ΝΣΚ/41/2009
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις – Παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις, που εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν 27/1975, δικαιούνται να προβαίνουν σε συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων προς επένδυση των κερδών τους από την άσκηση της νόμιμης δραστηριότητάς τους, ως προς τις πράξεις ή συμβάσεις αυτές, όμως, δεν απολαμβάνουν των απαλλαγών της παρ.3 του ως άνω άρθρου, αλλά υπόκεινται σε φορολόγηση κατά τις σχετικές γενικές διατάξεις. (ομοφ.)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Ζ.Κλ/136/2010
Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ.. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλομένων), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ.4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου δηλ. νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξ ολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (β.λ. Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008 κ.ά.). Επιπροσθέτως, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, να καθορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το ειδικότερο περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και υπηρεσιών κάθε είδους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οι συμβαλλόμενοι φορείς, καθώς και ο προϋπολογισμός τους (βλ. Πράξεις 3, 60/2007, 179, 180/2006 VII Τμ.). Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών α) να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτών, β) να προσδιορίζεται ο αναλυτικός προϋπολογισμός (κοστολόγηση) των επί μέρους (κατηγοριών) υπηρεσιών, έστω και κατά προσέγγιση, έτσι ώστε από το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών να προκύπτει και, επομένως, να δικαιολογείται ο συνολικός προϋπολογισμός της προγραμματικής σύμβασης (δεν αρκεί δηλαδή απλή αναφορά του συνολικού προϋπολογισμού), καθώς και γ) να αναγράφεται το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα αυτών - κυρίως δε στις περιπτώσεις τμηματικής καταβολής του οριζόμενου στη σύμβαση ποσού για την παροχή των προβλεπόμενων υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση των παρασχεθεισών εργασιών προς το τμηματικώς καταβαλλόμενο (σε συγκεκριμένες ημερομηνίες) ποσό της σύμβασης, όπου δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος εργασιών προς το χρονοδιάγραμμα τμηματικών καταβολών του ανωτέρω ποσού - το οποίο (χρονοδιάγραμμα) δεν μπορεί καταρχήν να ταυτίζεται με το χρόνο περαίωσης των ανατεθεισών εργασιών (διάρκεια της σύμβασης), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο νόμος δεν θα απαιτούσε ρητώς στο περιεχόμενο της σύμβασης να ορίζονται ξεχωριστά (ως διαφορετικά μεγέθη) το χρονοδιάγραμμα και η διάρκεια αυτής. Και τούτο διότι μέσω του ανωτέρω ειδικότερου προσδιορισμού του περιεχομένου της προγραμματικής σύμβασης διασφαλίζεται α) η εξοικονόμηση πόρων με τη διάθεση των απολύτως αναγκαίων χρημάτων, προσώπων και υλικών για την εκτέλεση των μελετών, έργων και των εν γένει αναπτυξιακών προγραμμάτων και η διαφάνεια των χρηματοδοτήσεων, καθώς και β) η μη καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 277 του ΔΚΚ με την κατ’ ουσία επιχορήγηση από Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού αναπτυξιακών τους επιχειρήσεων που μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενοί τους (πρβλ. και πραξ. VI Τμ 30/2005, VI Τμ 46, 195/2006, VII Τμ 137/2007 κ.ά.).
ΕλΣυν/Ζ.Κλ/365/2009
"2. Το άρθρο 19 παρ. 7 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/μα 774/1980, ΦΕΚ 189 Α΄), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α΄) και ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α΄) και την τροποποίησή της από το άρθρο 2 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ 242 Α΄) ορίζει ότι: «Για τις προμήθειες αγαθών του άρθρου 1 του Ν. 2286/1995 (ΦΕΚ 19 Α΄), η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ, καθώς και για την εκτέλεση έργων από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή Οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών ή δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων χιλιάδων (2.900.000) ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας της οικείας συμβάσεως, πριν από τη σύναψή της, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν το προϋπολογιζόμενο οικονομικό αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ.». Εν συνεχεία, με το άρθρο 12 παρ. 27 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ 30 Α΄), ορίστηκε ότι «α) Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 19 του Π.δ. 774/1980 ... έλεγχος νομιμότητας επί των συμβάσεων προμήθειας αγαθών του άρθρου 1 του ν. 2286/1995 (ΦΕΚ 19 Α'), παροχής υπηρεσιών και για την εκτέλεση έργων διενεργείται υποχρεωτικά, πριν από τη σύναψή τους, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ.» Εξάλλου, το άρθρο 19 του ν. 3193/2003 (ΦΕΚ 266 Α΄) ορίζει ότι «...για τον προσδιορισμό του ποσού της προϋπολογιζόμενης δαπάνης των οικείων συμβάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη ο αναλογών φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) ...». 3. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει, πριν από την υπογραφή τους, τη νομιμότητα των δημοσίων συμβάσεων, εφόσον η προϋπολογιζόμενη γι’ αυτές δαπάνη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αναλογών φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ. Συνεπώς, δημόσιες συμβάσεις, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων είναι κατώτερη του ανωτέρω ποσού, απαραδέκτως υποβάλλονται στο Ελεγκτικό Συνέδριο για έλεγχο νομιμότητας και το αρμόδιο Κλιμάκιο, στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, οφείλει να απόσχει να αποφανθεί επ’ αυτής (βλ. 275, 135, 104, 81/2006 πράξεις παρόντος Κλιμακίου)."
EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/189/2013
Βελτίωση του συστήματος αποκομιδής απορριμμάτων του Δήμου(…)Με τις ανωτέρω διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα προβλέπεται ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Απόφ. VI Τμ. 26/2013, 1380, 289, 28/2012, Πρ. 195/2006, 310, 85/2010 VII Τμ. Ελ.Συν.). Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Κ.Δ.Κ. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές, ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ. 4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Την ιδιότητα δε του αντισυμβαλλόμενου προγραμματικής σύμβασης αποκτά καθένας από τους παραπάνω φορείς μόνο όταν αναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την υλοποίηση του αντικειμένου της προγραμματικής σύμβασης και όχι όταν μετέχει μεν στη σύμβαση αυτή, χωρίς να αναλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφορικά με την εκτέλεση έργων, μελετών και προγραμμάτων ανάπτυξης που αναφέρονται σε αυτή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου, δηλαδή νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη, όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008, 207/2009, 85/2010). Περαιτέρω, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται κατά νόμο να καθορίζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, ο ειδικότερος σκοπός και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και κάθε είδους υπηρεσιών, που αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι φορείς. Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτό.(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το περιεχόμενο της από 23.9.2009 προγραμματικής σύμβασης προκύπτει ότι η αναπτυξιακή εταιρεία «......» θα εκτελέσει το σύνολο, σχεδόν, του συμβατικού αντικειμένου, ενώ οι φερόμενοι ως κυρίως συμβαλλόμενοι Δήμος ...... και Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. ......, έχουν προσχηματική και υποτυπώδη συμμετοχή στην επίμαχη προγραμματική σύμβαση, αναλογικά με το συνολικό αντικείμενό της. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Δήμου, δοθέντος ότι κατά παράβαση των σαφών προβλέψεων των προπαρατεθεισών διατάξεων, ο ρόλος της ...... δεν περιορίζεται απλώς σ’ αυτόν του συμμετέχοντος φορέα στην οικεία σύμβαση, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης από κοινού με άλλον συνάπτοντα φορέα, αλλά αυτή καθίσταται ανεπιτρέπτως συνάπτων φορέας της σύμβασης, στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του συνόλου του συμβατικού αντικειμένου, έναντι της καταβολής από το Δήμο προς αυτήν της προϋπολ
