Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/202/2016

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 118/2007, 60/2007

Παραμονή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στις νέες υπηρεσίες της ΟΤΕ ΑΕ – Φύση της σχέσεως μετά τη μετάβαση στο περιβάλλον του εθνικού δικτύου «Σύζευξις».Η παραμονή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στις νέες υπηρεσίες της ΟΤΕ ΑΕ, όπως αυτές έχουν σήμερα διαμορφωθεί, ήτοι η δημιουργία ενός ενιαίου λογαριασμού ΟΤΕ για τις διάφορες υπηρεσίες αυτού και η ομαλή και αδιατάρακτη τηλεπικοινωνιακή συνέχεια στο στάδιο της μετάβασης στο περιβάλλον του εθνικού δικτύου «Σύζευξις», δεν συνιστούν νέα σύμβαση αλλά έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και αποτελούν επέκταση, τροποποίηση και αναθεώρηση των ήδη συναφθεισών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών της ΟΤΕ ΑΕ προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που προϋπήρχαν για κάθε ένα προϊόν παροχής, για το οποίο είχε υποβληθεί αίτηση / σύμβαση του συνδρομητή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ προς την ΟΤΕ ΑΕ για παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

48797 ΕΞ 2022

Διάθεση της διαδικτυακής υπηρεσίας «Υπηρεσίες για επιδόματα βάσει εισοδήματος/Στοιχεία Φορολογικής Δήλωσης για οικονομική ενίσχυση στους πληγέντες Σάμου και Εύβοιας», στο πληροφοριακό σύστημα Evia Samos του Εθνικού Δικτύου Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας ΑΕ, μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.


ΕλΣυν/Τμ.6/3334/2009

Για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών θα πρέπει, κατά κανόνα, να διενεργείται ανοικτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ εξαιρετικά, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις της διάταξης του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα, είναι στενά ερμηνευτέες και το βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όταν, εκτός των άλλων, για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθίσταται απολύτως αναγκαίο να ανατεθεί η εκτέλεση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν αρκεί να είναι απλώς ικανό να παράσχει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τις ζητούμενες υπηρεσίες, αλλά απαιτείται να είναι και το μοναδικό έναντι οιουδήποτε άλλου προσώπου παρέχοντος ανάλογες υπηρεσίες (ΔΕΚ 199/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ΔΕΚ 296/92 Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, ΔΕΚ 57/94 Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας). Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αναθέτουσα αρχή δύναται να προβεί, ύστερα από διαπραγματεύσεις, σε απευθείας ανάθεση υπηρεσιών για λόγους τεχνικούς ή προστασίας δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, έχοντας όμως προηγουμένως σταθμίσει όλες τις οικονομοτεχνικές παραμέτρους, που καθιστούν συμφερότερη την προσφυγή σε αυτήν την όλως εξαιρετική διαδικασία, με πλήρη και ειδική αιτιολογία που πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για τους λόγους που επέβαλαν την απόφασή της αυτή, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (βλ. Πράξεις 77/2008, 263/2007, 186, 187, 188, 189, 190, 191/2006, 61/2004 VI Τμ Ε.Σ.).


