Ν.1329/1983
Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα
ΦΕΚ: 25/Α/21.05.2019
Κύρωση ως Κώδικα του Σχεδίου Νόμου: "Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα, τον Εισαγωγικό του Νόμο. Την Εμπορική Νομοθεσία και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και μερικός εκσυγχρονισμός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο".
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.5023/2023
Αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, επικαιροποίηση της ορολογίας του Αστικού Κώδικα, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του Κώδικα Συμβολαιογράφων και του ν. 4478/2017, για την εναρμόνισή της με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία που κυρώθηκε με τον ν. 4074/2012 και λοιπές διατάξεις για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία.
Ν.5090/2024
Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας
Ο.3011/2024
Κοινοποίηση των άρθρων 61, 66, 74, 78, 82, 133, 138 του ν. 5090/2024 («Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», Α'30)
ΝΣΚ/495/2007
Χορήγηση τριμήνου αδείας μετ’ αποδοχών σε άνδρα υπάλληλο (πατέρα), σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ.4 του Ν 3528/2007.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 52 του Ν 3528/2007, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση στη μητέρα υπάλληλο, που υιοθετεί τέκνο, άδειας τριών (3) μηνών με αποδοχές, υπό τις μνημονευόμενες στις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις, ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου, περί της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμόνισης (συμφιλίωσης) μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, έχουν εφαρμογή και για τον πατέρα υπάλληλο, που υιοθετεί τέκνο.
ΔΕΔ/Θεσ/84/2025
Η απόφαση 84/2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απορρίπτει ως απαράδεκτη την ενδικοφανή προσφυγή που υποβλήθηκε κατά πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2023, με την οποία είχε καταλογιστεί συνολικό ποσό 2.035,31€. Ο προσφεύγων ζητούσε την ακύρωση της πράξης, αμφισβητώντας το τεκμήριο ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Ε., υποστηρίζοντας ότι αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Η Διεύθυνση απέρριψε την προσφυγή καθώς διαπιστώθηκε ότι ο υπόχρεος είχε ήδη καταθέσει προηγούμενη ενδικοφανή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης, καθιστώντας τη δεύτερη προσφυγή απαράδεκτη βάσει του άρθρου 70 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/390/2021
Έργο-Θετικές Δράσεις για την Ισότητα των Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών στις Μικρομεσαίες και Μεγάλες Επιχειρήσεις .Δημοσιονομική διόρθωση..Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση, της 2024/3.11.2011 πράξης καταλογισμού της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών. ....Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με βάση όσα αναγράφονται στο σώμα της, είναι νομίμως αιτιολογημένη (βλ. σκ. 6), εφόσον προκύπτουν τα στοιχεία του επιχορηγηθέντος Υποέργου, το ποσό και η αιτία του καταλογισμού (παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων εκ μέρους της εκκαλούσας) και το υπέρ ου ο καταλογισμός πρόσωπο (ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ορίζεται ρητά ότι η επιστροφή του ποσού μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ΔΟΥ, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και κατονομάζοντας τον τίτλο του Κωδικού Αριθμού Εσόδου [ΚΑΕ] αυτού), κατά τα λοιπά δε, η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται νομίμως από τα λοιπά ως άνω στοιχεία και, ιδίως, την από 3.6.2009 έκθεση ελέγχου και την ΔΙΑΠ/Φ.2.5/ 4048/6.8.2009 απόφαση επί των αντιρρήσεων, όπου εξειδικεύονται και αναλύονται περαιτέρω οι παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η εκκαλούσα κατά την υλοποίηση του Υποέργου. Άλλωστε, αλυσιτελώς επικαλείται η εκκαλούσα ότι δεν τεκμηριώνεται η ιδιότητά της ως δημοσίου υπολόγου, διότι η ιδιότητα υπό την οποία καταλογίστηκε είναι εκείνη του λήπτη ενωσιακής και εθνικής χρηματοδότησης (τελικού αποδέκτη), υπόχρεου σε δημόσια λογοδοσία για τα ποσά που έλαβε, ενόψει και των δεσμεύσεων που εκουσίως ανέλαβε σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό και συμβατικό πλαίσιο (βλ. σκ. 4, 5, 9 και 10). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη, ακολούθως δε, να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, βλ. ήδη άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020).
ΣΤΕ/3349/2012
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄97) «Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό. Επιτρέπεται όμως να προβληθεί, το πρώτο, αίτημα για παρεπόμενες απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση ύστερα από την οποία και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο το αίτημα των αναιρεσειόντων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου οφειλόμενης σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας, που συνίστατο στη μη ανάρτηση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως από το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η παρανομία, κατ’ επίκληση της οποίας ζητείτο αποζημίωση, είχε προταθεί το πρώτον με το δικόγραφο της εφέσεως, κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 782-3/2011, 11/2011, 1021/2009 και 1515/2007). Συγκεκριμένα, με την αγωγή γινόταν μεν επίκληση των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, αλλά για το λόγο της μη εκδόσεως διαπιστωτικής πράξεως περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω εφημεριών και μάλιστα, επί άλλης βάσεως και συγκεκριμένα, σχετικά με την αδικαιολόγητη εξαίρεση των ιατρών ΕΣΥ από την ευνοϊκή ρύθμιση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως και τη μη επέκταση εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής και στους ιατρούς, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας.
11. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο μη λαμβάνοντας υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό των αιτούντων ότι, εν πάση περιπτώσει, η από 14.6.1991 υπουργική απόφαση ίσχυσε de facto και παρήγαγε έννομες συνέπειες για όλους τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από την ταξινόμησή της στις ανυπόστατες διοικητικές πράξεις, οπότε, με βάση την αρχή της ισότητας, έπρεπε να εφαρμοστεί και για τους αιτούντες η γενική ρύθμιση που ίσχυε για τον υπολογισμό της ωριαίας αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία, κατά το διάστημα αυτό, για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι εφόσον κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η επίμαχη υπουργική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των αιτούντων, ακόμη και αν αυτή είχε, μη νομίμως, τύχει εφαρμογής, σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων (βλ. ΣτΕ 11/2011, 1021/2009 και 3322/2005).Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/405/2021
Ζητείται η ακύρωση: 1) του 998/Γρ. ΓΓΙΦ/998/30.11.2017 εγγράφου της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών, 2) του συνημμένου στο ως άνω έγγραφο χρηματικού καταλόγου και 3) κάθε άλλης, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, πράξης ή παράλειψης. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μετά την έκδοση των υπ’ αριθμ. 2204/2017, 2205/2017 και 2206/2017 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες απορρίφθηκαν αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας κατά των αναφερόμενων στη σκέψη 3 πράξεων (αποφάσεων), η ουσία της υπόθεσης έχει κριθεί αμετάκλητα. Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις, ήτοι το 998/Γρ. ΓΓΙΦ/998/30.11.2017 έγγραφο και ο οικείος χρηματικός κατάλογος, που είναι συνημμένος στην 1490/30.11.2017 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης χρέους, εντάσσονται στο πλαίσιο συμμόρφωσης προς τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με σκοπό την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης με την έκδοση, από την αρμόδια ΔΟΥ ...., πράξης ταμειακής βεβαίωσης του ποσού των 104.839,02 ευρώ, ως και σχετικής ατομικής ειδοποίησης χρεών σε βάρος της εκκαλούσας, ενέργειες οι οποίες έχουν ήδη λάβει χώρα (βλ. σκ. 5).Με βάση το ιστορικό που εκτέθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, η επίδικη υπόθεση έχει ως υποκείμενη σχέση ακυρωτική διαφορά, απορρέουσα από τις υπ’ αριθμ. 2204/2017, 2205/2017 και 2206/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, περαιτέρω δε, οι εν προκειμένω προσβαλλόμενες πράξεις, ανεξαρτήτως της εκτελεστότητάς τους ή μη, εντάσσονται στη διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης του - επικυρωθέντος με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις - χρέους των 104.839,02 ευρώ, ως προπαρασκευαστικές της 4210/6.12.2017 πράξης ταμειακής βεβαίωσης.Συνακόλουθα, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, ανεξαρτήτως του ρητού χαρακτηρισμού του από την προσφεύγουσα ως «έφεση», συνιστά, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό αυτού, ανακοπή κατά το άρθρο 217 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο αρμόδιο κατά τόπο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/26/2025
Η ρητή αυτή νομοθετική πρόβλεψη περί ολοσχερούς κατάργησης με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 του ν.4488/2017 των διατάξεων του άρθρου 62 περ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα αποτυπώνει τη σαφή δικαιοπολιτική επιλογή του νομοθέτη να αποσυνδέσει πλήρως την ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων από την οιασδήποτε έκτασης (ολική ή μερική) οριστική απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η ρύθμιση δε αυτή, η οποία έχει τεθεί κατά τρόπο αντικειμενικό και φέρει επαρκή δικαιολογητική βάση, συνεπαγόμενη την απόληψη από τον επίορκο καταδικασθέντα αμετακλήτως υπάλληλο σύνταξης του αυτού ύψους με τον ευόρκως υπηρετήσαντα και μετέπειτα συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξομοιώνει αυθαίρετα τις δύο αυτές κατηγορίες υπαλλήλων, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικής ισότητας, δοθέντος πάντως ότι και ο επίορκος υπάλληλος παρείχε επί μακρόν υπηρεσίες επί τη βάσει νομίμως συσταθείσας δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, διαθέτοντας τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα της θέσης του, έχοντας καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές και συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το δημόσιο, ώστε, ευλόγως, να δικαιούται, κατά γενικό συνταγματικό και νομοθετικό κανόνα (βλ. σκέψεις 13 και 16 της παρούσας), μία συνταξιοδοτική παροχή ανάλογη προς τις καταβληθείσες αποδοχές, όπως και ο ευόρκως υπηρετήσας. Σε κάθε περίπτωση, κατά τα παγίως κριθέντα, η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων δεν συνιστά πρόσφορο κριτήριο δυνάμενο να δικαιολογήσει εν προκειμένω, κατά τρόπο συνταγματικώς ανεκτό, την εξαίρεση της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων από τον ως άνω γενικό κανόνα και τη δυσμενή διαφορετική συνταξιοδοτική τους μεταχείριση, αφού δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το συνταξιοδοτικό τους καθεστώς αλλά σχετίζεται άμεσα μόνο με την υπηρεσιακή τους κατάσταση (βλ. σκέψη 15 της παρούσας, πρβλ. και ΣτΕ Ολ. 996/2022).
ΣΤΕ/833/2010
Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την … απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της … απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου « αγωγή » στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … από τον Αρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του , δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· .. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επί την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης- διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής .. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου...