×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/71/2005

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ηλικία πλοίου – Στοιχεία προσδιορισμού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η ηλικία του πλοίου συναρτάται με τα πραγματικά γεγονότα της κατασκευής της τρόπιδας και καθέλκυσης, η ισχύς δε σχετικών πιστοποιητικών κρίνεται με βάση τις διατάξεις Διεθνών Συμβάσεων και Κανονισμών.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/306/2012

Αντικατάσταση συμβατικού πλοίου με άλλο κατωτέρων προσόντων, κατά το στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως, εφόσον συντρέχουν «εξαιρετικές περιπτώσεις», σύμφωνα με σχετικό όρο της οικείας προκηρύξεως – Έννοια «εξαιρετικών περιπτώσεων».(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ως «εξαιρετικές περιπτώσεις», με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται η αντικατάσταση του συμβατικού πλοίου με άλλο κατωτέρων προσόντων, σύμφωνα με τον όρο 36 του παραρτήματος Ι της υπ’ αριθμ. πρωτ. ΔΜ/Φ.231.01/135/9-1-2009 προκηρύξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής νοούνται οι έκτακτες, ήτοι οι ιδιάζουσες, ασυνήθεις, απρόβλεπτες και χρονικά περιορισμένες εκείνες καταστάσεις αδυναμίας της αναδόχου πλοιοκτήτριας εταιρείας να εκπληρώσει την υποχρέωσή της με το συμβατικό πλοίο ή να προβεί στην αντικατάστασή του με άλλο πλοίο της ίδιας ή και με πλοίο άλλου πλοιοκτήτη αναλόγων προσόντων και μεταφορικής ικανότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η αδυναμία της πλοιοκτήτριας οφείλεται σε γεγονός ή γεγονότα, για τα οποία η ανάδοχος δεν έχει ευθύνη και για τα οποία ενημέρωσε άμεσα την αρμόδια Υπηρεσία. Στη Διοίκηση εναπόκειται να κρίνει αιτιολογημένως, αφού πρώτα ελέγξει τη βασιμότητά τους, κατά πόσον τα επικαλούμενα από την πλοιοκτήτρια εταιρεία πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στην ανωτέρω έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων», προκειμένου να κρίνει στη συνέχεια αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του σχετικού όρου προκηρύξεως. (ομοφ.)


ΣΤΕ/3560/2005

Επιδιώκουν να ακυρωθεί η Α.Π. 3813/12102/Ν.1622/82/20.11.2002 (...)Επειδή, περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του ν. 1262/1982 εκ μέρους των αιτούντων, διότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ναυπηγηθέντος πλοίου προ της συμπληρώσεως δεκαετίας από της ολοκληρώσεως της επενδύσεως οφείλετο σε λόγους ανωτέρας βίας. Συγκεκριμένα οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι προέβησαν στην επίμαχη μεταβίβαση προς αντιμετώπιση της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως, στην οποία είχαν περιέλθει, λόγω απάτης διαπραχθείσης σε βάρος τους από τους υπευθύνους εταιρίας, στην οποία αυτοί είχαν αναθέσει, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο τίμημα, την ναυπήγηση άλλου σκάφους τους, έχοντος ομοίως υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/1982. Και ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος, διότι τα ως άνω ιστορούμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, συναπτόμενα με αποφάσεις ληφθείσες και επιλογές γενόμενες στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δράσεως των επενδυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούν λόγους ανωτέρας βίας, ήτοι γεγονότα απρόβλεπτα μη δυναμένα να αποτραπούν δι΄ άκρας επιμελείας .


ΑΕΠΠ/197/2021

Η προσφεύγουσα με την προδικαστική προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της διακήρυξης με αριθμ. πρωτ. ..., η οποία αφορά στην ηλεκτρονική ανοικτή διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης άνω των ορίων για την 'προμήθεια και τοποθέτηση φωτιστικών κορυφής, τεχνολογίας LED' για τις ανάγκες της Διεύθυνσης Ηλεκτρολογικού του ... διάρκειας οκτώ (8) μηνών. Οι κύριοι λόγοι αμφισβήτησης αφορούν: (α) τη ζητούμενη έκθεση δοκιμής (test report) του κατασκευαστή των LED σύμφωνα με πρότυπα LM80-08&TM-21-08, η οποία κρίνεται περιοριστική και τεχνικά αδύνατη, (β) την απαίτηση ταυτοποίησης των δεδομένων δοκιμών με τα πραγματικά δεδομένα λειτουργίας, (γ) τον αποκλεισμό φορέων πιστοποίησης εκτός ΕΑ-MLA, και (δ) τη διατύπωση όρων κατασκευής που κρίνονται ασαφείς και αυθαίρετοι. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι όροι αυτοί παραβιάζουν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού.


