ΝΣΚ/324/2000
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Βιοτεχνικά δάνεια. Εγγύηση Δημοσίου. Κατάπτωση εγγυήσεως. Υποκατάσταση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Εις περίπτωσιν υποκαταστάσεως, λόγω καταπτώσεως της εγγυήσεως, του Δημοσίου, εγγυηθέντος υπέρ λαβόντος παρά τραπέζης βιοτεχνικό δάνειο, εκχωρούνται αυτοδικαίως προς αυτό όλες ανεξαιρέτως οι υπέρ της απαιτήσεως δοθείσες υπό του οφειλέτου ή τρίτου ασφάλειες, εξ ών θα ικανοποιηθή εν όλω δια την δια ποσοστόν της απαιτήσεως δοθείσαν εγγύησίν του και το τυχόν υπόλοιπο θα περιέλθει εις την τράπεζα δια την μη εγγυηθείσα απαίτησίν της. Σπουδαία καταπιστευτική μεταβίβασις κινητών από τον οφειλέτη εις δανείστρια τράπεζα αποτελεί έγκυρη ασφάλεια, εφ όσον τα κινητά παραμείνουν εις την κατοχή του οφειλέτου δυνάμει ειδικής εννόμου σχέσεως, με διαλυτική αίρεση πληρωμής της οφειλής.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/219/2008
Δημοσίευση ή μη αποφάσεων ορισμού μελών συλλογικών οργάνων.Πρέπει να δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως οι πράξεις ορισμού μελών και εις περίπτωσιν τροποποιήσεως των αποφάσεων συγκροτήσεως συλλογικού οργάνου, ο ορισμός των νέων μελών υπό της διοικήσεως υποδεικνυομένων ή και εκ του νόμου προβλεπομένων.
ΝΣΚ/57/2006
Επί κατασχέσεως απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου εις χείρας τρίτου απαιτείται η συγκρότηση νέου νομίμου τίτλου κατά του τρίτου, διότι δεν αρκεί ο υφιστάμενος κατά του καθ’ ου η κατάσχεση τίτλος.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Ο Α.Φ., εις χείρας του οποίου επεβλήθη κατάσχεση ως τρίτου, καθίσταται οφειλέτης του Δημοσίου μόνον για το ποσό των 4.500.000 δραχμών οφειλόμενο -δυνάμει της υπ’ αριθμ. 209/1998 διαταγής πληρωμής του Μον. Πρωτ. Κορίνθου- στον καθ’ ου η κατάσχεση Κ.Σ., όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 25/2000 απόφαση του Μον. Πρωτ. Κορίνθου. β) Η παράλειψη υποβολής δηλώσεως εκ μέρους του Α.Φ. κατά της δευτέρας κατασχέσεως δεν επιφέρει τις συνέπειες του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ. γ) Η Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου οφείλει να προβεί σε βεβαίωση του ποσού για το οποίο ευθύνεται ο τρίτος Α.Φ., διότι εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 25 παρ.6 του Ν 1882/1990, η οποία δεν προσιδιάζει στην διαμορφουμένη τριγωνική σχέση επί κατασχέσεως απαιτήσεως εις χείρας τρίτου. δ) Χρόνος ενάρξεως των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής είναι η επομένη εργάσιμη ημέρα, από αυτήν κατά την οποία θα καταστούν ληξιπρόθεσμες -κατ’ άρθρο 5 του ΚΕΔΕ- οι απαιτήσεις του Δημοσίου.
