Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/188/2020

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2960/2001

Ζητήματα σχετικά με επιβολή διοικητικής κύρωσης για λαθρεμπορία και τελωνειακής οφειλής σε βάρος ανηλίκων παραβατών και τρόπος είσπραξης αυτών.(...)α) Σε βάρος ανήλικου, που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και ο οποίος κατά την κρίση της Τελωνειακής Αρχής διέπραξε λαθρεμπορία, η αρχή αυτή μπορεί να επιβάλλει, με καταλογιστική πράξη τους διαφυγόντες δασμούς και φόρους κλπ επιβαρύνσεις (τελωνειακή οφειλή). Δεν μπορεί να επιβάλλει πολλαπλά τέλη, διότι ο ανήλικος, όταν δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, στερείται ικανότητας καταλογισμού. Δεν προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις και επομένως δεν μπορεί να επιβάλλει τους διαφυγόντες δασμούς, φόρους κλπ επιβαρύνσεις, ούτε τα πολλαπλά τέλη, σε βάρος των ασκούντων τη γονική μέριμνα γονέων, εάν δεν μετείχαν και οι ίδιοι στην τέλεση της λαθρεμπορίας. β) Σε βάρος ανήλικου παραβάτη, ο οποίος διέπραξε λαθρεμπορία, ενώ έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, η Τελωνειακή Αρχή, μπορεί να επιβάλλει με καταλογιστική πράξη, τόσο τους διαφυγόντες δασμούς, φόρους κλπ επιβαρύνσεις, όσο και τα πολλαπλά τέλη, όχι όμως σε βάρος των ασκούντων τη γονική μέριμνα γονέων του, εάν δεν μετείχαν και οι ίδιοι στην τέλεση της λαθρεμπορίας. γ) Αναγκαστικά μέτρα, για την είσπραξη των καταλογισθέντων χρηματικών ποσών μπορούν να ληφθούν μόνο σε βάρος της περιουσίας του ανήλικου παραβάτη, φερόμενου ως οφειλέτη στην καταλογιστική πράξη, εφόσον διαθέτει ατομική περιουσία, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του, μέχρι τη συμπλήρωση της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για είσπραξη (κατά πλειοψηφία).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΤΔ Δ 1068393/2016

Εγγύηση για ενδεχόμενη ή υπάρχουσα τελωνειακή οφειλή από εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς και, ενδεχομένως, άλλες τελωνειακές επιβαρύνσεις – Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας (ΑΔΑ:6ΧΥΑΗ-ΩΛ3)


Δ18Α/5017560/ΕΞ2010

Όροι και προϋποθέσεις για την απαλλαγή από δασμούς και φόρους των καυσίμων που περιέχονται στις κανονικές δεξαμενές των μηχανοκίνητων οχημάτων δημόσιας χρήσης μεταφοράς εμπορευμάτων που εισέρχονται στη χώρα μας από τρίτες χώρες - καθορισμός ανώτατης ποσότητας.Τροποποιήθηκε με την Δ18Α 5030961/ΕΞ2013-ΦΕΚ 2250 Β/11-9-2013

ΣΤΕ/1994/2019

Τελωνειακή νομοθεσία. Προϋποθέσεις εφοδιασμού των πλοίων με καύσιμα από τα ελεύθερα αποθέματα και άσκηση από τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών του δικαιώματος συμψηφιστικής αποκατάστασης εντός τετραμήνου. Η διάθεση ατελώς ελευθέρων καυσίμων δεν καθιστά τους καταβληθέντες δασμούς και φόρους αχρεώστητους, ώστε να είναι δυνατή η αναζήτησή τους κατά το άρθρο 30 του ΤΚ. Η παράλειψη άσκησης του δικαιώματος συμψηφιστικής αποκατάστασης δεν καθιστά επιγενομένως αχρεώστητες τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν, κατά το χρόνο τελωνισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 769/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς).


ΣΤΕ/730/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις για την επιβολή πολλαπλών τελών. Από της τελωνειακής ενώσεως, οι δασμοί και οι λοιπές εισαγωγικές επιβαρύνσεις εισπράττονται από τα κράτη μέλη. Ο τόπος γένεσης της τελωνειακής οφειλής προσδιορίζει το αρμόδιο για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών κράτος μέλος. Σε περίπτωση μεταφοράς βάσει δελτίων ΤΙR, αρμόδιο για την είσπραξη των δασμών είναι το κράτος μέλος στο οποίο διεπράχθη η πρώτη παράβαση ή παρατυπία που δύναται να χαρακτηρισθεί ως διαφυγή των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση. Πότε ανατρέπεται το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του κράτους στο έδαφος του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση ή παρατυπία. Πότε οι ελληνικές αρχές είναι αρμόδιες προς είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Παράνομες διακινήσεις καπνικών προϊόντων εντός της ΕΕ, τα οποία μεταφέρθηκαν με το Carnet TIR, που εκδόθηκε από την ... Η αρμοδιότητα καταλογισμού πολλαπλών τελών και των συναφών κυρώσεων προϋποθέτει αρμοδιότητα του ελληνικού κράτους προς είσπραξη των δασμών και λοιπών φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως είναι ο ειδικός φόρος καταναλώσεως, τέτοια δε αρμοδιότητα δεν προέκυπτε εν προκειμένω. Μη νόμιμα ο αναιρεσείων είχε χαρακτηριστεί συνυπαίτιος λαθρεμπορίας και είχαν επιβληθεί εις βάρος του πολλαπλά τέλη, χρηματική ποινή και πρόστιμο. Δεκτές η αναίρεση, η έφεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθμ. 774/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).


ΣΤΕ/260/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις για την κήρυξη του κυρίου ή του παραλήπτη του λαθρεμπορεύματος «αλληλεγγύως συνυπεύθυνου αστικώς» με τον υπαίτιο καθώς και για την απαλλαγή του από την ευθύνη. Η κήρυξη νομικού προσώπου ως αστικώς συνυπεύθυνου πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Νόμιμη η κήρυξη εταιρείας πετρελαιοειδών ως συνυπεύθυνης για την καταβολή των δασμοφορολικών επιβαρύνσεων και των πολλαπλών τελών, εφόσον καταλογίζεται στο νόμιμο εκπρόσωπο δόλια συμμετοχή στη λαθρεμπορία. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν δικαίωμα συμψηφιστικής αποκατάστασης μόνο για τις ποσότητες ελεύθερων αποθεμάτων που διέθεσαν οι ίδιες σε κάθε πρατηριούχο και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για ατελή εφοδιασμό πλοίων. Εικονικός εφοδιασμός πλοίων με ατελή καύσιμα. Η εταιρεία γίνεται κυρία και παραλήπτης λαθρεμπορικού εμπορεύματος και κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνη. Απαλλαγή της από την ευθύνη αν αποδείξει ότι έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της λαθρεμπορίας. Η επίρριψη σε αυτήν του βάρους απόδειξης δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Για το παραδεκτό της αναίρεσης, όταν καταλογίζονται δασμοί ή/και φόροι, καθώς και πολλαπλά τέλη, συναθροίζονται τα δύο ποσά για την εξεύρεση του ποσού της διαφοράς. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 (επικυρώνει την 386/2015 απόφαση του ΔΕφΛαρ).


