×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/191/2010

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Κρίσεις Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Δεν είναι νόμιμη απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ), διότι στηρίχθηκε σε ακυρωθείσα με απόφαση του Διοικ. Εφετείου Αθηνών πράξη οριστικής αξιολογήσεως του Ανωτάτου Αεροπορικού Συμβουλίου (ΑΑΣ) /Βασικής Συνθέσεως, επί της από 1-1-2004 έως 1-8-2004 εκθέσεως οριστικής αξιολόγησης. β) Στην πιο πάνω περίπτωση η επανάληψη της κρίσεως πρέπει να γίνει από το πρωτοβάθμιο όργανο κρίσεων.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Υπόθεση C-15/2016

Υπόθεση C-15/16: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Ιουνίου 2018 [αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht κατά Ewald Baumeister (Προδικαστική παραπομπή — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Οδηγία 2004/39/ΕΚ — Άρθρο 54, παράγραφος 1 — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι εθνικές χρηματοπιστωτικές εποπτικές αρχές — Έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών»)


ΜονΠρΛιβ/21/2007

Εν όψει της δημιουργούμενης στο Δικαστήριο αμφιβολίας για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 και 11 π.δ. 164/2004 υπό το φως των ρητρών 5 και 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, είναι απαραίτητο να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η ρήτρα 5 σε συνάρτηση με τη ρήτρα 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου. Το Δικαστήριο αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διατάσει την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τα προδικαστικά ερωτήματα που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΝΣΚ/347/2009

Συμμόρφωση Διοικήσεως. Ανακοπές προς ακύρωση ταμειακών βεβαιώσεων και πράξεων διοικητικής εκτελέσεως. Ύπαρξη ή μη συνυπευθυνότητας για την πληρωμή των χρεών στο πρόσωπο του καθ’ ού η εκτέλεση τρίτου ανακόπτοντος.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η Δ.Ο.Υ. Α΄ Πατρών υποχρεούται να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την εξάλειψη της 701/13-3-2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πάτρας, Γ. Κ. και να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά βάσει της 27185/147/2-11-2005 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ. μετά την έκδοση των υπ’ αριθμ. 737/2008, 738/2008 και 740/2008 οριστικών και μη τελεσίδικων αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πάτρας (Τμήμα 4ο Μονομελές), ότι με τις οποίες, κατ’ αποδοχή αντίστοιχων ανακοπών του Θ.Κ. και με την αιτιολογία ότι δεν προβλεπόταν από καμιά διάταξη νόμου αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ευθύνη του ανακόπτοντα, ακυρώθηκαν η υπ’ αριθμ. 171/12-1-2004 πράξη ταμειακής βεβαιώσεως ποσού 621.616 € σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας «Κ… Α.Ε.Β.Ε.» και οι πιο πάνω πράξης διοικητικής εκτελέσεως σε βάρος του ανακόπτοντα, κατά το μέρος που μ’ αυτές επιδιωκόταν η είσπραξη απ’ αυτόν (ανακόπτοντα), ως αλληλέγγυα συνευθυνόμενου κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν 1892/1990 (Φ.Ε.Κ. Α΄101), του πιο πάνω βεβαιωθέντος ποσού σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας «Κ… Α.Ε.Β.Ε.» και του βεβαιωθέντος ποσού 712.160,40 € σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας «Χ…Γ. Κ……. Α.Ε.» από επιστρεπτέα ποσά επιχορηγήσεως και επιδοτήσεως επιτοκίου σύμφωνα τον πιο πάνω Ν 1892/1990. (ομοφ.)


ΣΤΕ/1329/2018

Επειδή, περαιτέρω, εφ’ όσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως για την έκδοση της ανακαλουμένης διαπιστωτικής πράξης, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, να καλέσει προηγουμένως τον αιτούντα σε ακρόαση και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3350/2011 7μ., 2261/2011, 960/2011 κ.ά.). Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν αφαιρέθηκε η ιθαγένεια του αιτούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά ανακλήθηκε η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξη σύμφωνα με τους κανόνες περί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό για το δημόσιο συμφέρον, καθ’ όσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της συνθέσεως του Λαού ως στοιχείου και αμέσου οργάνου του ελληνικού Κράτους, η ανάκληση ως παράνομης της διαπιστωτικής της ιθαγενείας πράξης εντός ευλόγου χρόνου (εξαετίας) από την έκδοσή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2621/2012).