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)202/2013

Kαταβολή ποσού 22.040,00 ευρώ στη φερόμενη ως δικαιούχο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «......», σε εξόφληση μέρους της 1ης παράτασης της σύμβαση παροχής υπηρεσιών που είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και του ως άνω Δήμου(...)Σύμφωνα με το άρ. 25 παρ. 4 εδ. β΄ του π.δ.60/2007 (ΦΕΚ Α΄64) οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, μεταξύ άλλων, όταν οι συμβάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο νέες υπηρεσίες που συνιστούν επανάληψη παρόμοιων που ανατέθηκαν στον αρχικό ανάδοχο από την ίδια αναθέτουσα αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι σύμφωνες με μία βασική μελέτη που αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής σύμβασης συναφθείσας κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να επισημαίνεται ήδη κατά την αρχική προκήρυξη, ενώ επιτρέπεται μόνο για μία τριετία μετά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης, το δε συνολικό ποσό για τις αρχικές και τις νέες υπηρεσίες λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου κατά τον αρχικό διαγωνισμό. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στην προκειμένη περίπτωση πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) οι αρχικές και οι νέες υπηρεσίες να είναι τεχνικά όμοιες και σύμφωνες με μία βασική μελέτη, ήτοι να εξυπηρετούν ένα ευρύτερο λειτουργικό και τεχνικό σχεδιασμό, ο οποίος έχει προηγηθεί και κατά τον οποίο έχουν προσδιοριστεί, τόσο οι βέλτιστες τεχνικά λύσεις, όσο και το είδος και τα κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά των εντασσόμενων σε αυτόν υπηρεσιών, β) η δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία αυτή να προβλέπεται ήδη στην αρχική προκήρυξη, προϋπόθεση η οποία υπό το φως των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, επιβάλλει τον ακριβή καθορισμό ήδη στην αρχική προκήρυξη όχι μόνο των αρχικών αλλά και των νέων παρόμοιων δυνάμενων να ανατεθούν υπηρεσιών (τεχνική περιγραφή, προϋπολογισμός), καθόσον η εν λόγω πρόβλεψη αποτυπώνει το διαπλαστικό δικαίωμα προαίρεσης της αναθέτουσας αρχής να συνάψει με μονομερή δήλωση προς την ήδη ανάδοχο νέα σύμβαση, η δε παράθεση στην αρχική διακήρυξη των καθοριστικών μεγεθών των νέων παρόμοιων νέων υπηρεσιών που δύνανται να  επαναληφθούν, επιτρέπει στους συμμετέχοντες εργολήπτες να διαμορφώσουν τις οικονομοτεχνικές τους προσφορές συνεκτιμώντας και το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της ως άνω δυνατότητας, γ) η προσφυγή στην ανωτέρω διαδικασία επιτρέπεται μόνο για μία τριετία μετά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης (βλ. απόφ. VI Τμ. 3365/2011, 287, 1980/2012).

ΕΣ/ΤΜ.6/558/2014

Υπηρεσίες καθαριότητας κτιριακών εγκαταστάσεων...Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι: Από τις κατατεθείσες υπεύθυνες δηλώσεις των δύο ως άνω εταιρειών προκύπτει σαφώς ότι η εταιρία …. ήταν υπεργολάβος, αναλαμβάνοντας το σαφώς καθορισμένο τμήμα του έργου, που αφορά στη διάθεση του προσωπικού καθαρισμού, εκτός του προσωπικού εποπτείας και διαχείρισης του έργου και κατά κανένα τρόπο δεν επρόκειτο για επίκληση δάνειας εμπειρίας εκ μέρους της ... (πρβλ. VΙ Τμ. 527/2012). Επιπλέον, οι ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις των δύο εταιριών δεν αντιτίθενται στο άρθρο 5 παρ. 2 της διακήρυξης, το οποίο απαιτεί μόνο τον καθορισμό του τμήματος του έργου που θα εκτελεστεί από τον υπεργολάβο χωρίς κανένα περαιτέρω περιορισμό, η διάθεση δε του προσωπικού καθαριότητας συνιστά τμήμα του έργου και όχι ουσιώδες μέρος αυτού, καθόσον τόσο το προσωπικό εποπτείας όσο και το προσωπικό διαχείρισης που θα έχουν τη διεύθυνση εκτέλεσης του έργου και θα καθορίζουν τον τρόπο εκτέλεσής του και την ποιότητα παροχής των ανατιθέμενων υπηρεσιών παραμένουν στην ανάδοχο. Περαιτέρω, η απόσυρση της υπεύθυνης δήλωσης της υποψήφιας αναδόχου ως προς τη χρησιμοποίηση υπεργολάβου κατά την εκτέλεση της σύμβασης δεν αποτελεί ουσιώδη τροποποίηση της αρχικής προσφοράς της ή τροποποίησή της με σκοπό να αρθούν ατέλειες που την καθιστούσαν απαράδεκτη και ως εκ τούτου δεν συνιστά μη επιτρεπτή αντιπροσφορά. Ειδικότερα αφενός μεν και μετά την απόσυρση της δήλωσης αυτής η ανάδοχος εξακολουθεί να προσφέρει τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες που προσφέρθηκε εξαρχής να παρέχει αλλά με προσωπικό που ανήκει εξ ολοκλήρου στην ίδια και όχι με προσωπικό που διευθύνεται μόνο και διαχειρίζεται από την ίδια και αφετέρου η προσφορά της ήταν εξαρχής κανονική και σύμφωνη με τη διακήρυξη, όπως εκτέθηκε και επομένως καλώς έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή του Διαγωνισμού.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον υφίσταται έστω και ένας βάσιμος λόγος μη νομιμότητας της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας ανάθεσης των επίμαχων υπηρεσιών, η προσβαλλόμενη πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί και η κρινόμενη αίτηση, καθώς και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση, πρέπει να απορριφθούν.Δεν ανακαλεί την 246/2013 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/348/2011