ΝΣΚ/294/2002
Κοινωφελές Ιδρυμα (ΚΙ). Διάλυση Κοινωφελούς Ιδρύματος λόγω αδράνειας του ΔΣ του επί 10ετία. Μεταβίβαση περιουσίας σε Ιδρυμα. Περιέλευση της περιουσίας ΚΙ σε άλλο ΚΙ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Εις την υπό κρίσιν περίπτωσιν το ανέφικτον (κατ άρθρον 118 ΑΚ) του σκοπού ως λόγος διαλύσεως του Κοινωφελούς Ιδρύματος (ΚΙ) είναι ζήτημα πραγματικόν, απόκειται δε εις την διάκρισιν της Διοικήσεως. Δύναται να γίνη δεκτόν ότι, ο επιδιωκόμενος εν αρχή σκοπός κατέστη όντως ανέφικτος εις την πράξιν, αφού το γε νυν έχον α) περιουσία, δυναμένη να χρηματοδοτήση τις κατά τον σκοπόν υποτροφίες, δεν υφίσταται πράγματι, κατά το ιστορικόν (Π. Βάλληνδα Γ.Αρχ. σ.79 αρ.108) χρήζουσα δε οπωσδήποτε, δικαστικής επιδιώξεως, ώστε, εν όψει και β) της επί όλην 10ετίαν περίπου απολύτου αδράνειας – μη λειτουργίας του ΚΙ, η Διοίκησις, κατά διακριτικήν της εξουσίαν, ανέλεγκτον υπό των δικαστηρίων, διαπιστούσα την συνδρομήν των όρων του 118 ΑΚ, δύναται να χωρήση εις την δια ΠΔ διάλυσιν του Ιδρύματος (ίδετε AD HOC ΑΠ 1242/79 Ολομ.ΝΒ 28.711, ΣτΕ 2233/1974 Ολομ. και Γνωμ. ΝΣΚ 190/1976 Πρ. Κ.Τσαγκαράκης). Οπωσδήποτε, εις την περίπτωσιν αυτήν, θα προηγηθή 1) αντικατάστασις της Διοικήσεως του ΚΙ ώστε α) να επιδιωχθή η είσπραξις από τον ιδρυτή του σχετικού ποσού, και δι ενοχικής αγωγής, ασκηθησομένης είτε υπό του Ιδρύματος είτε παρά του Υπ. Οικονομικών κατ άρθρο 125 παρ.2 ΑΝ 2039/39, προς δε β) και κατά το οικείο καταστατικό, λήψις αποφάσεως του ΔΣ για την εν διαλύσει, περιέλευσι της περιουσίας του ΚΙ σε ημεδαπό ΚΙ για την εκτέλεσι παρεμφερούς σκοπού, κατ άρθρον 96 παρ.1 ΑΝ 2039/39.
ΝΣΚ/347/2004
Διάλυσις Κοινωφελούς Ιδρύματος κατ’ άρθρο 118 ΑΚ και εν όψει α) απαιτήσεως του διατεθέντος ποσού από τον ιδρυτή, δι’ αγωγής και β) την, εν διαλύσει, περιέλευσι-διάθεσι της περιουσίας του Ιδρύματος σε άλλον παρεμφερή σκοπόν.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ι. Το ανέφικτον (κατ’ άρθρον 118 ΑΚ) του σκοπού ως λόγος διαλύσεως του Κ.Ι. είναι ζήτημα πραγματικόν, απόκειται δε εις την διάκρισιν της Διοικήσεως. Δύναται να γίνη δεκτόν ότι, ο επιδιωκόμενος σκοπός κατέστη όντως ανέφικτος εις την πράξιν, αφού το γε νυν έχον α) περιουσία, δυναμένη να χρηματοδοτήση τις κατά τον σκοπόν υποτροφίες, δεν υφίσταται πράγματι, κατά το ιστορικόν (Π. Βάλληνδα Γ.Αρχ. σ.79 αρ.108) χρήζουσα δε οπωσδήποτε, δικαστικής επιδιώξεως, ώστε, εν όψει και β) της επί όλην 10ετίαν περίπου απολύτου αδράνειας - μη λειτουργίας του Κ.Ι., η Διοίκησις, κατά διακριτικήν της εξουσίαν, ανέλεγκτον υπό των δικαστηρίων, διαπιστούσα την συνδρομήν των όρων του 118 ΑΚ, δύναται να χωρήση εις την δια ΠΔ διάλυσιν του Ιδρύματος (ίδετε AD HOC ΑΠ 1242/79 Ολομ. ΝΒ 28,711, ΣτΕ 2233/1974 Ολομ. και Γνωμ. ΝΣΚ 190/1976 Πρ.Κ.Τσαγκαράκης). ΙΙ. Εις την περίπτωσιν της διαλύσεως του εις το ιστορικόν Κ.Ι. θα πρέπει να προηγηθή α) αντικατάστασις της Διοικήσεως αυτού (κατά τις δ/ξεις του ΑΝ 2039/39, άρθρα 86 παρ.1,2, 99) ώστε, να επιδιωχθή η είσπραξις από τον ιδρυτή του σχετικού ποσού, το πρώτον δι’ οχλήσεως ή και, εν αρνήσει, δι’ ενοχικής αγωγής, ασκηθησομένης είτε υπό του Ιδρύματος είτε παρά του Υπ. Οικονομικών (κατ’ άρθρον 126 ΑΝ 2039/39 ίδετε και Γνωμ. Ολ.ΝΣΚ 308/2000, Γν.