ΣΤΕ/39/2018

Επειδή, όσον αφορά τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που καταλογίσθηκαν εις βάρος του, ο αναιρεσείων προβάλλει ακόμη ότι με πλημμελή αιτιολογία απορρίφθηκε ως αόριστος ο λόγος της εφέσεώς του, με τον οποίο είχε αμφισβητήσει το ύψος αυτών. Το παράπονο που αυτός είχε προβάλει πρωτοδίκως ήταν ότι «τα ποσά που αναφέρονται στις χρεώσεις δασμών είναι εσφαλμένα και πεπλανημένα γιατί από 1.1.1993 οι δασμοί που αναλογούν για τα αυτοκίνητα αυτά ανέρχονται στο 40% ή 60% της τιμής χρέωσης και όχι στο 240%, όπως εσφαλμένα υπολογίζει η ΕΥΤΕ». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αν και επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός δεν είναι ειδικός, τον απέρριψε πάντως ως αλυσιτελή, δεχθέν ότι κρίσιμος χρόνος υπολογισμού των διαφυγόντων δασμών είναι ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε στο Δημόσιο η σχετική, λόγω της τελωνειακής παραβάσεως, ζημία, ήτοι εν προκειμένω προ του έτους 1993 και τις αλλαγές που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων. Με την έφεσή του αυτός επανέλαβε την αυτή αιτίαση κατά της πράξεως χρεώσεως χωρίς να πλήξει την ως άνω απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι η πρωτόδικη απόφαση αντιπαρήλθε σιγή τον ως άνω ισχυρισμό του. Με τα δεδομένα αυτά νομίμως απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος εφέσεως, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, και τα περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέα.Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ..., κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος του αναιρεσείοντος των επιδίκων πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο την διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 2047/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., εξαφανίζει την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, κατά το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της επιβολής εις βάρος του πολλαπλών τελών, περαιτέρω δε, δικάζει και δέχεται εν μέρει την προσφυγή αυτή, για τον ίδιο ως άνω λόγο, και ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 264/91/1996 πράξη του Διευθυντού της Ε.Ι.Τ.Ε., κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα πολλαπλά τέλη, για λαθραία εισαγωγή αυτοκινήτων στη χώρα. 


ΔΕΚ/C-104/1986

1 . Σε περίπτωση που δεν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την απόδοση εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, την επιστροφή αυτών των επιβαρύνσεων . Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων υπό συνθήκες που θα συνεπάγονταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των ελκόντων δικαίωμα έτσι, δεν αποκλείεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιρρίφθηκαν σε άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές . Είναι, όμως, ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη η επίτευξη της επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου . Αυτό ισχύει, ιδίως, προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επιρρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα ή, προκειμένου για ιδιαίτερους περιορισμούς, όσον αφορά το είδος της αποδείξεως που πρέπει να προσκομιστεί, όπως ο αποκλεισμός κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου εκτός από την έγγραφη απόδειξη . 2 . Η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αναγνωρίζουν τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν απαλλάσσουν το τελευταίο από την υποχρέωση της εξαλείψεως από την εσωτερική του έννομη τάξη των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων διατάξεων γεννά μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, καθώς τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου βρίσκονται σε αβεβαιότητα όσον αφορά τις δυνατότητες που τους έχουν επιφυλαχθεί για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο .


ΕΣ/ΚΛ.Ε/438/2019

Αντιπλημμυρικά έργα......Εξάλλου, οι απολογιστικές εργασίες, όπως συνάγεται από το άρθρο 9 της Κωδικοποίησης Δημοσίων Έργων (ν.3669/2008) χαρακτηρίζονται ιδίως από το ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τιμολογηθούν ή συνίστανται σε δοκιμαστικές εργασίες και έρευνες, ήδη δε με τις νεότερες διατάξεις του ν.4412/2016 (άρθρα 154 και 126) στις απολογιστικές εργασίες ρητώς περιλαμβάνονται και οι αρχαιολογικές εργασίες. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιθέμενων στην σκέψη 3 ανωτέρω, η επιβάρυνση λόγω της χρηματικής εισφοράς που συνδέεται με τη διαχείριση αποβλήτων (ΑΕΚΚ) δεν εμπίπτει σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις εργασιών που μπορούν νομίμως να χαρακτηριστούν απολογιστικές, συνεπώς έπρεπε να συνυπολογιστεί, σύμφωνα με το τιμολόγιο μελέτης, στο οικείο άρθρο εργασιών των ομάδων εργασιών του προϋπολογισμού. Επομένως, πέραν της εσφαλμένης κατάρτισης του προϋπολογισμού της συμπληρωματικής σύμβασης κατά το μέρος που αφορά το διαχωρισμό με τον ανωτέρω τρόπο της επιβάρυνσης για τη διαχείριση ΑΕΚΚ από τις οικείες εργασίες, το ποσό των απολογιστικών εργασιών μη νομίμως θεωρείται βάσει της αιτιολογικής έκθεσης που συνοδεύει τον 1ο ΑΠΕ, ως ποσό το οποίο δεν συνυπολογίζεται στο σύνολο της αξίας της συμπληρωματικής σύμβασης και εσφαλμένως περιορίζεται το ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης κατά 283.591,80 ευρώ, σε 513.429,62 ευρώ, ώστε να εμφανίζεται υπολειπόμενο κατά ποσοστό του 50% της αρχικής σύμβασης, ενώ κατά τον ορθό υπολογισμό υπερβαίνει το ποσοστό αυτό, όπως ήδη ανωτέρω εκτίθεται. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που περιέχεται στην αιτιολογική έκθεση ότι η δαπάνη των απολογιστικών δεν αντιστοιχεί σε εργασίες αλλά μόνο σε προσαύξηση δαπάνης, καθιστά το κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών μη νόμιμο, διότι αυτό προβλέπεται όταν αποδίδεται αποκλειστικά στην εκτέλεση εργασιών και μάλιστα ιδιαίτερης φύσης και δεν επιτρέπεται να ενσωματώνει οποιοδήποτε άλλο οικονομικό βάρος, ιδίως αν αυτό εμφανίζεται ανεξάρτητο από την εκτέλεση εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, οι επιβαρύνσεις που οφείλονται στη διαχείριση αποβλήτων εκσκαφών (ανταποδοτικά τέλη, χρηματικές εισφορές, κ.λπ.) προβλέπονται από τις διατάξεις της ΚΥΑ 36259/1757/2010 (βλ. ιδίως άρθρο 8), που ισχύουν από πολλών ετών και πριν τη δημοπράτηση του έργου, επομένως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ότι προέκυψαν κατά τρόπο απρόβλεπτο, ενώ και από τις διατάξεις των τευχών δημοπράτησης που παρατίθενται στη σκέψη 4 ανωτέρω («Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων» άρθρο 6, παρ. 6.1.1 και 6.6.1 περ. ζ και η, «Τιμολόγιο» παρ. 1.1.2), συνάγεται ότι γενικώς οι σχετικές επιβαρύνσεις και υποχρεώσεις περιλαμβάνονται στην τιμολόγηση των οικείων άρθρων εργασιών.

ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1043/2019


ΕΣ/ΤΜ.6/258/2011

ΔΑΝΕΙΑ:Aίτηση η ανάκληση της 271/2010 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..0Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, η ανυπαρξία ατομικής διαπραγμάτευσης δεν εξαιρεί έναν όρο από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας του περιεχομένου του και των δεσμεύσεων που αυτός επάγεται. Κατά το δικαστικό δε έλεγχο δανειακής σύμβασης μεγάλης οικονομικής αξίας, που διενεργείται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος 1975/1986/2001 αρμοδιότητάς του, ο δικαστικός σχηματισμός ελέγχει και την κατά το περιεχόμενο νόμιμη ως μη καταχρηστική δέσμευση που παράγεται για τον Δήμο – καταναλωτή από τους όρους της σύμβασης και δύναται να αποφαίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης όταν διαπιστώνει ότι υφίστανται τέτοιοι (μη νόμιμοι ως καταχρηστικοί) όροι. Τούτο διότι, ο δικαστικός προσυμβατικός έλεγχος πρωτίστως σκοπεί στην προστασία του δημόσιου πλούτου, η οποία επιτυγχάνεται μόνο όταν η δημόσια διοικητική δράση ασκείται κατά τρόπο νόμιμο. Στο πλαίσιο δε αυτό της νομιμότητας εντάσσονται και οι γενικοί όροι (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2251/1994). Συνεπώς, όρος δανειακής σύμβασης, ακόμη και αν δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, εφόσον ελεγχόμενος από το Κλιμάκιο κριθεί καταχρηστικός, είναι μη νόμιμος, όπως κάθε αντίστοιχης αιτιολογίας μη νόμιμος ειδικός όρος συναλλαγής. Είναι συνεπώς νόμω αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος ανάκλησης και συνακόλουθα κατά τούτο απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος ανάκλησης, καθόσον ο σχετικός όρος περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών αντί τριακοσίων εξήντα πέντε (365) είναι μη νόμιμος, διότι με αυτόν η Τράπεζα διασπά κατά τεχνητό τρόπο το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη κατά έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Περαιτέρω, αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών Δήμος ότι η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον όρο 5.4.β) της σύμβασης είναι γραμμένη με αχνή γραφή και, επομένως, δεν αποτελεί συμβατικό όρο. Και τούτο διότι στο προοίμιο του υποβληθέντος σχεδίου δανειακής σύμβασης αναφέρεται, όπως επισημαίνεται και από το Κλιμάκιο, ότι συνομολογούνται και γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά τα αναφερόμενα με έντονη γραφή, η δε αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον ως άνω όρο της σύμβασης είναι γραμμένη με έντονη γραφή (βλ. κατ’ αντιδιαστολή τους όρους 12, 13 και 14 της ελεγχόμενης σύμβασης, όπου η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι γραμμένη με αχνή γραφή). Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι, ακόμα και εάν δεν αναφέρεται ρητά στη δανειακή σύμβαση, ισχύουν οι περιορισμοί από διατάξεις που ορίζουν τα ποσοστά της υποχρεωτικής δέσμευσης των Κ.Α.Π. για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών του οικείου Ο.Τ.Α.. Τούτο διότι, θα έπρεπε να αναφέρονται ρητά στη δανειακή σύμβαση οι σχετικοί περιορισμοί για λόγους σαφήνειας και προς αποφυγή θεμελίωσης οποιασδήποτε αντίστοιχης ενδοσυμβατικής ευθύνης του Δήμου. Αβασίμως, επίσης, υποστηρίζεται από τον αιτούντα ότι ο όρος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα μετακύλισης φόρων και τελών που συνδέονται με την ως άνω σύμβαση σε βάρος του Δήμου δεν είναι αόριστος, και σε κάθε περίπτωση ενσωματώνει μία νόμιμη υποχρέωση του Δήμου, καθόσον είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση της μετακύλισης των φόρων και τελών που συνδέονται με την ελεγχόμενη σύμβαση σε βάρος του Δήμου, οριζόμενη στους φόρους και τα τέλη από τα οποία δεν απαλλάσσεται ο Δήμος βάσει των διατάξεων του ν. 3463/2006 και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τους Ο.Τ.Α.. Τέλος, αναφορικά με τον έκτο λόγο ανάκλησης, ο οποίος και αυτός είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, προκειμένου να συναφθεί το δάνειο, απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στην οποία πρέπει απαραίτητα να καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η τοκοχρεωλυτική δόση. Η απαίτηση αυτή του νομοθέτη, η οποία ρητά θεσπίζεται στο κανονιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 176 παρ. 2 του ν. 3463/2006, αποτελεί αντικειμενική εγγύηση διαφάνειας, κατά τρόπον ώστε, μόνο με την τυπική πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής, να τεκμαίρεται ότι τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ενέκριναν τη σύναψη του δανείου με πλήρη επίγνωση του οικονομικού βάρους που αυτό συνεπάγεται για το δανειζόμενο Δήμο. Περαιτέρω, ακόμα και στην περίπτωση που το δάνειο συνομολογείται με κυμαινόμενο επιτόκιο EURIBOR, η τοκοχρεωλυτική δόση θα πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου, με την οποία αποφασίζεται η σύναψη του δανείου, και δεν αρκεί να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, όπως αβάσιμα ο αιτών υποστηρίζει, δοθέντος ότι αν αυτό ήταν επιτρεπτό ο νομοθέτης δεν θα είχε προέλθει στη ρητή θέσπιση της εν λόγω απαίτησης ως όρου του πραγματικού του προλαβόντος κανόνα δικαίου. Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.