Παροχή υπηρεσιών συμβούλου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην σκέψη υπό IV, το Κλιμάκιο κρίνει ότι συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας η δημοσίευση στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πληροφοριών διαφορετικών, τόσο σε σχέση με το κυρίως κείμενο της διακηρύξεως όσο και σε σχέση με το κείμενο των περιλήψεων που δημοσιεύθηκαν στον εθνικό τύπο, ως προς την υποχρέωση των υποψηφίων να υποβάλουν προσφορά μόνο για ένα εκ των εκτεθέντων στο σχετικό πρότυπο τεύχος τμήμα. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της προεκτεθείσης διακηρύξεως, το αντικείμενο της αναθέσεως συνίσταται σε μία οικονομικώς ενιαία, ως εκ της διαμορφώσεως του προϋπολογισμού και του ύψους της εγγυήσεως συμμετοχής, μικτή σύμβαση παροχής υπηρεσιών (χρηματοοικονομικών- τεχνικών και νομικών συμβουλών), με πλείονες, ετεροειδείς παροχές- υπηρεσίες εκ μέρους του ιδίου αναδόχου - Συμβούλου (φυσικού, νομικού προσώπου, κοινοπραξίας, συμπράξεως), ο οποίος υποχρεούται να τις αναλάβει όλες και να τις εκτελέσει είτε αυτοδυνάμως είτε μέσω συνεργάτη - υπεργολάβου. Περαιτέρω, στην διακήρυξη δεν γίνεται διαχωρισμός των προς ανάθεση υπηρεσιών σε τμήματα, αλλά, στο πλαίσιο της περιγραφής του ενιαίου συμβατικού αντικειμένου, αυτό επιμερίζεται, εξ επόψεως θεματικών ενοτήτων, σε Τομείς (Χρηματοοικονομικός- Τεχνικός – Νομικός) και, εξ επόψεως εξελίξεώς τους σε χρονική βάση ανά αντικείμενο, σε Στάδια και επιμέρους Φάσεις. Επομένως, δεν προβλέπεται από την διακήρυξη υποχρέωση των υποψηφίων να υποβάλουν προσφορά μόνο για τον χρηματοοικονομικό, τον τεχνικό ή το νομικό τομέα, αλλά αντιθέτως για όλους τους τομείς αδιακρίτως, το αυτό δε προκύπτει και από τις σχετικές δημοσιεύσεις στον εθνικό τύπο, ενώ αυτό τελικώς εφαρμόσθηκε και από τον ίδιο τον αναθέτοντα φορέα κατά την αποδοχή και αξιολόγηση των προσφορών των συμμετασχόντων στον διαγωνισμό σχημάτων. 