ΕλΣυν/Κλ.7/143/2015
Προγραμματικές συμβάσεις.(...) Από τις ως άνω διατάξεις (3852/2010,άρθρο 100) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι προγραμματικές συμβάσεις είναι διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας, παρέχοντας τη δυνατότητα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συμβάλλονται με άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., συνδυάζοντας ή αλληλοσυμπληρώνοντας τις αρμοδιότητες ή τα οικονομικοτεχνικά μέσα που διαθέτουν με εκείνα του αντισυμβαλλόμενου φορέα, προκειμένου να επιτευχθεί η εκπόνηση μελετών, η κατασκευή έργων ή η παροχή υπηρεσιών που εντάσσονται στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων και των καταστατικών τους σκοπών (Πράξεις Κλιμ. Προλ.Ελ.Δαπανών στο VII Τμήμα 327/2014, 324/2014, 267/2014, 55/2014, Αποφάσεις VI Τμήματος 2967/2014, 3236/2013, 390/2013, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 207/2013). Απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης είναι ότι ο σκοπός τον οποίο αυτή καλείται να εκπληρώσει δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο και ότι αποτελεί το ultimum refugium και δεν λειτουργεί ως ισοδύναμη ή εναλλακτική με την ειδικώς προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία διαδικασία επίλυσης του ανακύπτοντος ζητήματος, ούτε χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την παράκαμψη των διατάξεων που θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στη δράση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή απαιτούν την τήρηση συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την άσκησή της (αποφάσεις VI Τμήματος 3067/2014, 2967/2014, 2308/2014, 4143/2013, 26/2013, 1380/2012, 289/2012, 28/2012, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 65/2014).(....) Η μελέτη και η εκτέλεση έργων, η κατάρτιση προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και η παροχή υπηρεσιών συντελείται, με γνώμονα τη μείωση του κόστους, με την αξιοποίηση του κατάλληλου προσωπικού των συμβαλλομένων φορέων (με τη «μεταφορά» προσώπων από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο) και των αντιστοίχων μέσων που αυτοί διαθέτουν (με την παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων κ.λπ.) Τούτο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι κάθε συμμετέχων φορέας, έχει κατά την υπογραφή της σύμβασης, τα μέσα και εν γένει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αυτοδύναμα στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με την προγραμματική σύμβαση (πρβλ. Πρακτικά της 32ας Γεν. Συν. της Ολομ. του Ελ.Συν. της 10ης Δεκεμβρίου 2004 και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 19/2006).
(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι Η ελεγχόμενη συμφωνία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι: α) τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων.και συμπράττουν ως αναθέτουσες αρχές αποσκοπώντας στην εκτέλεση των υπηρεσιών β) η αναπτυξιακή εταιρεία δεν είχε, κατά την υπογραφή της σύμβασης, τη δυνατότητα δι’ ιδίων μέσων (προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής) ή δι’ αυτών που θα μπορούσαν να της παρέχουν τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, αυτοτελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών της γ) η μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από την Περιφέρεια και τους Δήμους στην αναπτυξιακή εταιρεία δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά φέρει το χαρακτήρα αμοιβής, δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματοςΚατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 23.5.2013 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της στην ανώνυμη εταιρεία
ΕΣ/ΤΜ.7/189/2011
