ΝΣΚ/437/2009
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ενέργειες της Διοίκησης για την εκτέλεση αμετάκλητης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία ακύρωσε απόφαση του Υ/ΓΕΑ για καταγγελία συμβάσεων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η Διοίκηση στα πλαίσια συμμόρφωσής της προς αμετάκλητη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, που ακύρωσε την καταγγελία συμβάσεων υποστήριξης μηχανογραφικού εξοπλισμού, υποχρεούται να αποκαταστήσει αναδρομικά την πραγματική και νομική κατάσταση που θα υπήρχε αν δεν είχε μεσολαβήσει η ακυρωθείσα πράξη και να θεωρήσει ανύπαρκτη την καταγγελία και ενεργές τις εν λόγω συμβάσεις, για τις οποίες όμως λόγω της επελθούσας λήξης τους δεν υφίσταται στάδιο τροποποίησης αυτών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.1/3/2010
Η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς το περιεχόμενο ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου, όπως έχει υποχρέωση, επιβάλλεται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικά τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί με θετικές ενέργειες στην αναμόρφωση των νομικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν εξαιτίας ή ως συνέπεια της πράξης αυτής. Στα πλαίσια αυτά υποχρεούται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις πράξεις που εκδόθηκαν στο μεταξύ ή να εκδώσει άλλες με αναδρομική ισχύ για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση, στην οποία θα βρίσκονταν εάν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η πράξη που ακυρώθηκε. Ειδικότερα, σε περίπτωση ακύρωσης άρνησης διορισμού ή προαγωγής υπαλλήλου, η Διοίκηση οφείλει να αποκαταστήσει αναδρομικά τον υπάλληλο, από μισθολογική άποψη, για το σύνολο της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός δεν ασκούσε τα καθήκοντα του, χορηγώντας σ’ αυτόν το σύνολο των αποδοχών που θα εισέπραττε κατά την περίοδο αυτή (ΕΣ Ι Τμ. Πρ. 159/2004, Πρακτικά Ι Τμήματος Συνεδρίαση 21/11.7.2006, ΣτΕ 2522, 8/2002, 3422/2001).
ΝΣΚ/271/2015
Δημόσιοι Υπάλληλοι – Επιλογή Προϊσταμένων – Συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του ΔΕφΑθ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η Διοίκηση στο πλαίσιο συμμόρφωσής της προς την υπ’ αριθμ. 2091/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (Τμήμα Θ’, Ακυρωτικός Σχηματισμός), οφείλει να συγκαλέσει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο των Μονίμων Υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, το οποίο με αιτιολογημένη απόφασή του, χωρίς τις πλημμέλειες της αρχικής, θα αποφασίσει, αφού λάβει υπόψη του τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου όλων των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια της παρ.3 του άρθρου 8 του Ν. 3260/2004, την τοποθέτηση ενός εκ των υποψηφίων για την κάλυψη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης «Άθληση για όλους» σε χρόνο αναγόμενο στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Μ.Χ. υπηρέτησε με βάση την ακυρωθείσα αρχική τοποθέτησή της. (πλειοψ.) - ΑΠΟΔΕΚΤΗ
ΝΣΚ/135/2011
Συμμόρφωση της Διοίκησης προς ακυρωτική δικαστική απόφαση – Πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού στη Σχολή Ικάρων – Αρμόδιο όργανο για την επαναξιολόγηση των υποψηφίων – Καταγγελία ή μη των ανανεωθεισών συμβάσεων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η συμμόρφωση της Διοικήσεως με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκαν απόφαση του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας περί προσλήψεως εκπαιδευτικού προσωπικού στη Σχολή Ικάρων για το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010 και απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας για την πρόσληψη επιλαχόντος λόγω παραίτησης προσληφθέντος για το ίδιο ακαδημαϊκό έτος, καίτοι έληξε το παραπάνω ακαδημαϊκό έτος, καθώς και το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2010-2011, για το οποίο ανανεώθηκαν οι συμβάσεις των ανωτέρω, είναι, όχι μόνο δυνατή, αλλά και υποχρεωτική. Αρμόδιο όργανο για την επαναξιολόγηση των υποψηφίων είναι η Ακαδημαϊκή Συνέλευση της Σχολής Ικάρων. Ενόψει δε της λήξεως των συμβάσεων του ανωτέρω προσωπικού δεν νοείται καταγγελία τους. (ομοφ.)