ΕλΣυν.Τμ.4/42/2016

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ:..ζητείται παραδεκτώς, η ανάκληση της 110/2016 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών​..Το Τμήμα, μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποστεί από όσα δέχθηκε το Κλιμάκιο με την 110/2016 Πράξη του, στις ορθές σκέψεις και λεπτομερείς αιτιολογίες της οποίας εμμένοντας, αναφέρεται εκ νέου, προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων. Περαιτέρω, ως προς τους ισχυρισμούς που προβάλλονται με την αίτηση ανάκλησης, κρίνει τα εξής: 1) Όπως προκύπτει από τις 11/103ηΣυν./29.6.2016 και 3/104ηΣυν./6.7.2016 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με τις οποίες αποδέχθηκε τα τιμολόγια της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρίας, που αφορούν τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2016 και το 13/01/252/40869/4.11.2014 έγγραφο του Νοσοκομείου που απευθύνεται προς την Ε.Π.Υ., οι τεχνικές προδιαγραφές προμήθειας υλικών και παροχής υπηρεσιών σε εφαρμογή του Π.Π.Υ.Υ. 2013 διαβιβάστηκαν προς έγκριση στην Ε.Π.Υ. την 4.11.2014, σε εκτέλεση του από έτους συνταχθέντος 6507/11.12.2013 εγγράφου της Ε.Π.Υ., αν και ως καταληκτική ημερομηνία δημοσίευσης των διακηρύξεων για το Π.Π.Υ.Υ. (και όχι αποστολής των τεχνικών προδιαγραφών) ορίστηκε η 31.12.2014 (βλ. και 6484/2014 απόφαση Υπουργού Υγείας, ΦΕΚ Β΄ 3693/31.12.2014). Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μη έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών και συνακόλουθα τη μη προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού έως 31.12.2014, αφού για τις ενέργειες αυτές απαιτείται κατά λογική αναγκαιότητα η προ ευλόγου χρόνου αποστολή από τους αρμόδιους φορείς των οικείων τεχνικών προδιαγραφών. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, αλλά και κατά τα γνωστά στο Δικαστήριο από προηγούμενες πράξεις και αποφάσεις του, η διάρκεια της αρχικής σύμβασης του Νοσοκομείου με τη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρία ήταν διετής, ήτοι από 1.7.2011 έως 30.6.2013, ενώ με την 6/2011 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία κατά το μέρος αυτό δεν ανακλήθηκε με την 1650/2011 απόφαση του VI Τμήματος, είχαν κριθεί μη νόμιμοι οι όροι που προέβλεπαν δικαιώματα μονομερούς παράτασης για ένα έτος και για επιπλέον έξι μήνες, των οποίων γίνεται επίκληση από το αιτούν. Εξάλλου, πέραν του 11/07/356/14849/18.5.2016 εγγράφου του Νοσοκομείου προς το .., ο χρόνος σύνταξης του οποίου είναι πρόσφατος, αναγόμενος σε 1,5 περίπου έτος μετά την αποστολή των ως άνω τεχνικών προδιαγραφών και το οποίο είχε προσκομιστεί και ενώπιον του Κλιμακίου, δεν υποβλήθηκε κάποιο άλλο έγγραφο που να αποδεικνύει «τις αναρίθμητες, διαχρονικά οχλήσεις των αρμοδίων οργάνων του νοσοκομείου, τόσο σε επίπεδο Διοίκησης όσο και Γραφείου Προμηθειών, προς τα αντίστοιχα όργανα του … «..» και της 1ης ΥΠΕ».(..)Τέλος, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο ισχυρισμός περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη θεώρηση των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας και όχι με περισσότερες και τέτοιας φύσης και έντασης παραβιάσεις της εθνικής και Ενωσιακής νομοθεσίας (πρβλ. VI Τμ. αποφ. 1249, 1254/2011).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση του Γενικού Νοσοκομείου .. «..», για την ανάκληση της 110/2016 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο πρέπει να απορριφθεί.