ΕλΣυν.Τμ.6(Στ΄Διακοπών)/3491/2012

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:..ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 367/2012 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, το Τμήμα κρίνει ότι το Κλιμάκιο ορθά με την προσβαλλόμενη πράξη του έκρινε ότι η ανάγκη σύναψη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης δεν οφείλεται σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε πραγματικά γεγονότα τα οποία προέκυψαν μεταγενέστερα του χρόνου κατάρτισης της αρχικής σύμβασης χωρίς για αυτό να ευθύνεται η αναθέτουσα αρχή και χωρίς τα γεγονότα αυτά να ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής. Τούτο δε διότι κατά το χρόνο υπογραφής της αρχικής σύμβασης (18.5.2009) αλλά και κατά το χρόνο έναρξης κατασκευής του έργου (1.2.2010), ο κύριος αυτού, ο οποίος ευθύνεται κατ΄άρθρο 37 της Γενικής και Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων για την έναρξη των διαδικασιών απαλλοτρίωσης και υποχρεούται κατά το χρόνο που δίδει την εντολή έναρξης της προθεσμίας εκτέλεσης του έργου να έχει συνεκτιμήσει την πορεία συντέλεσης της απαλλοτρίωσης γνώριζε την περαιτέρω εμπλοκή των διαδικασιών απαλλοτρίωσης δεδομένης της κηρυχθείσας ήδη από το Δεκέμβριο του έτους 2007 αναδάσωσης στα υπό απαλλοτρίωση γήπεδα αναλαμβάνοντας έτσι τον κίνδυνο να προχωρήσει σε κατάρτιση σύμβασης χωρίς να έχει τροποποιήσει τις αρχικές μελέτες του έργου λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της πυρκαγιάς του έτους 2007.(..)Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι κρινόμενες αίτηση και παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.


ΕλΣυν.Τμ.4/33/2010

Δημόσια έργα.Το εάν δε οι επιμέρους κατηγορίες συνιστούν ή όχι ενιαίο έργο κρίνεται επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων και, συγκεκριμένα, βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος στο οποίο αποβλέπουν οι ανατιθέμενες εργασίες, λαμβανομένων υπόψη στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών ανάθεσής τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν (πρβλ. τις 27/2009, 13/2008, 18/2007 Πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν.). Περαιτέρω, η διενέργεια διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλουμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων, δικαιολογείται και σε περίπτωση που απειλείται, με βεβαιότητα, η επέλευση σοβαρού κινδύνου, για την αποτροπή του οποίου επιβάλλεται η άμεση έναρξη της εκτέλεσης του έργου, καθώς και όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης, που οφείλεται σε αιφνίδια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών για τη διενέργεια τακτικού διαγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι περιστάσεις των οποίων γίνεται επίκληση για την αιτιολόγηση της προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία, δεν πρέπει να απορρέουν από υπαιτιότητα των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, διαφορετικά, τα τελευταία θα μπορούσαν, επικαλούμενα τις δικές τους ολιγωρίες, να καταστρατηγούν εκ συστήματος τον κανόνα της ανάθεσης των δημοσίων έργων κατόπιν διαγωνισμού- η δε κρίση της Αναθέτουσας Αρχής περί της συνδρομής τους υπόκειται, ως νομική, σε πλήρη έλεγχο ορθής εκτίμησης και χαρακτηρισμού από το Δικαστήριο τούτο (πρβλ. τις 72/2008, 57/2007, 45, 44/2006 Πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν.)...Με αυτά τα πραγματικά δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν (ΙΙ, ΙΙΙ), το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι οι επίμαχες εργολαβίες: α) «Επισκευή κεραμοσκεπών στεγών φαρμακείου» και β) «Επισκευή κεραμοσκεπών στεγών τμήματος ακτινολογικού», συνιστούν τμήματα ενός μείζονος ενιαίου έργου, δεδομένου ότι έχουν ταυτόσημο αντικείμενο από πλευράς εργασιών, διακρίνονται από χωρική ενότητα, καθώς θα εκτελεσθούν εντός του ίδιου Νοσοκομείου, και αποβλέπουν στο αυτό, από οκονομοτεχνική άποψη, αποτέλεσμα, δηλαδή την επισκευή κεραμοσκεπών τμημάτων (χώρων) του Νοσοκομείου, συνεκτιμημένου επιπλέον και του γεγονότος ότι οι διαδικασίες ανάθεσής τους διεξήχθησαν ταυτόχρονα, καθώς και ότι την εκτέλεσή τους ανέλαβε η ίδια ανάδοχος. ...Ειδικότερα, όσον αφορά την προσφυγή στην παραπάνω εξαιρετική διαδικασία το Τμήμα κρίνει, περαιτέρω, ότι δεν δικαιολογείται η τήρηση της διαδικασίας αυτής αφού από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αποδεικνύεται, εν προκειμένω, η συνδρομή αναπότρεπτου κινδύνου ή επείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε αιφνίδια πραγματικά γεγονότα.