Ανάπλαση εισόδου πόλης-προγραμματική σύμβαση...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η σύναψη της επίμαχης προγραμματικής σύμβασης μεταξύ του Δήμου ... και της ... δεν είναι νόμιμη, καθόσον οι εργασίες που αποτελούν αντικείμενο αυτής δεν εμπίπτουν στους σκοπούς και τις αρμοδιότητες της ..., όπως αυτές καθορίζονται από τις παρατεθείσες ως άνω διατάξεις του ν. 1069/1980, του π.δ. 1176/1980 και του Οργανισμού της Εσωτερικής Υπηρεσίας της .... Από το πλέγμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης λειτουργούν εντός του προκαθορισμένου κανονιστικού πλαισίου που τις διέπει και ως εκ τούτου πρέπει να ακολουθούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται στο πλαίσιο αυτό. Συνεπώς, η .... δεν δύναται να συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με αντικείμενο την εκτέλεση εργασιών που δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες διατάξεις. Εξάλλου, το αντικείμενο της ως άνω σύμβασης, που σχετίζεται με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της εισόδου της πόλης με πεζόδρομους, φωτιστικά και πράσινο, δεν εμπίπτει στους σκοπούς της Επιχείρησης. Ο ισχυρισμός του Δήμου πως επρόκειτο για έργο κατασκευής συντριβανιού, εγκατάστασης εκτοξευτήρων και βανών ελέγχου άρδευσης κρίνεται ως αβάσιμος, καθώς όπως προκύπτει από την ανάλυση κόστους επιμέρους εργασιών, η κατασκευή συντριβανιού, για την οποία, σε κάθε περίπτωση, η ... δεν έχει αρμοδιότητα, εφόσον, όπως αναφέρεται στις προεκτεθείσες διατάξεις, η αρμοδιότητά της αφορά τη συντήρηση και όχι την κατασκευή συντριβανιών και της σχετικής υδραυλικής υποδομής αυτών, αποτελεί πολύ μικρό μέρος του συνόλου του έργου, που συνίσταται σε εργασίες σκυροδέματος, πρασίνου και ηλεκτρομηχανολογικών, για την ανάπλαση της περιοχής της εισόδου της πόλης. Επιπλέον, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του Δήμου ότι το έργο περιελάμβανε και λοιπές εργασίες κατασκευής δικτύου όμβριων υδάτων και αποχετεύσεως, οι οποίες δεν περιγράφονται ρητά στην τεχνική περιγραφή του έργου, προβάλλεται αναποδείκτως. Βάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, εφόσον οι ανωτέρω ανατεθείσες εργασίες παρανόμως ανατέθηκαν στη ..., διότι αφενός εμπίπτουν στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του προσωπικού της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Περιβάλλοντος του Δήμου και αφετέρου οι ανατεθείσες εργασίες δεν απαιτούν ειδικότερες γνώσεις και εμπειρία από αυτές που κατέχει ήδη το υπηρετούν προσωπικό και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η ανάθεσή της σε τρίτο και η διενέργεια πρόσθετης δαπάνης. Η επικαλούμενη από το Δήμο αυξημένη εμπειρία της ... δεν ασκεί επιρροή στην κρίση περί νομιμότητας της δαπάνης, καθόσον τελικά το έργο δεν εκτελέστηκε από την ίδια, αλλά από τρίτο, εργοληπτική επιχείρηση. Περαιτέρω, ο σχετικός ισχυρισμός του Δήμου ότι στη ... ανατέθηκε απλώς η επίβλεψη κατασκευής του έργου και όχι η υλοποίησή του, πέραν του ότι στην προγραμματική σύμβαση αναφέρεται (άρθρο 2 αυτής, που αφορά το αντικείμενο του έργου) ότι ανατίθεται η υλοποίηση του έργου στη δημοτική επιχείρηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον και στην περίπτωση της ανάθεσης επίβλεψης έργου στην ..., το αντικείμενό της θα πρέπει να είναι σχετικό προς τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της επιχείρησης. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί η επίβλεψη δημοτικού έργου σε Δ.Ε.Υ.Α., δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν καταλείπει στη διοίκηση (εν προκειμένω στο Δήμο) σχετική δυνατότητα, αλλά αντιθέτως καθορίζει περιοριστικά τα όργανα επίβλεψης δημοτικών έργων, τα οποία είναι κατά περίπτωση αρμόδια (βλ. πράξη VII Τμ. 334/2010). Επίσης, οι ισχυρισμοί σχετικά με το ότι όλες οι πράξεις και αποφάσεις του Δήμου, που κατέληξαν στην υπογραφή της κρίσιμης προγραμματικής σύμβασης, εγκρίθηκαν από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, αλυσιτελώς προβάλλονται, διότι ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α. από τα αρμόδια όργανα της Περιφέρειας, στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας, δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην κρίση του για την νομιμότητα ή μη της δαπάνης που με αυτές αναλαμβάνεται (βλ. πράξεις 51, 110/2010 VII Τμήματος κ.ά.). Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, ως προς τη σύναψη της ανωτέρω προγραμματικής σύμβασης, καθόσον οι εφαρμοζόμενες στην προκειμένη περίπτωση διατάξεις είναι σαφείς και δεν αναφύονται ζητήματα ερμηνείας τους. Κατόπιν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/159/2015