C-258/1997

Περίληψη 1 Οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δεν έχουν εφαρμογή σε αρχές των οποίων η συγκρότηση και η λειτουργία διέπονται από κανόνες όπως εκείνοι που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά του Unabhδngiger Verwaltungssenat fόr Kδrnten (ανεξάρτητο διοικητικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των διοικητικών αρχών του ομοσπόνδου κράτους της Καρινθίας), το οποίο, δεδομένου ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να θεωρηθεί δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης, αποτελεί αρμόδια για την εκδίκαση των προσφυγών δικαστική αρχή. 2 Ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 8, ούτε οι άλλες διατάξεις της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, οι αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εκδίκαση των προσφυγών στον τομέα των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων και έχουν εγκαθιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, είναι επίσης αρμόδιες να εκδικάζουν προσφυγές αφορώσες διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, οι απαιτήσεις ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα προς την οδηγία 92/50 και αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να ελέγχει αν οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου επιτρέπουν να αναγνωριστεί στους πολίτες δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κυρίας δίκης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ειδικότερα, να ελέγχει αν το εν λόγω δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής μπορεί να ασκηθεί ενώπιον ακριβώς των αρχών εκείνων που προβλέπονται στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. 3 Παροχές υπηρεσιών που αφορούν διάφορες υπηρεσίες μηχανικού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εργασίες σχεδιασμού, παροχής συμβουλών και μελέτης για διάφορες ιατρικές εγκαταστάσεις και οι οποίες αφορούν εργασίες σχετικές με την κατάρτιση και την εκτέλεση σχεδίων για την ανέγερση παιδιατρικής κλινικής σε νοσοκομείο και των αντίστοιχων ιατρικών εγκαταστάσεων εμπίπτουν στο παράρτημα Ι Α, κατηγορία 12, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. 4 Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται απευθείας τις διατάξεις των τίτλων Ι και ΙΙ της οδηγίας 92/50 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Όσον αφορά τις διατάξεις των τίτλων ΙΙΙ έως VI, ένας ιδιώτης μπορεί επίσης να τις επικαλείται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, στο μέτρο που από την ατομική εξέταση του γράμματός τους απορρέει ότι είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς σαφείς και ακριβείς. Πράγματι, οι λεπτομερείς διατάξεις των τίτλων ΙΙΙ έως VI της οδηγίας, οι οποίες αφορούν την επιλογή των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων και τους εφαρμοστέους στους διαγωνισμούς κανόνες, τους κοινούς κανόνες στον τεχνικό τομέα και τον τομέα της δημοσιότητας, καθώς και εκείνους σχετικά με τα κριτήρια συμμετοχής, επιλογής και αναθέσεως, είναι, με την επιφύλαξη εξαιρέσεων και μικρών παραλλαγών που απορρέουν από το γράμμα τους, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς σαφείς και ακριβείς, ώστε οι παρέχοντες τις υπηρεσίες να μπορούν να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/43/2019

