ΣΤΕ/1329/2018
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Επειδή, περαιτέρω, εφ’ όσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως για την έκδοση της ανακαλουμένης διαπιστωτικής πράξης, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, να καλέσει προηγουμένως τον αιτούντα σε ακρόαση και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3350/2011 7μ., 2261/2011, 960/2011 κ.ά.). Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν αφαιρέθηκε η ιθαγένεια του αιτούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά ανακλήθηκε η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξη σύμφωνα με τους κανόνες περί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό για το δημόσιο συμφέρον, καθ’ όσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της συνθέσεως του Λαού ως στοιχείου και αμέσου οργάνου του ελληνικού Κράτους, η ανάκληση ως παράνομης της διαπιστωτικής της ιθαγενείας πράξης εντός ευλόγου χρόνου (εξαετίας) από την έκδοσή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2621/2012).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/53/2011
Επειδή, περαιτέρω, η επίδικη ανάκληση ερείδεται στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως μιας των νομίμων προϋποθέσεων εκδόσεως της ανακαλούμενης πράξεως (δηλ. της ιδιότητας του αιτούντος ως «παλιννοστούντος ομογενούς») και, επομένως, δεν συνέτρεχε, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση της Διοικήσεως να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση. Η ανάκληση δε της διαπιστωτικής της ιθαγένειάς του πράξεως, ως παράνομης, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγένειας, κατά το άρθρο 4 παρ.3 του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, δεν κωλύεται από τη συνταγματική αυτή διάταξη. Εξάλλου, η ανάκληση την 1.6.2001, με την προσβαλλόμενη πράξη, της από 9.9.1996 διαπιστωτικής της ιθαγένειας του αιτούντος αποφάσεως εχώρησε εντός ευλόγου, ενόψει των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, χρόνου, προκειμένου μάλιστα περί πράξεων οι οποίες άπτονται ζητήματος εξόχως σημαντικού για το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η ιθαγένεια. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ενόψει των συνθηκών της υποθέσεως, ότι η εν λόγω ανάκληση άρχισε να παράγει, σε χρόνο πέραν του ευλόγου, τα έννομα αποτελέσματά της έναντι του αιτούντος, εκ μέρους του οποίου προκύπτει βεβαία γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως το πρώτον την 19.7.2006, δεδομένου, μάλιστα, ότι είχε επιχειρηθεί σε προγενέστερο χρόνο η επίδοσή της στη δηλωθείσα από τον ίδιο ενώπιον της Διοικήσεως διεύθυνση, όπου αυτός, όπως συνομολογεί, δεν ανευρέθη (βλ. το 11159/7.9.2006 έγγραφο της Ν.Α. ... προς το Δικαστήριο). Εν πάση δε περιπτώσει, η τυχόν μη κοινοποίηση της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως δεν αποτελεί λόγο ακυρώσεώς της, διότι δεν επηρεάζει τη νομιμότητα ή την εκτελεστότητα της πράξεως αυτής. Κατά συνέπεια, αβασίμως προβάλλονται οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι ακυρώσεως. Επίσης απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον δεν προσδιορίζεται με αυτόν η πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η ιθαγένεια ανήκει στην προσωπική κατάσταση του προσώπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα. Ομοίως απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως είναι και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η Διοίκηση όφειλε να εφαρμόσει στην περίπτωσή του τον «νέο ηπιότερο διοικητικό νόμο». Εξάλλου, η βλάβη από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, την οποία επικαλείται ο αιτών, δεν συνιστά λόγο ακυρώσεώς της (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1581-2 Ολ.,1979/2010, 685, 1398, 1867/2009, 2654,4022/2004, 602/2003 Ολ.,1237/2002).
ΣΤΕ/ΕΑ/844/2007
ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ-ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ: εγγραφή του αιτούντος ως αδηλώτου στα Μητρώα Αρρένων της Κοινότητας … και καθορισμού της ηλικίας του. (...) Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι ο αιτών κατοικεί μονίμως στην Ελλάδα και δραστηριοποιείται σε οικογενειακή επιχείρηση εμπορίου τροφίμων (….), στην οποία έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις και ότι, ως εκ τούτου, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα επιφέρει βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, στον ίδιον και στη δεύτερη αιτούσα, σύζυγό του, η οποία απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια λόγω του γάμου της. Η Επιτροπή Αναστολών, λαμβάνοντας υπόψη: α. ότι με την προσβαλλόμενη πράξη δεν αμφισβητείται ευθέως η γνησιότητα της εγγραφής του παππού του αιτούντος στα Μητρώα Αρρένων του Δήμου Αθηναίων, ούτε η ισχύς του πιστοποιητικού ταυτοπροσωπίας και, επομένως, η ελληνική ιθαγένεια αυτού και των απογόνων του, ούτε επεξηγείται για ποιό λόγο δεν κατοχυρώνεται το δικαίωμα εγγραφής του αιτούντος ως αδηλώτου και β. την προαναφερθείσα βλάβη, κρίνει ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.