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/420/2010

Συμπληρωματική σύμβαση. Οι εργασίες εγκατάστασης δικτύων φυσικού αερίου, οι οποίες δεν προβλέπονται στην τεχνι¬κή περιγραφή δεν είναι, συμπληρωματικές, αλλά νέες εργασίες, που διαφοροποιούν το τεχνικό αντικείμενο του έργου και αποσκοπούν στη βελτίωσή του. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντι-κείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονό¬τα ή καταστάσεις, ήτοι σε πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου και δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Για τις λοιπές εργασίες η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται ότι δεν ήταν δυνατό αντικειμενι¬κά να προβλεφθούν λόγω συνδρομής απροβλέπτων περιστάσεων κατά τη σύνταξη και έγκριση της μελέτης, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Ούτε η επίκληση από την αναθέτουσα αρχή της καλής κατασκευής και λειτουργίας, καθώς και της βελτίωσης της ποιότητας του έργου, δύναται να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματι¬κής σύμβασης, καθόσον οι εργασίες αυτές καλύπτονται από το κονδύλιο των απροβλέπτων.


ΕλΣυν/Τμ4/130/2010

Όπως παγίως γίνεται δεκτό από το παρόν Τμήμα, κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνον όταν συντρέχουν οι τασσόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις, πρωταρχική μεταξύ των οποίων είναι να πρόκειται για εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση, η δε συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων (βλ. ενδεικτ. Πράξεις 89/2007, 146, 188/2009, κ.ά. ΙV Τμ. Ελ. Συν.). Η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη, κατά το μέρος που αφορά στην εξόφληση του εργολαβικού ανταλλάγματος για τις συμπληρωματικές εργασίες που αφορούν στην αντικατάσταση της καύσιμης ύλης από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο, παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η εγκατάσταση του δικτύου φυσικού αερίου. Επιπλέον, το Τμήμα κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η δαπάνη κατά το μέρος που αυτή αφορά στις λοιπές ως άνω εργασίες κατασκευής οικίσκου, τοποθέτησης διαχωριστικών, αποξήλωση παλαιού ανελκυστήρα, διάφορες εργασίες καθαιρέσεως και αντικατάστασης δαπέδων, αφού από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αιτιολογείται η αδυναμία έγκαιρης αντιμετώπισής τους με τη μελέτη δημοπράτησης του έργου, ωστόσο το χρηματικό ένταλμα κρίνεται θεωρητέο λόγω συγγνωστής πλάνης


ΕΣ/Ε ΚΛΙΜΑΚΙΟ/403/2022

1η συμπληρωματική σύμβασης του έργου «Έργα αντιστήριξης σε τμήμα του ανάντη πρανούς της οδού...»(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, αναφορικά με τις εργασίες που περιλαμβάνονται στην 1η συμπληρωματική σύμβαση και έχουν ήδη εκτελεστεί, σύμφωνα με το οικ.30855/6252/15.4.2022 έγγραφο του Διευθυντή Τεχνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας Ζακύνθου, ήτοι τις εργασίες κατασκευής των προεντεταμένων αγκυρώσεων, στερείται πλέον χρονικής αρμοδιότητας για τον έλεγχο τους και απαραδέκτως εισάγονται, ως εργασίες εκτελεσθείσες.  Ως προς τις λοιπές εργασίες που περιλαμβάνονται στην 1η Σ.Σ.Ε., ήτοι τη δαπάνη τοποθέτησης μεταλλικών δοκών για τη σύνδεση αγκυρώσεων και πασσαλοτοιχίας στο μέτωπο 1, τεχνικά έργα υποδομής (εκσκαφές και βάρθρα) για την τοποθέτηση της πεζογέφυρας (μέτωπο 3) και δαπάνη μελετών και τα ΓΕ & ΟΕ αυτής, κατά τα αναφερόμενα στην 83-05/1.2.2022 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, παραδεκτώς εισάγονται μεν για την άσκηση προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, ωστόσο, ως προς αυτές, το Κλιμάκιο κρίνει ότι δεν μπορούν νομίμως να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης. Τούτο δε, διότι δεν αποδείχτηκε από την αναθέτουσα ότι η ανάγκη εκτέλεσης των εργασιών αυτών ανέκυψε κατά την εκτέλεση της σύμβασης, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, ότι, δηλαδή, συνδέεται με πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στον χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από μία επιμελή αναθέτουσα αρχή.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι απαραδέκτως εισάγεται το υποβληθέν σχέδιο συμπληρωματικής σύμβασης κατά το μέρος που αφορά τις εργασίες κατασκευής των προεντεταμένων αγκυρώσεων και ότι κωλύεται κατά τα λοιπά η σύναψή του.


ΕΣ/Τ6/91/2011

Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).


ΕΣ/Τ6/92/2011

Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).