ΕλΣυν/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/477/2019

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ:ζητείται η αναίρεση της 1996/2014 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος αναίρεσης κατ’ αυτήν την αιτίαση είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στο εκδόν ΙV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εκ νέου εξέτασή της, περαιτέρω δε να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της ένδικης αίτησης (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο - ν. 4129/2013), ενώ, μετ’ εκτίμηση των συντρεχουσών περιστάσεων, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα (άρθρ.275 Κ. Διοικ. Δικ. σε συνδ. με άρθρ. 123 π.δ/τος 1225/1981). Κατά την μειοψηφούσα όμως γνώμη της Προέδρου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου και του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, για τους λόγους που οι ίδιοι εξέθεσαν σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Τμήμα προεχόντως για να εφαρμοσθεί απ’ αυτό στην κρινόμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009. Αναιρεί την 1996/2014 απόφαση του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΔιοικΠρωτΑθ/5185/2022

Φορολογία Εισοδήματος:Ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση, άλλως η τροποποίηση, της 1480/16-2-2017 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η .../19-10-2016 ενδικοφανής προσφυγή (του άρθρου 63 του ν. 4174/2013), που άσκησε ο προσφεύγων κατά των κάτωθι πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ....: 1) της .../14-9-2016 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος(....)Ως εκ τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ..., ..., .... και .../14-9-2016 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. ..., οικονομικών ετών 2006, 2009, 2003 και 2004 αντίστοιχα, οι οποίες εκδόθηκαν στις 14-9-2016 και κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα στις 22-9-2016, ήτοι μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 84 παρ. 1 του ΚΦΕ, η οποία έληξε στις 31.12.2011, 31.12.2014, 31.12.2008 και 31.12.2009 αντίστοιχα, είναι, για τον λόγο αυτό, ακυρωτέες, όπως βάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή. Επομένως, μη νομίμως απορρίφθηκε η ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος με την 1480/16-2-2017 προσβαλλόμενη απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, η οποία πρέπει να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής. Δέχεται την προσφυγή.Ακυρώνει την 1480/16-2-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η ..../19-10-2016 ενδικοφανής προσφυγή, που άσκησε ο προσφεύγων κατά των ..., ..., .... και .../14-9-2016 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ..., οικονομικών ετών 2006, 2009, 2003 και 2004 αντίστοιχα.