ΝΣΚ 471/92), προς δε β) και κατά το οικείον καταστατικόν, λήψις αποφάσεως του ΔΣ για την εν διαλύσει, περιέλευσι της περιουσίας του Κ.Ι. σε ημεδαπό Κ.Ι. για την εκτέλεσι παρεμφερούς σκοπού, (96 παρ.1 ΑΝ 2039/39) ακολουθουμένης εις την περίπτωσι αυτήν και της διαδικασίας των άρθρων 2 και 3 Ν 455/1976. ΙΙΙ. Κατά την νομολογίαν και την επιστήμην, οι ως άνω ενέργειες και οι περί αυτών διατάξεις δεν αντιβαίνουν εις τα άρθρα 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 109 παρ.1, 2 του Σ και άρθρο 1 Π.Π.ΕΣΔΑ. (ομοφώνως).
ΝΣΚ/236/2000
Κατάσχεση. Εξόφληση εργολαβικού ανταλλάγματος και επιβολή κατασχέσεως εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου. Σχετικώς με τις δυνάμει των από 16-11-1998 και 27-8-1999 κατασχετηρίων του ΙΚΑ και του από 15-1-1999 κατασχετηρίου του ….επιβληθείσες εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, κατασχέσεις, εάν μεν δεν ετηρήθησαν οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του Ν.2362/1995, αυτές είναι αυτοδικαίως άκυρες. Εξάλλου ακόμη και εάν οι ως άνω κατασχέσεις επεβλήθησαν εγκύρως, εφ όσον όπως συνάγεται από το διδόμενο ιστορικό και τα στοιχεία του φακέλλου, το Δημόσιο παρέλειψε να προβεί σε δήλωση και παρήλθε άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση ανακοπής, κατ άρθρο 986 Κ.Πολ.Δικ., οι ως άνω κατασχόντες δεν δύνανται πλέον να αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια της παραλείψεως αυτής και να επιδιώξουν την προς αυτούς καταβολή των κατασχεθέντων ποσών και γενικώς να επικαλεσθούν τις συνέπειες εκ των γενόμενων κατασχέσεων, οι δε κατασχέσεις έχουν παύσει ως προς το Δημόσιο και έχουν αρθεί ως προς αυτό οι συνέπειές τους. Περαιτέρω σχετικώς με την δυνάμει του από 20-6-1996 κατασχετηρίου της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας Ελλάδος επιβληθείσα εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, κατάσχεση, εάν μεν δεν ετηρήθησαν οι υπό του άρθρου 95 του περί Δημοσίου Λογιστικού νόμου οριζόμενες διατυπώσεις είναι επίσης αυτοδικαίως άκυρη, λόγω δε της εκ του λόγου τούτου αυτοδικαίας ακυρότητας της ως άνω κατασχέσεως, το Δημόσιο δεν υπεχρεούτο σε δήλωση και ως εκ τούτου η προς την κατασχούσα Τράπεζα δήλωση τρίτου, που έγινε από τον Δ/ντή της 2ης ΔΕΚΕ του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ/ΓΓΔΕ στις 17-7-1996 ουδεμία συνέπεια έχει για το Δημόσιο. Εξάλλου, και στην περίπτωση κατά την οποία υποβλήθηκε εγκύρως κατάσχεση εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου, από την ως άνω Τράπεζα και το Δημόσιο προέβη σε θετική δήλωση κατά τον υπό του νόμου (άρθρο 985 Κ.Πολ.Δικ.) διαγραφόμενο τρόπο, εφ όσον υφίστανται εκκαθαρισμένες και βεβαιωμένες ανταπαιτήσεις του Δημοσίου κατά του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη…, όπως προκύπτει από το υπ αριθμ.πρωτ. 4719/29-3-2000 έγγραφο της ΔΟΥ ΙΗ Αθηνών και τον συνημμένο σ αυτή πίνακα χρεών του ως άνω οφειλέτη, οι οποίες εγεννήθησαν προ του χρόνου της γενέσεως της κατασχεθείσας απαιτήσεως, προηγούνται της απαιτήσεως της εν λόγω Τράπεζας και ικανοποιούνται δια συμψηφισμού με την κατασχεθείσα απαίτηση, δυναμένου να προταθεί και μετά την κατάσχεση, εφόσον οι ανταπαιτήσεις αυτές ήταν γεγεννημένες κατά τον χρόνο της προς το Δημόσιο κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου.