Παροχή υπηρεσιών οικονομικής – διοικητικής διαχειρίσεως:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την Επίτροπο με τον προμνησθέντα λόγο διαφωνίας, οι επίμαχες συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και όχι συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεις έργου. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύμβαση του …, από τα προπαρατεθέντα άρθρα της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτού και του Πράσινου Ταμείου συνάγεται ότι αυτός, ενεργώντας ως Οικονομικός Διαχειριστής και μέλος της ομάδας του έργου που είχε αναλάβει το Ταμείο ως Συνδικαιούχος του Προγράμματος LIFE RE-WEEE, ασκούσε τα καθήκοντά του υπό τις οδηγίες και εντολές του Συντονιστή του έργου, ο οποίος είχε την εξουσία να θέτει τις γενικές και ειδικές παραμέτρους για την ποιοτική και ποσοτική εκτέλεση του έργου αυτού, ενώ παράλληλα υπέκειτο στον έλεγχο και την εποπτεία αυτού σχετικώς με την προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε να προσέρχεται στον χώρο εργασίας του και να αναχωρεί από αυτόν στον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο για τη διεκπεραίωση των ανατεθέντων καθηκόντων του, ούτε επίσης προκύπτει ότι αυτός, κατά τη διάρκεια της επίμαχης συμβάσεως, μπορούσε να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, παρέχοντας υπηρεσίες και σε άλλους εργοδότες. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι είχε τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος τους βασικούς όρους της απασχολήσεώς του, χωρίς να ελέγχεται από τον εργοδότη του ως προς τον τόπο, τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Αντιθέτως, από το γεγονός ότι υπήρχε καθοδήγηση, έλεγχος και εποπτεία του Ταμείου στον φερόμενο ως δικαιούχο, μέσω ιεραρχικά ανωτέρων οργάνων του (Συντονιστή του Έργου), καθώς επίσης και από τη φύση και την πολλαπλότητα των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικώς ανωτέρω (σκ. IV.B), τα οποία προϋποθέτουν πλήρη απασχόληση και συνεχή παρουσία στον τόπο εργασίας του, προκύπτει ότι τα μέρη με τη συναφθείσα σύμβαση απέβλεψαν στην αποκλειστική και συνεχή απασχόληση του φερόμενου ως δικαιούχου, υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία του Συντονιστή του Έργου. Εξάλλου, σύμφωνα τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη II.B), ουδεμία επιρροή ασκεί ο τρόπος πληρωμής του φερόμενου ως δικαιούχου, ότι δηλαδή δεν πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό, ούτε η μη ασφάλισή της στο ΙΚΑ και η παράλειψη χορήγησης σ’ αυτήν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, καθόσον τα ανωτέρω δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια χαρακτηρισμού της απασχολήσεώς του ως συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Κατόπιν τούτων, η σχέση που συνέδεε τον φερόμενο ως δικαιούχο με το Ταμείο ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Τα ανωτέρω, δε, ισχύουν και όσον αφορά την σύμβαση της …, καθώς, οι προδιαληφθέντες όροι της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτής και του Ταμείου είναι ταυτόσημοι με αυτούς που περιλαμβάνονται στην σύμβαση του ... Επιπροσθέτως, ανεξαρτήτως του ότι η σύμβαση της φερόμενης ως δικαιούχου φέρει τον τίτλο «Σύμβαση ανάθεσης έργου», δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη II.B., ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δεσμευτικός για το Κλιμάκιο, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως έργου. Τούτο δε, διότι από τους προπαρατεθέντες όρους της εν λόγω συμβάσεως προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν στην εργασία της φερόμενης ως δικαιούχου και όχι στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος και επιπλέον διότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει το στοιχείο της εξαρτήσεως από το Ταμείο, χωρίς να καταλείπεται στην φερόμενη ως δικαιούχο ελευθερία επιλογής ως προς τον τρόπο και το χρόνο εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων. Κατόπιν των ανωτέρω και δοθέντος ότι οι συναφθείσες μεταξύ των φερομένων ως δικαιούχων και του .. Ταμείου συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με δυνατότητα ανανεώσεως αυτών (όπως οι εν λόγω συμβάσεις όριζαν κατά τον χρόνο συνάψεώς τους και πριν την τροποποίησή τους τον Οκτώβριο του 2018), βασίμως προβάλλεται από την Επίτροπο ότι πριν από τη  σύναψή τους έπρεπε να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που προβλέπονται στις προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 21 του ν. 2190/1994, 1 παρ. 9 του ν. 4038/2012 και 4 παρ. 2 της ΠΥΣ 33/2006 (βλ. σκ. ΙΙΙ.A, B, Γ), ήτοι κοινοποίηση των  ανακοινώσεων για πρόσληψη στο Α.Σ.Ε.Π. για έγκριση, ανάρτηση αυτών και δημοσίευση περιλήψεώς τους στον τύπο, αποστολή των πινάκων κατατάξεως στο Α.Σ.Ε.Π. για τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και την παροχή δυνατότητας υποβολής ενστάσεων ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. από τους υποψηφίους, δημοσίευση των πράξεων προσλήψεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δοθέντος ότι κατά τη σύναψή τους προβλεπόταν η δυνατότητα ανανεώσεως αυτών και ενημέρωση της Επιτροπής του άρθρου 2 παρ. 1 της ΠΥΣ και της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το .. Ταμείο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, αβασίμως το Ταμείο επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 30 του ν.4314/2014, η οποία φορά συμβάσεις μισθώσεως έργου σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εν προκειμένω δεν πρόκειται για συμβάσεις έργου. 