ΣΤΕ 3226/2011
ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ:Υπό τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως του εκκαλούντος από το Νομάρχη ..... ....., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (ΣτΕ 4235/2005) 12. Επειδή, ενόψει του ότι παρέχεται στο νομοθέτη η ευχέρεια (βλ. ΣτΕ 2934/1993, 1715/1983 Ολομ.), κατ εκτίμηση του προσφορότερου τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να καταργεί οργανικές θέσεις και σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως να τον απολύει ή να τον τοποθετεί σε άλλη υπηρεσία, η επιλογή του μέτρου των αυτοδικαίων μετατάξεων, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του οργανωτικού επανασχεδιασμού των Υπουργείων και των Ν.Α. και την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούσε το ιδιόρρυθμο καθεστώς της διαρκούς αποσπάσεως των ως άνω υπαλλήλων, δεν παρίσταται καταδήλως αυθαίρετη και απολύτως απρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού (ΣτΕ 4237/2005 και πρβλ. ΣτΕ 1512, 4230/2002, 866/2001). Επομένως, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση ενώπιον των δικαστηρίων, των ουσιαστικών επιλογών του νομοθέτη ως προς το προκριτέο μέσο επιτεύξεως του νομοθετικού σκοπού είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ενόψει δε και του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι επίδικες ρυθμίσεις του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 δεν θίγουν το περιεχόμενο της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτοδίκαιη μετάταξη του εκκαλούντος δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης (ΣτΕ 4237/2005), αλλά ούτε και προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως.13. Επειδή, με την από 25.9.2001 αίτηση ακυρώσεως ο ήδη εκκαλών ούτε είχε προσδιορίσει συγκεκριμένα την οικογενειακή του κατάσταση ούτε ανέφερε τον τόπο εγκαταστάσεως της οικογένειάς του, και ως εκ τούτου δε δεν προσδιόρισε τη βλάβη που αυτή θα υποστεί από την εφαρμογή της προσβληθείσης υπ΄ αριθμ. 6222/2.8.2001 πράξεως του Νομάρχη ..... ...... Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που είχε προβάλει, ότι η κατ΄ άρθρον 77 του Ν. 2910/2001 μετάταξή του αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες προστατεύεται ο θεσμός της οικογένειας, ήταν απορριπτέος ως αόριστος και άρα ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από το δικάσαν δικαστήριο. Άλλωστε, η προστασία της οικογένειας δεν έχει συγκεκριμένο πάντα περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότεροι τρόποι προστασίας της και η έκταση της προστασίας αυτής καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη εντός των ορίων που διαγράφουν άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές (ΣτΕ 4237/2005). Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
ΝΣΚ/222/2013
Δυνατότητα ή μη ανάκλησης της διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής σχέσης συνεπεία παραιτήσεως υπαλλήλου, λόγω πλάνης του ως προς την ύπαρξη του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.Ενόψει της πλοκής του διδόμενου ιστορικού, εναπόκειται στην, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσης, αποκλειστική ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης περί του συγγνωστού ή μη της επικαλούμενης πλάνης του αιτούντος, κατά τα παραπάνω, οπότε, σε καταφατική και μόνο περίπτωση, δύναται αυτή να προχωρήσει στην ανάκληση της διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής του σχέσης λόγω παραιτήσεώς του.