ΝΣΚ/83/2002
Οικονομικοί Επιθεωρηταί Υπ.Οικονομικών. Προϋποθέσεις επιλογής υποψηφίων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Ι. 1) Δια των διατάξεων της 1034921/397/0006Α/30.3.2001 (ΦΕΚ 377/Β/5.4.2001) απόφασης Υπ.Οικ. εκδοθείσης κατ εξουσιοδότησιν εκ της παρ.9 άρθρου 16 Ν 2873/2000, νομίμως, καθορίζονται οι προϋποθέσεις επιλογής υποψηφίων ως Οικονομικών Επιθεωρητών (Γνωμ. ΣτΕ 275/2001) και, μεταξύ άλλων ορίζεται ούτοι, να είναι κατηγορίας ΠΕ και βαθμού Α , ως προσδιορίζεται στις οικείες διατάξεις του Ν 2683/99 περί κυρώσεως του ΥΚ. Η διάταξις είναι σαφής και δεν τίθεται ζήτημα να θεωρηθή ότι, εις την βούλησιν του κανονιστικού νομοθέτου περιλαμβάνεται και ο βαθμός του Δ/ντού, ελλείψει, άλλωστε, οιασδήποτε σχετικής αναφοράς. 2) Εξ άλλου, καθ ερμηνείαν των διατάξεων των άρθρων 69,70,74 του ΥΚ εν συνδυασμώ προς τις των άρθρων 79 παρ.2,82,87 αυτού εκρίθη ότι, ο ΥΚ δεν προβλέπει δυνατότητα απαλλαγής, κατόπιν αιτήσεως από τα καθήκοντα της θέσεως του προϊσταμένου Διευθύνσεως, Υποδιευθύνσεως κλπ. 3) Κατ ακολουθίαν, και με βάσι τις ανωτέρω απόψεις, εις το πρώτον ερώτημα προσήκει απάντησις αρνητική, συνεπεία δε αυτής, παρέλκει απάντησις εις το σκέλος περί της διαδικασίας απαλλαγής του Δ/ντού από τα καθήκοντά του. ΙΙ. Περαιτέρω, εν όψει των διατάξεων 95 παρ.5 του Συντάγματος και της παρ.4 του άρθρου 50 του Π. Δ/τος 18/1989, ως ισχύει, δεν τίθεται ζήτημα μη συνυπολογισμού του εξ αναδρομικού διορισμού προκύπτοντος, χρόνου υπηρεσίας του υπαλλήλου στην υπ όψιν περίπτωσιν. Και, εις το δεύτερον ερώτημα προσήκει επίσης, απάντησις αρνητική, με την επιφύλαξι της εξαιρέσεως την οποίαν καθιερώνει η δεύτερη περίοδος της παρ.1 β της ΚΥΑ κατά την πρώτην εφαρμογήν του νόμου δια τους ήδη ασκούντας καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητού του Υπ. Οικονομικών.