ΔΕΚ/C-355/1998

Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/150/2014

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (II – ΙΙΙ) της παρούσης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από την Επίτροπο πρώτο λόγο διαφωνίας, η συγκρότηση της Επιτροπής διενέργειας του εν λόγω διαγωνισμού είναι μη νόμιμη, καθόσον η σχετική απόφαση συγκρότησης αντί να έχει εκδοθεί με ετήσια διάρκεια για τη διενέργεια όλων των σχετικών διαγωνισμών του φορέα, εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τον επίμαχο διαγωνισμό, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του π.δ. 118/2007, μη ασκούντος καμμία επιρροή του -πάντως αορίστως - προβαλλόμενου από τον φορέα ισχυρισμού ότι η Υπηρεσία δεν διενεργεί άλλους δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς. Επιπλέον, δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση της εν λόγω Επιτροπής και για τον πρόσθετο λόγο ότι για την επιλογή των μελών της δεν προηγήθηκε διενέργεια κλήρωσης μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων του φορέα, κατά παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 26 του ν.4024/2011, πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχετική υπόδειξη για διεξαγωγή κλήρωσης για τη συγκρότηση των επιτροπών διενέργειας διαγωνισμών είχε γίνει προς όλα τα Τοπικά Υποκαταστήματα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (σχετ. το ΥΟΟ/ΠΥ/15/5040/30.9.2013 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Διαγωνισμών Παροχής Υπηρεσιών & Εξοπλισμού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ). Οι ισχυρισμοί δε του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ......., που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής, ότι η συγκρότηση της Επιτροπής έγινε από μέλη που υπηρετούν σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες, γεγονός, το οποίο εξασφαλίζει, κατά την άποψή του, την αμεροληψία και αντικειμενικότητα αυτής, προβάλλονται αλυσιτελώς καθώς η διαδικασία ανάδειξης των μελών τοιούτων Επιτροπών ρυθμίζεται εκ του νόμου με τρόπο συγκεκριμένο, ο οποίος προκρίθηκε από το νομοθέτη ως βέλτιστος για την εξασφάλιση της τήρησης των ανωτέρω αρχών. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι δύο εκ των πέντε μελών της Επιτροπής επελέγησαν κατόπιν υποδείξεως από τις υπηρεσίες τους, καθώς κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης προκειμένου να είναι δυνατή παρέκκλιση από τα οριζόμενα από αυτήν περί διεξαγωγής κληρώσεως, θα πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα υπόδειξης των μελών τέτοιων Επιτροπών από τους οικείους φορείς και όχι η υπόδειξη να γίνεται κατά βούληση και με πρωτοβουλία του εκάστοτε φορέως. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 η αναθέτουσα αρχή αποδέχθηκε σιωπηρά την οικονομική προσφορά της…– «….». Τούτο, διότι, η εν λόγω προσφορά, ως προς το εργολαβικό κέρδος, το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων εμφανιζόταν εξ αντικειμένου ως υπερβολικά χαμηλή και συγκεκριμένα μηδενική ως προς το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις ως άνω κρατήσεις, του δε εργολαβικού κέρδους ανερχόμενου σε ποσοστό μόλις 0,139% επί της συνολικής προσφοράς. Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή όφειλε, αφού ζητήσει διευκρινίσεις από την ως άνω επιχείρηση επί των συστατικών στοιχείων της προσφοράς της, ώστε να της δώσει έτσι τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της, να εκτιμήσει περαιτέρω τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που θα παρείχε αυτή και να αποφασίσει αιτιολογημένα για την αποδοχή ή την απόρριψη της προσφοράς της.  Άρα, η αναθέτουσα αρχή, η οποία μη νομίμως αποδέχθηκε σιωπηρώς ως νόμιμα όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην οικονομική προσφορά της εν λόγω επιχείρησης και στον πίνακα ανάλυσης αυτής και δεν κάλεσε, ως όφειλε, αυτή να αιτιολογήσει το ασυνήθιστα χαμηλό της προσφοράς της, υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνακόλουθα, είναι νομικώς πλημμελής τόσο η οικονομική αξιολόγηση της επιχείρησης αυτής όσο και η επακολουθήσασα κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού σ΄αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου. Σε κάθε περίπτωση, αβασίμως προβάλλει το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ....... ότι η ως άνω οικονομική προσφορά της μειοδότριας επιχείρησης δεν αντίκειται στο νόμο, με την αιτιολογία ότι ο προσδιορισμός του διοικητικού κόστους και του εργολαβικού κέρδους ανάγεται στον τρόπο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας, οι οποίες, ως εκ τούτου, μπορούν, κατά την ελεύθερη και ανέλεγκτη από την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή κρίση τους, να διαμορφώνουν τα άνω στοιχεία. Και τούτο διότι, κατά την ρητώς εκπεφρασμένη με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 βούληση του νομοθέτη, οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαριότητας στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο - και κατά συνεκδοχή ελέγξιμο από τις αναθέτουσες αρχές, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις παρεχόμενες από τις προσφέρουσες εταιρείες εξηγήσεις (πρβλ. ΣτΕ 198/2013, Δ.Εφ.Θεσσαλ. 344/2012), ποσοστό διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση η προσφερθείσα τιμή των 0,00 ευρώ ανά έτος για διοικητικό κόστος και κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αλλά ισοδυναμεί με μηδενική τιμή, η δε τιμή των 59,92 ευρώ που προσφέρθηκε ως συνολικό εργολαβικό όφελος έστω και αν δεν μπορεί άνευ ετέρου να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτη, σε κάθε περίπτωση, ανερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 0,139% επί της συνολικής προσφοράς δεν πληροί τα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο αλλά και τη διακήρυξη εχέγγυα φερεγγυότητας και καθίσταται για το λόγο αυτό ασυνήθιστα χαμηλή. Εξάλλου, οι το πρώτον με το έγγραφο επανυποβολής προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αναθέτουσας αρχής ότι ζητήθηκαν από την προαναφερόμενη μειοδότρια επιχείρηση διευκρινίσεις επί της προσφοράς της και ότι οι διευκρινίσεις αυτές εδόθησαν, πλην όμως προφορικώς, είναι απορριπτέοι, προεχόντως διότι η τήρηση της προπεριγραφόμενης διαδικασίας κλήσης προς παροχή διευκρινίσεων επί ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς πρέπει να προκύπτει από τα έγγραφα της διαγωνιστικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, η ως άνω ουσιώδης τυπική παράβαση της διαδικασίας δεν δύναται να θεραπευθεί με την παροχή κατά το παρόν στάδιο διευκρινίσεων επί της προσφοράς, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής και κατατείνουν στην αιτιολόγηση του ύψους της επίμαχης προσφοράς της ως άνω επιχείρησης, προβάλλονται αλυσιτελώς.