ΣΤΕ 717/2011

Προμήθεια συστήματος εξυγιάνσεως νερού..:Επειδή, εν προκειμένω, ο επίδικος διαγωνισμός αποβλέπει, σύμφωνα με τη διακήρυξη, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 2, στη «βελτίωση, επέκταση και εκσυγχρονισμό του συστήματος εξυγιάνσεως νερού για την κάλυψη των αναγκών του Δήμου», περαιτέρω δε τόσο η Γενική όσο και η Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων ορίζουν, στο άρθρο 1, ως αντικείμενο του εν λόγω διαγωνισμού «την επέκταση και αναβάθμιση του υπάρχοντος συστήματος αφαλατώσεως με την προμήθεια συστήματος εξυγιάνσεως νερού [το οποίο]…θα είναι εντελώς καινούργιο…, προκατασκευασμένο και έτοιμο προς λειτουργία». Εξάλλου, η προϋπολογισθείσα δαπάνη δεν αναλύεται σε επιμέρους ποσά ως προς το σύστημα αυτό καθ’ αυτό και την εγκατάστασή του. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, προέχων χαρακτήρας και κύριο αντικείμενο του επιδίκου διαγωνισμού είναι η προμήθεια του ως άνω συστήματος και όχι η εκτέλεση του σχετικού έργου και, ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας..(..)Επειδή, με την 16/31-3-2009 πράξη της η Ειδική Επιτροπή απεφάνθη ότι «τόσο στο... από 14-7-2008 πρακτικό της επιτροπής διενεργείας του διαγωνισμού …επί των…ενστάσεων…για το στάδιο των δικαιολογητικών…όσο και στο ...δίχως ημερομηνία πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως προσφορών επί της….δεν αναγράφονται τα πρόσωπα και οι ιδιότητες [όσων] έλαβαν μέρος κατά τις συνεδριάσεις των οργάνων αυτών, [δεν αναφέρεται εάν] συμμετείχαν τα ορισθέντα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη των επιτροπών, εφ’ όσον δεν αναγράφονται τα ονόματά τους αλλά φέρουν στο τέλος μη ευδιάκριτες υπογραφές, [δεν αναφέρονται] ο τόπος και χρόνος συνεδρίασης, η ημερήσια διάταξη, ποια μέλη παρίσταντο ως τακτικά ή αναπληρωματικά και αν προσκλήθηκαν νόμιμα και αν η απόφαση ελήφθη ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία» και ότι, συνεπώς, εφ’ όσον οι ως άνω επιτροπές δεν συνεδρίασαν νομίμως, μη νομίμως στηρίχθηκε στα ανωτέρω πρακτικά η 127/12/18-10-2008 πρώτη κατακυρωτική πράξη του ΔΣ. Με την αιτιολογία αυτή απέρριψε, καθ’ ό μέρος αφορούσε στις τυπικές αυτές πλημμέλειες, την προσφυγή της παρεμβαίνουσας κατά της 3566/12-3-2009 πράξεως του ΓΓΠ, με την οποία, κατόπιν αποδοχής προσφυγής της αιτούσας, είχε ακυρωθεί η προαναφερθείσα 127/12/18-10-2008 πράξη του ΔΣ. Προς την πράξη αυτή της Ειδικής Επιτροπής επιχείρησε να συμμορφωθεί το ΔΣ με την 67/6/20-5-2009 (δεύτερη κατακυρωτική) πράξη του, «επανερχόμενο και επανυποβάλλοντας συμπληρωμένα τα ως άνω πρακτικά», ήτοι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου, αντικαθιστώντας το μεν από 14-7-2008 πρακτικό με άλλο, φέρον προγενέστερη του αρχικού ημερομηνία (11-7-2008), το δε αρχικώς εκδοθέν δίχως ημερομηνία πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως προσφορών επί της 3088/3-10-2008 προσφυγής της αιτούσας κατά του από 29-9-2008 πρακτικού τεχνικής αξιολογήσεως και βαθμολογίας με άλλο, φέρον ημερομηνία «9-10-2008», αμφότερα δε τα ως άνω πρακτικά συμπληρώθηκαν με μνεία της 9/2008 πράξεως του ΔΣ (και όχι «91/2008», όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στα «νέα» πρακτικά) ως πράξεως ορισμού των μελών της εκδούσας αυτά επιτροπής διενεργείας του διαγωνισμού, και αναφορά το πρώτον ρητώς των ονομάτων των ως άνω μελών..(..) Ακυρώνει την 69/24-8-2009 πράξη της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 της Περιφερείας … Νομού .. Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό. Δέχεται την παρέμβαση, καθ’ ό μέρος απορρίπτει την αίτηση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.


ΔΕΚ/C‑927/2019

Στην υπόθεση C‑927/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης «Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras» UAB(.....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 58 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των οικονομικών φορέων να αποδεικνύουν ότι πραγματοποιούν ορισμένο μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την οικεία δημόσια σύμβαση συνιστά κριτήριο επιλογής το οποίο αφορά την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των εν λόγω φορέων, κατά την έννοια της παραγράφου 3 της ως άνω διάταξης.(....) 8)Το άρθρο 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν οικονομικός φορέας, ο οποίος είναι μέλος κοινοπραξίας οικονομικών φορέων, έχει κριθεί ένοχος ψευδούς δηλώσεως κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για να εξακριβωθεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού της κοινοπραξίας ή ότι η τελευταία πληροί τα κριτήρια επιλογής, ενώ τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας δεν είχαν λάβει γνώση της ψευδούς δηλώσεως, μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας μέτρο αποκλεισμού από κάθε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.