ΝΣΚ/422/2000
Επιταγή. Διαδικασία κηρύξεως ως ανίσχυρης σε περίπτωση απωλείας. Δυνατότητα εκδόσεως νέας υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, χωρίς τήρηση αυτής της διαδικασίας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Σε περίπτωση απωλείας επιταγής και προς αποφυγή των δυσμενών συνεπειών πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία προσκλήσεως προς κήρυξη αυτής, ως αξιογράφου, ανίσχυρης (άρθρα 843-860 Κωδ.Πολ.Δικ.). Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση και υπό τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, -ήτοι: α) Ότι η επιταγή, που εκδόθηκε από το Υπ.Γεωργίας (Οικονομική Δ/νση), με πληρωτή την Τράπεζα Ελλάδος και υπέρ ού η επιταγή την "Α.Ε. Κέντρο Ελληνικής Γούνας" πληρώθηκε ήδη στην, ως άνω, Εταιρεία από την Ιονική (νυν ΑΛΦΑ) Τράπεζα/Υποκατάστημα Καστοριάς, β) Ότι εν τω μεταξύ και κατά τη διακίνηση αυτής μεταξύ του Κεντρικού Κατ/τος της Ιονικής Τράπεζας και του Υπ/τος Καστοριάς, έχει απωλεσθεί, γ) Ότι η Τράπεζα Ελλάδος (πληρωτής) έχει ήδη δεσμεύσει την επιταγή και δεν προτίθεται να καταβάλει την αξία αυτής σε τυχόν κομιστή της και δ) Ότι η Ιονική (ΑΛΦΑ) Τράπεζα με επιστολή της προς το Υπουργείο Γεωργίας προβαίνει σε δήλωση ότι θα καλύψει την υπηρεσία σε περίπτωση τυχόν εμφανίσεως της επιταγής από άλλον προς πληρωμή και η δήλωση αυτή ισοδυναμεί προς αφηρημένη αναγνώριση χρέους, με βάση την οποία σε περίπτωση δικαστικής εμπλοκής το Δημόσιο μπορεί αποτελεσματικά να αμυνθεί και να προστατευθεί, -είναι δυνατή η από την αρμοδία υπηρεσία του Υπ.Γεωργίας έκδοση νέας επιταγής εις αντικατάσταση της απωλεσθείσας και ήδη δεσμευθείσας προς οριστική διευθέτηση της διαφοράς, δια της πληρωμής αυτής από την Τράπεζα Ελλάδος στην Ιονική Τράπεζα και της καλύψεως αυτής, χωρίς ουσιαστικό κίνδυνο για τα συμφέροντα του Δημοσίου.
ΝΣΚ/253/2016
Κατάσχεση εκ μέρους της Διοίκησης, εις χείρας τρίτου πιστωτικού ιδρύματος, κατά υποχρέου ο οποίος είχε προαποβιώσει της επιβολής της κατασχέσεως και υποχρέωση της Διοίκησης προς απόδοση του περιελθόντος σ’ αυτή προϊόντος της κατασχέσεως, προς εξόφληση πολεοδομικού προστίμου, το οποίο τελεί υπό αναστολή είσπραξης, ενόψει της διάταξης της παρ.8 του άρθρου 24 του Ν.4178/2013, κατά την οποία καταβληθέντα ποσά ανεξαρτήτως της αιτίας καταβολής δεν αναζητούνται. Δικαιούχος της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.(...)Σε περίπτωση επιβολής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου πιστωτικού ιδρύματος, εκ μέρους της Διοίκησης και υποβολής αρχικής εμπρόθεσμης και αρνητικής δηλώσεως εκ μέρους αυτού και ενημερώσεως της φορολογικής αρχής περί του θανάτου της υπόχρεου προ της επιβολής τη κατασχέσεως, αυτή καθίσταται ανυπόστατη και ενδείκνυται η Διοίκηση να αναμορφώσει, με τις απαραίτητες ενέργειες, τις νομικές και πραγματικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν εξ αιτίας της κατασχέσεως αυτής, ήτοι να επιστρέψει στο Τραπεζικό Ίδρυμα και στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εκταμιεύθηκαν, ενόσω υφίστατο αναστολή εισπράξεως, τα ήδη καταβληθέντα από την Τράπεζα χρηματικά ποσά. Η Δ.Ο.Υ., ειδικότερα, οφείλει να εκκαθαρίσει το Ατομικό Φύλλο Εκπτώσεως (ΑΦΕΚ), που της απέστειλε η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Μαρκόπουλου Αττικής, χωρίς να κωλύεται από τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν.4178/2013, στην οποία ορίζεται ότι τα καταβληθέντα ποσά, ανεξαρτήτως της αιτίας καταβολής δεν αναζητούνται, διότι η διάταξη προϋποθέτει έγκυρη καταβολή, βασιζόμενη σε υποστατή κατάσχεση. Τα ως άνω χρηματικά ποσά θα επιστραφούν στην Τράπεζα, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, καθόσον δεν έχει επέλθει παραγραφή της απαιτήσεως προς επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 140 του Ν. 4270/2014, χωρίς πάντως να οφείλονται τόκοι υπερημερίας, διότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ (ομοφ.).