ΜΕΛΕΤΕΣ:Η ελεγχόμενη σύμβαση λοιπόν, φέρει τα χαρακτηριστικά της, κατά τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 2α΄ του ν. 3316/2005, εκπόνησης μελέτης για την επέμβαση σε τεχνικό έργο, καθόσον αφορά στο αποτέλεσμα αναλυτικής επιστημονικής έρευνας της κυματικής διαταραχής στη λιμενολεκάνη του υφιστάμενου Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμό των απαιτούμενων έργων βελτίωσης αυτού, συνιστά δε, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου, μελέτη κατασκευής λιμενικού έργου, που μπορεί να εκπονηθεί από οποιονδήποτε Πολιτικό Μηχανικό κάτοχο πτυχίου μελετητή, τάξης Α΄, στην πιο πάνω (υπ’ αριθμ. 11) κατηγορία μελετών (βλ. και νομοθετικό προσδιορισμό του αντικειμένου, του σκοπού, του περιεχομένου και των σταδίων των μελετών λιμενικών έργων, στα άρθρα 163 - 169 του π.δ/τος 696/1974 ″Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξη μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών, Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών προδιαγραφών μελετών″, ΦΕΚ 301 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, η ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης, ως σύμβασης εκπόνησης μελετών συμβατικής αξίας (χωρίς Φ.Π.Α.) 85.000,00 ευρώ, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του ν.3316/2005, οι οποίες, ούτε έχουν τηρηθεί, αφού το Λιμενικό Ταμείο προέβη στην ανάθεσή της απευθείας με τη μορφή της προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010, ούτε μπορεί να θεωρηθεί, με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την τήρησή τους, ώστε να δικαιολογείται η απευθείας ανάθεσή της, χωρίς διαγωνιστική διαδικασία. Ούτε, περαιτέρω, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., καθόσον, σε κάθε περίπτωση, πέραν του ότι η ορισθείσα εν προκειμένω συμβατική αμοιβή δεν έχει προεκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.3316/2005, η εν λόγω αμοιβή υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν σε 9.442,50 ευρώ (31.475,00 ευρώ ανώτατο όριο αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης, βλ. εγκύκλιο 10/4.3.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ΑΔΑ: ΒΕΔ01-9ΔΣ, Χ 30% = 9.442,50 ευρώ < 85.000,00 ευρώ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη σύμβαση, κατά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της, δεν συνιστά προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010 αλλά υποκρύπτει συνήθη εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση ανάθεσης εκπόνησης μελετών, η οποία συνήφθη μη νομίμως, αφού δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις σύναψής της με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης λιμενικών μελετών. Επιπροσθέτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος από το Λιμενικό Ταμείο (βλ. ανωτέρω σκέψη 1) ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά σύμβαση ανάθεσης "ερευνητικού έργου" και, εκ του λόγου τούτου, νομίμως συνήφθη με προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης. Τούτο διότι, στο πλαίσιο του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ανάθεσης της ελεγχόμενης σύμβασης, ν.1514/1985 "Ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας" (ΦΕΚ 13 Α΄), στην έννοια της χρηματοδότησης έργων και προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης της τεχνολογίας – η οποία δεν συνιστά ανάθεση υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, δεν υπάγεται (η εν λόγω χρηματοδότηση) στο κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – δεν εμπίπτουν οι μελέτες, έστω κι αν συνιστούν "έρευνα" κατά την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω ν.1514/1985, οι οποίες, ως εν προκειμένω, ανατίθενται από δημοτικό ν.π.δ.δ., που καταβάλλει εξ’ ολοκλήρου την αμοιβή για την παροχή τους και το παραγόμενο αποτέλεσμα ("προϊόν") ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτό για ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του (βλ. και άρθρο 16 περ. στ΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, Ελ. Συν. πράξη VII Τμ. 9/2015, πρβλ. 327/2014 πράξη του Κλιμακίου τούτου). Οι συμβάσεις για την ανάθεση των εν λόγω μελετών αφορούν σε υπηρεσίες που αγοράζει ο δήμος, συνιστούν δημόσια σύμβαση εκπόνησης μελέτης κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 περ. α΄ του ν.3316/2005 και, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νόμου, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, ενώ διέπονται από τις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού καθώς και της διαφάνειας που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, προσφυγή δε στην διαδικασία απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε, μόνο στις περιοριστικά καθοριζόμενες, με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 του ν.3316/2005 και 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., περιπτώσεις. Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με τον μνημονευθέντα ν.1514/1985 «αναγκαία προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί μία εργασία ως "ερευνητική" είναι η πρωτοτυπία». Ήτοι, πρέπει αυτή να συνιστά πρωτότυπη εργασία, με την οποία προάγεται η επιστημονική γνώση σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους ή θεωρίες, ή επεξεργασία νέων θεωριών, ικανών να γίνουν αποδεκτές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (βλ. και τον μεταγενέστερο αλλά μηδέποτε ισχύσαντα ν.3653/2008 "Θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας ...", ΦΕΚ 49 Α΄, και τον ήδη ισχύοντα ν.4310/2014 "Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία ...", ΦΕΚ 258 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, οι ανατεθείσες με την ελεγχόμενη σύμβαση μελέτες δεν περιέχουν το στοιχείο της πρωτοτυπίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ερευνητικές, καθόσον, όπως προκύπτει από το εκτεθέν στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενό τους, πρόκειται για απλό και με γνωστές ήδη μεθόδους συνδυασμό κεκτημένων γνώσεων, για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (διερεύνηση και αποτύπωση της κυματικής διαταραχής στον υφιστάμενο Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμός έργων βελτίωσης αυτού), στην εφαρμογή του οποίου ουσιαστικά εξαντλείται, ούτε, εξάλλου, στα έγγραφα της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης, γίνεται επίκληση λόγων που θα μπορούσαν να τους προσδώσουν ερευνητικό χαρακτήρα (βλ. 373, 295, 281, 280/2013 πράξεις του Κλιμακίου τούτου).
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)267/2014
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Μη νόμιμη η καταβολη που αφορουσε στη δαπάνη πληρωμής, στο "……" (…..), της πρώτης δόσης της προγραμματικής σύμβασης, που έχει συνάψει ο Δήμος με το ανωτέρω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με αντικείμενο την "Επιστημονική υποστήριξη Δήμου …. στο πλαίσιο του Συμφώνου των Δημάρχων και της Βιώσιμης Ανάπτυξης".(....)Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: α) Κατ’ αρχάς, το Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. - το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν.3685/2008, ΦΕΚ 148 Α΄, και το ιδρυτικό του π.δ/μα 271/1989, ΦΕΚ 129 Α΄, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το π.δ/μα 13/1998, ΦΕΚ 24 Α΄, αποτελεί Ε.Π.Ι., ήτοι αυτοτελές ν.π.ι.δ. εκτός δημοσίου τομέα, λειτουργούντος στο πλαίσιο του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου - δεν μπορούσε, όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3β΄) να συμμετέχει στην ελεγχόμενη σύμβαση ως μοναδικός αντισυμβαλλόμενος του Δήμου, καθόσον δεν του αναγνωρίζεται από το νόμο η δυνατότητα συμμετοχής του στις προγραμματικές συμβάσεις ως συνάπτοντα φορέα αλλά μόνο ως εκ τρίτου συμβαλλόμενο. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης το άρθρο 11 παρ. 4 περ. δ΄ εδ. α΄ του μνημονευθέντος ν.3685/2008 (βλ. Ελ. Συν., Τμ. VII πράξη 181/2009), καθόσον η εν λόγω ειδική διάταξη, ισχύουσα παράλληλα με τις γενικές διατάξεις του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω άρθρου 100 του ν.3852/2010, παρέχει, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν.3794/2009 (ΦΕΚ 156 Α΄), στα Ε.Π.Ι. τη δυνατότητα σύναψης προγραμματικών συμβάσεων μόνο όταν αυτές αφορούν στη «βασική έρευνα στο γνωστικό αντικείμενό τους» ή στην «έρευνα που εξυπηρετεί την ανάπτυξη τομέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα», περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση (βλ. κατωτέρω στοιχείο γ΄ παρούσας σκέψης). Επομένως, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη και για τον ως άνω λόγο, ο οποίος, αφού αφορά στο νόμω βάσιμο της δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου, μπορεί να εξετασθεί και αυπεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο τούτο (βλ. 198/2009, 83, 75/2007 πράξεις Ι Τμ. Ελ. Συν.).β) Από το παρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, ότι, αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010 αυτή συνιστά κατ’ ουσίαν απευθείας ανάθεση συνήθους εξ επαχθούς αιτίας δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο στο Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης και κυρίως από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών προκύπτει ότι δεν αφορά σε πραγματική συνεργασία για την, από κοινού, εκτέλεση δημόσιας αποστολής των συμβαλλόμενων φορέων στον τομέα σχετικά με την ανάπτυξη της περιοχής του Δήμου, που, όπως προεκτέθηκε (ανωτέρω σκέψη 3α΄, β΄), απαιτείται να αφορά η προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010. Αντίθετα, το Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. υποχρεούται, έναντι καταβολής ανταλλάγματος από το Δήμο (50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., βλ. ανωτέρω σκέψη 4), στη παροχή προς αυτόν, απλώς, συγκεκριμένων υπηρεσιών συμβούλου για την εκπόνηση του ΣΔΑΕ του Δήμου, υπηρεσίες που είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο. Περαιτέρω, από τη μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη σχετική 123/10.3.2013 πράξη ανάθεσης του Δ.Σ. ….προκύπτει ότι η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης συνιστά πρωτοβουλία του Δήμου, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, ο οποίος απέβλεψε στην υλοποίηση των ανατιθέμενων μ' αυτή υπηρεσιών με την ανάθεσή τους στο ανάδοχο Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ., ενώ από το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής προκύπτει ότι η συμβολή του περιορίζεται αποκλειστικά στην κάλυψη του κόστους για την παροχή των ανατεθεισών υπηρεσιών, βαρυνόμενος μόνο αυτός με το οικονομικό αντικείμενό της. Συνεπώς, τα μέρη δεν εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό την από κοινού εκπλήρωση μίας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά ο Δήμος λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή που επιδιώκει την εκτέλεση υπηρεσίας εκ μέρους του αναδόχου Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ., το οποίο επέχει θέση, απλώς, παρόχου υπηρεσιών, ελεγχόμενο ως προς την προσήκουσα υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, προκειμένου να λάβει το συμβατικό αντάλλαγμα, που συνιστά και το αποκλειστικό οικονομικό αντικείμενο της σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά πράγματι σύμβαση παροχής υπηρεσιών, μεταξύ ενός δήμου και ενός οικονομικού φορέα, συναπτόμενη εξ επαχθούς αιτίας, αφού η παροχή του παρέχοντος την υπηρεσία Ε.Π.Ι.Σ.Ε.Υ. αντιστοιχεί στην υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει αμοιβή. γ) Εφόσον, όπως έγινε δεκτό, η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής υπηρεσιών προς το Δήμο, η αξία της οποίας, χωρίς Φ.Π.Α., ανέρχεται στο ποσό των 50.000,00 ευρώ, η προσήκουσα διαδικασία ανάθεσής της ρυθμίζεται με τις μνημονευθείσες (ανωτέρω σκέψη 3.γ΄) διατάξεις των άρθρων 209 παρ. 2, 9 και 10, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 20 παρ. 13 του ν.3731/2008, και 273 του Κ.Δ.Κ.. Στο πλαίσιο αυτό, κατ' αρχάς, σύμφωνα με την αρχή της οικονομικότητας, ως μερικότερης εκδήλωσης της γενικής αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία διέπει τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και η οποία επιβάλλει την εκπλήρωση των σκοπών των δήμων με την κατά το δυνατόν ελάχιστη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους (βλ. και άρθρο 1 του ν.3871/2010 "Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη", ΦΕΚ 141 Α΄, που καθιερώνει και νομοθετικά την ανωτέρω γενική αρχή), δεν αποδεικνύεται από τον, έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης, Δήμο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάθεσης των υπηρεσιών, που αποτελούν αντικείμενο των ως άνω συμβάσεων, σε τρίτους ιδιώτες (εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, που δεν διαθέτουν οι δημοτικοί υπάλληλοι ή απόδειξη αντικειμενικής έλλειψης επαρκούς προσωπικού). Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, η απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο μνημονευθέν άρθρο 209 παρ. 9 του Κ.Δ.Κ., αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000,00 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή βάσει ποσού η απευθείας