ΣτΕ ΕΑ 573/2009

ΣΤΕ –αίτηση ασφαλιστικών μέτρων -τεχνικές προδιαγραφές.(...) Επειδή εκ των ανωτέρω προβλέψεων του ειδικού όρου 2 της διακηρύξεως και εκ της συμπεριλήψεως του πελατολογίου μεταξύ των βαθμολογουμένων κριτηρίων αξιολογήσεως προκύπτει, ότι, κατά την έννοιαν της επιδίκου διακηρύξεως, απαιτείται επί ποινή αποκλεισμού η υποβολή από τον ενδιαφερόμενον, ειδικώς δια τον προσφερόμενον από αυτόν αναλυτήν, του κατά τον ανωτέρω ειδικόν όρον πελατολογίου –υπό το προεκτεθέν, κατά την διακήρυξιν, περιεχόμενον του, ήτοι της «ξηράς» παραθέσεως καταλόγου των προηγουμένων πελατών του διαγωνιζομένου. Το ανωτέρω δε πελατολόγιον βαθμολογείται κατά το στάδιον αξιολογήσεως των τεχνικών προσφορών, προκειμένου να ευρεθή η συμφερωτέρα προσφορά. Ούτως, όμως, έχων ο ανωτέρω όρος της διακηρύξεως, πιθανολογείται σοβαρώς, ότι αντίκειται προς τας προαναφερθείσας διατάξεις των άρθρων 51 και 53 παρ. 2, 3 και 8 του πδ 60/07, δια των οποίων μετεφέρθησαν εις το εσωτερικόν δίκαιον αντίστοιχοι διατάξεις της Οδηγίας 2004/18, καθώς και προς τας διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2, 3 και 4 του πδ 118/07, ως εκ του ότι αφ’ ενός μεν περιορίζει τον ανταγωνισμόν, αποκλείοντας την συμμετοχήν εις τον διαγωνισμόν διαγωνιζομένων, οι οποίοι προσφέρουν νέον προϊόν, δια το οποίον δεν υπάρχει εισέτι πελατολόγιον (πρβλ ΕΑ 739/08 a contrario), αφ΄ ετέρου δε προβλέπει περαιτέρω, ως κριτήριον αναθέσεως, το ανωτέρω πελατολόγιον, το οποίον, όμως, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ότι -υπό το κατά την διακήρυξιν περιεχόμενον του- αποτελεί πρόσφορον κριτήριον δια την αξιολόγησιν της ποιότητος του προσφερομένου αναλυτού, αφού, εφ΄ όσον ζητούμενον δια την αναθέτουσαν αρχήν είναι, ως συνάγεται εκ της ανωτέρω γνώμης των εμπειρογνωμόνων, η αξιοπιστία και σταθερότης του αναλυτού, ηδύνατο αυτή, εν πάση περιπτώσει, να επιτύχη τούτο δια της προβλέψεως αυστηρών προδιαγραφών δια το προς προμήθειαν μηχάνημα και δια της προβλέψεως δια της διακηρύξεως όλων των χαρακτηριστικών εκείνων, τα οποία απαιτούνται, ώστε τούτο να είναι κατάλληλο δια τον σκοπόν, δια τον οποίον προορίζεται. Εν όψει τούτων δε, πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμοι οι σχετικοί ισχυρισμοί της αιτούσης.(…) Δια ταύτα  Δέχεται την αίτησιν.  Αναστέλλει: 1) την διακήρυξιν του επιδίκου διαγωνισμού κατά το μέρος που προβλέπει την υποβολήν επί ποινή αποκλεισμού του κατά τον ειδικόν όρον 2 πελατολογίου και 2) την πρόοδον του βάσει της προσβαλλομένης διακηρύξεως διενεργουμένου διαγωνισμού


ΣτΕ/223/2017

Αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξαιτίας της παράνομης θέσεώς του σε αργία και της στερήσεως, για τον λόγο αυτό, του ημίσεος των αποδοχών του, καθώς και ποσό 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.(...)Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999 Α΄ 19), ορίζεται ότι: «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή». Όπως έχει κριθεί, η αυτοδίκαια θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας, σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιβληθεί σε αυτόν, με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου η ποινή της οριστικής παύσεως, δεν επιφέρει την λύση της υπαλληλικής σχέσεως ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού ούτε αποτελεί πράξη απολύσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή πράξη εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων των υπαλλήλων, κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής του υποθέσεως (ΣτΕ 2163/2004 7μ., επίσης πρβλ. ΣτΕ 1990/2014 Ολομ., 3622/2012, 4919/1995, 1241/1993, 140/1992, 1506/1989, 4635/1987). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, η διάταξη αυτή δεν τροποποιήθηκε, τόσο ως προς τις διαδικαστικές, όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις θέσεως του υπαλλήλου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, μετά την πρόβλεψη, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2839/2000, οι οποίες τροποποίησαν τις ανωτέρω διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, ενστάσεως κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των πρωτοβαθμίων συμβουλίων. Το γεγονός δε αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η αυτοδίκαια αργία υπαλλήλου δεν αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πράξη εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, αλλά διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογεί την εφαρμογή του μέτρου αυτού, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Εξάλλου, τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα εξαρτούσε την εφαρμογή του διοικητικού αυτού μέτρου από την προηγούμενη έκδοση αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, θα αναιρούσε, λόγω της καθυστερήσεως, τον επιδιωκόμενο με το μέτρο αυτό σκοπό της άμεσης διασφαλίσεως του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του διωκόμενου υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 104, 121, 142, 144, 145 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεχόμενο ότι για την αυτοδίκαιη αργία αρκεί η έκδοση αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση αποφάσεως και από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.8. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.Δια ταύταΑπορρίπτει την αίτηση.