ΣΤΕ/3406/2014
Καθορισμός αποδοχών...Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 17, ο καθορισμός μονομερώς από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη των εν γένει αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή της ΡΑΕ δεν θίγει άνευ ετέρου την ανεξαρτησία της Αρχής, τα προσβαλλόμενα μισθολογικά μέτρα δεν παρίστανται, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ως άνω ειδικότεροι λόγοι ακυρώσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 17, ο προκύπτων από τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως βασικός μισθός ανέρχεται στο ποσό των 2.097 ευρώ και προσαυξάνεται με τα προβλεπόμενα επιδόματα, ενόψει δε αυτών, οι θεσπιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω σκέψη, υπερέχουν, γενικώς, έναντι των καθοριζομένων με τις περί ενιαίου μισθολογίου διατάξεις του ν. 4024/2011 συνολικών αποδοχών των εν ευρεία εννοία δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προδήλως απρόσφορες σε σχέση με τα λειτουργικά καθήκοντα και τη σημασία της αποστολής των συγκεκριμένων επιστημόνων. Με τα ανωτέρω δεδομένα, συνολικώς εκτιμώμενα, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ., σκέψη 35, 1286/2012 Ολομ., σκέψη 16), αλλ’ ούτε και στο εγγυώμενο την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν η ιδιοκτησία κατά το εν λόγω άρθρο έχει ή όχι την αυτή έννοια με την κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου περιουσία, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, καταρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΣΤΕ/1866/2019
Φορολογία ακινήτων και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας για τον υπολογισμό των οικείων φόρων. Η τήρηση ή μη από τη Διοίκηση των όρων που θέτουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις ή που συνάγονται από αυτές μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προπαρασκευαστικές της έκδοσής της πράξεις. Με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος χορηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση και για τον καθορισμό της ειδικής μεθοδολογίας καθορισμού των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως στοιχείων για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε πιστοποιημένους εκτιμητές, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν, εκτός από την ημεδαπή νομοθεσία, τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη εχώρησε κατά τρόπο που δεν πληροί την απαίτηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας, με συνέπεια η διαδικασία αυτή να παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσβαλλόμενη υα ΠΟΛ.1113/2018 είναι, ως προς το επίδικο σκέλος της, μη νόμιμη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ακύρωση της 11 επίδικης ρύθμισης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣΤΕ/1869/2019
Φορολογία ακινήτων και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας για τον υπολογισμό των οικείων φόρων. Η τήρηση ή μη από τη Διοίκηση των όρων που θέτουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις ή που συνάγονται από αυτές μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προπαρασκευαστικές της έκδοσής της πράξεις. Με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος χορηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση και για τον καθορισμό της ειδικής μεθοδολογίας καθορισμού των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως στοιχείων για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε πιστοποιημένους εκτιμητές, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν, εκτός από την ημεδαπή νομοθεσία, τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη εχώρησε κατά τρόπο που δεν πληροί την απαίτηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας, με συνέπεια η διαδικασία αυτή να παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσβαλλόμενη υα ΠΟΛ.1113/2018 είναι, ως προς το επίδικο σκέλος της, μη νόμιμη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ακύρωση της 11 επίδικης ρύθμισης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣΤΕ/286/2012
Επειδή, προβάλλεται εν πρώτοις, ότι κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως συνέτρεξε παράβαση του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως του αιτούντος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγουμένη σκέψη, διότι η ανάκληση εχώρησε κατά δεσμίαν αρμοδιότητα, με μόνη την συνδρομή της αντικειμενικής προϋποθέσεως του νόμου, να έχει παραμείνει, ως εν προκειμένω, κλειστό το φαρμακείο για χρόνο μείζονα του τριμήνου άνευ αδείας της Αρχής. Είναι, ομοίως, απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως ότι συνέτρεξε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας υπό την έννοια ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι ισχυρισμοί του αιτούντος για έλλειψη υπαιτιότητάς του όσον αφορά την μη λειτουργία του φαρμακείου υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις. Τούτο δε, διότι στηρίζονται σ’ εσφαλμένη εκδοχή για την έννοια του νόμου, που προβλέπει ότι οι σχετικές διοικητικές πράξεις εκδίδονται μετά από άσκηση δεσμίας αρμοδιότητος και όχι διακριτικής ευχερείας.
ΝΣΚ/112/2015
Συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ – Ανάκληση ή μη της διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης θέσης σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα υπαλλήλου και επαναφορά της στην ενεργό υπηρεσία – Αποκατάσταση της υπαλλήλου στο πλαίσιο συμμόρφωσης με προηγηθείσα απόφαση του ΣτΕ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η Διοίκηση δεν οφείλει, μετά την έκδοση της 4745/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, να ανακαλέσει τη διαπιστωτική πράξη της αυτοδίκαιης απόλυσης της Δ.Μ. και να την επαναφέρει στην Υπηρεσία, καθόσον, ήδη, πριν την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η ατομική πράξη με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη θέση της υπαλλήλου σε προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, η Διοίκηση είχε αποκαταστήσει τη συγκεκριμένη υπάλληλο στο πλαίσιο συμμόρφωσης προς την προηγηθείσα 3354/2013 απόφαση του ΣτΕ, με βάση και τη ρητή βούλησή της, η οποία διαμορφώθηκε σύμφωνα με όσα η ίδια η Διοίκηση είχε υποδείξει, με σχετική εγκύκλιό της, στους υπαλλήλους που εθίγησαν από την ακυρωθείσα, με την 3354/2013 απόφαση του ΣτΕ, υπ’ αρ. ΔΙΔΑΔ/Φ.26.14/ 756/οικ.21872/4-11-2011 (ΦΕΚ 2619/τ.Β΄/8-11-2011) κοινή υπουργική απόφαση. (ομοφ.) ΑΠΟΔΕΚΤΗ
ΣτΕ/3384/2011
Ανάκληση-κατακύρωσης.Εκκρεμείς στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την 31.12.2010 αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες δεν εμπίπτουν στον ν. 3886/2010, υπάγονται από την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010, δηλαδή από 1.1.2011, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, στο οποίο και πρέπει να παραπέμπονται (βλ. ΣτΕ 263/2011 σε Συμβούλιο).