ΣΤΕ/100/2011
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών σε υπάλληλο του Δήμου:... Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου υποχρεούται να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την πράξη που ακυρώθηκε, εκδίδοντας, κατά περίπτωση, άλλες πράξεις με αναδρομική ισχύ, ώστε να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη. Εν προκειμένω, με την 1718/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ακυρώθηκε η παράλειψη του Δήμου ... να περιλάβει την αναιρεσείουσα στον πίνακα διοριστέων στις επίδικες θέσεις, κρίθηκε δε ότι πρέπει να χωρήσει επανακατάταξη της στον οικείο πίνακα βάσει του τίτλου σπουδών και τυχόν εγγραφή της στον πίνακα διοριστέων . Επομένως, αφού η αναιρεσείουσα, σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση, περιελήφθη τελικώς στον πίνακα διοριστέων, ο αναιρεσίβλητος Δήμος όφειλε, ως αρμόδιος κατά το νόμο φορέας, να την διορίσει αναδρομικώς από του χρόνου του διορισμού της στην θέση από την οποία απολύθηκε, ώστε να αρθούν οι συνέπειες της ακυρωθείσας παραλείψεως του. Η υποχρέωση αυτή εξάλλου, απορρέει κατά το Σύνταγμα ευθέως από την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να απαιτείται η ρητή μνεία της. Κατόπιν τούτου, η παράλειψη του Δήμου ... να προσδώσει αναδρομικότητα στην 235/2002 πράξη του Δημάρχου ώστε να ανατρέξει στο χρόνο της αρχικής προσλήψεως της αναιρεσείουσας, και περαιτέρω, η μη καταβολή των αποδοχών που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα της αναδρομής, αποτελεί παράνομη παράλειψη αυτού κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ (πρβλ. ΣτΕ 1631/2000). Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως έχει ο αναιρεσίβλητος Δήμος, καθόσον πρόκειται για αποζημίωση αποδοχών υπαλλήλου του, ανεξαρτήτως αν στη διαδικασία επιλογής μετέσχε, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και το ... (πρβλ. ΣτΕ 2557/2006). Τα αντίθετα κρίνοντας το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, έσφαλε και για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκδικάζει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 παρ. 2 του π.δ. 18/89 την από 24.2.2007 έφεση του Δήμου ... κατά της 11892/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και κρίνει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, περαιτέρω δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο Δήμος ... πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 275 παρ. 1 ΚΔΔ - ν. 2717/99 Α΄ 97).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/218/2019
Καταβολή απιδόματος θέσης ευθύνης...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με τα χρηματικά εντάλματα δαπάνη είναι νόμιμη. Και τούτο διότι η αναδρομική τοποθέτηση της φερόμενης ως δικαιούχου στη θέση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού του Δήμου ... περιλαμβάνεται στις επιβαλλόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις θετικές ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβεί ο Δήμος σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα Α62/2018 ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ..., οι οποίες (ενέργειες) ανατρέχουν στο χρόνο συντέλεσης της κριθείσας ως παράνομης παράλειψης τοποθέτησης της εν λόγω υπαλλήλου σε θέση Προϊσταμένης Διεύθυνσης του Δήμου, ήτοι στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας 268/27.8.2015 αρχικής απόφασης τοποθέτησης Προϊσταμένων. Συνεπώς, τα αρμόδια όργανα του Δήμου όφειλαν να αποκαταστήσουν πλήρως τα πράγματα -και, ειδικότερα, τη νομική κατάσταση της θιγούσης –τοποθετώντας την υπάλληλο αναδρομικά στη θέση, στην οποία θα ευρίσκετο, αν από την αρχή δεν είχε χωρήσει η ακυρωθείσα, κατά τα προεκτεθέντα, παράλειψη της. Στην έννοια δε της αποκατάστασης αυτής περιλαμβάνεται, εκτός από την υπηρεσιακή, και η μισθολογική αποκατάσταση της δικαιούχου, η οποία συνίσταται στην αναδρομική καταβολή της οφειλόμενης διαφοράς που προέκυψε λόγω αλλαγής βαθμού από Γ΄ σε Β΄ και επιδόματος θέσης ευθύνης. Εξάλλου, αβασίμως προβάλλεται από την διαφωνούσα Επίτροπο ότι η καταβολή του επιδόματος θέσης ευθύνης προϋποθέτει την εν τοις πράγμασι άσκηση καθηκόντων στην θέση της Προϊσταμένης Διεύθυνσης, καθόσον κατά τον κρίσιμο χρόνο στους Προϊσταμένους Διευθύνσεων καταβαλλόταν το επίδομα θέσης ευθύνης παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα και, ως εκ τούτου, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θα καταβαλλόταν και στην φερόμενη ως δικαιούχο υπάλληλο αν δεν είχε μεσολαβήσει η προαναφερόμενη παρανομία.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, αυτά πρέπει να θεωρηθούν.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022
Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).