ΣΤΕ/2854/1997
Ανάδειξη αναδόχου εκτελέσεως έργου:..Επειδή εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων διά την συμμετοχήν της εις τον επίδικον διαγωνισμόν η παρεμβαίνουσα ιταλική εταιρεία ... ώφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ, 2 περ. α, 3 π.δ. 23/93 και των διατάξεων της διακηρύξεως του επιδίκου διαγωνισμού, τελουσών εν αρμονία προς τας διατάξεις του άρθρου 24 της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, να προσκομίση πιστοποιητικά ποινικού μητρώου των διοικούντων ταύτην, προερχόμενα από το κατά τόπον αρμόδιον διΆαυτούς ποινικόν δικαστήριον. Το πιστοποιητικόν τούτο δεν ηδύνατο να αναπληρωθή από υπεύθυνον δήλωσιν, διότι, όπως προκύπτει από το XV/D/002030/17.3.1997 έγγραφον της Γενικής Διευθύνσεως XV της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αι ιταλικαί αρχαί έχουν ανακοινώσει εις την Επιτροπήν ότι αρμοδία αρχή δια την έκδοσιν ποινικού μητρώου είναι το κατά τόπον αρμόδιον ποινικόν δικαστήριον. Συναφώς, ως προς το τελευταίο ζήτημα, η παρεμβαίνουσα αλλοδαπή εταιρεία ισχυρίζεται ότι η ιταλική νομοθεσία αρκείται εις την υποβολήν εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσωρινής δηλώσεως, η οποία αντικαθιστά το πιστοποιητικόν ποινικού μητρώου που διαβιβάζεται μεταγενεστέρως απ’ ευθείας εις την αναθέτουσαν αρχήν. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι η εσωτερική νομοθεσία της έδρας της εταιρείας δεν δύναται να κατασχύση των ειδικών διατάξεων της κοινοτικής οδηγίας και της ελληνικής νομοθεσίας, κατ’ εφαρμογήν των οποίων διεξήχθη ο επίδικος διαγωνισμός. Εξ άλλου, η υποβολή πιστοποιητικού ποινικού μητρώου δεν ηδύνατο να γίνη μεταγενεστέρως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του π.δ/τος 23/1993 και του αντίστοιχου άρθρου της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, το οποίον, όπως ελέχθη, δεν καλύπτει την περίπτωσιν της παντελούς ελλείψεως νομίμου δικαιολογητικού. Υπό τα δεδομένα αυτά μη νομίμως και δη κατά παράβασιν των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 24 και 28 του π.δ/τος 23/1993, έγινε δεκτή εις τον επίδικον διαγωνισμόν η παρεμβαίνουσα εταιρεία ... Διά τον λόγον δε αυτόν, βασίμως προβαλλόμενον διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, η αίτησις αυτή πρέπει να γίνη δεκτή και να ακυρωθή η απόφασις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων.