνται και άλλοι οικονομικοί φορείς, οι οποίοι παρέχουν ισοδύναμα ή παρόμοια αγαθά ή υπηρεσίες με αυτά της…, όπως η δημιουργία αυτόνομων συστημάτων λογισμικού. Περαιτέρω, η διαδικασία ανάθεσης της ελεγχόμενης σύμβασης δύναται να βρει έρεισμα στη διάταξη της περ. ε΄ του άρθρου 269 του ν. 4412/2016, που αναφέρεται στη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να συνάπτει σύμβαση με το αρχικό ανάδοχο, είτε για τη μερική αντικατάσταση αγαθών ή εγκαταστάσεων είτε για την επέκτασή τους, δοθέντος ότι η πληροφοριακή υποδομή της Ε.Υ.ΔΑ.Π. Α.Ε. βασίζεται σε λογισμικά προϊόντα της εταιρείας…, η δε ενδεχόμενη αλλαγή, στην παρούσα φάση, των εν λόγω προϊόντων με προϊόντα άλλων κατασκευαστών θα υποχρέωνε την επιχείρηση σε ριζικό ανασχεδιασμό των πληροφοριακών δομών της, στην εκ νέου προμήθεια σωρείας προγραμμάτων και νέου εξοπλισμού, στην επανεκπαίδευση του προσωπικού της στα νέα λογισμικά και θα επέφερε μεγάλες τεχνικές δυσχέρειες, λόγω της μεταξύ τους ασυμβατότητας, στην ομαλή και ασφαλή λειτουργία του πληροφοριακού της συστήματος.