ΣτΕ/352/2016
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Πρόστιμο για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. ζητείται η αναίρεση της 5167/2003 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 3711/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσθηκε προσφυγή του ιδίου και ακυρώθηκε η 125/1999 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΒ΄ Αθηνών. Με την τελευταία αυτή πράξη επιβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο 2.016.751.880 δρχ., για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (..) Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της έκδοσης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση που τιμολόγια παροχής υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από την φορολογική αρχή ως εικονικά επί τη βάσει ορισμένων στοιχείων, το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός υποχρεούται, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 144επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που διέπουν τα ζητήματα της απόδειξης κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, προκειμένου να εκφέρει την κρίση του, να σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, κάνοντας χρήση των επιτρεπόμενων από τον εν λόγω Κώδικα αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στον φάκελο της υπόθεσης στοιχεία, και όχι μεμονωμένα το καθένα από αυτά (..)Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες..Και τούτο διότι το δικάσαν δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε, στο σύνολό τους, τόσο τα στοιχεία που προέκυψαν από τον φορολογικό έλεγχο όσο και τα στοιχεία που, ήδη πρωτοδίκως, είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσίβλητος, κατέληξε στην κρίση ότι η φορολογική αρχή, η οποία έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε, όπως όφειλε, το εν προκειμένω κρίσιμο για τον καταλογισμό του ένδικου προστίμου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, ότι δηλαδή πραγματικός φορέας άσκησης της επίμαχης επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ο τελευταίος ...Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/114/2019
Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, λόγω μη αποδόσεως από την προαναφερθείσα ανώνυμη ποδοσφαιρική εταιρεία, για τις διαχειριστικές περιόδους από 1.7.2009 έως 30.6.2012, διαφόρων φόρων ποσού υπερβαίνοντος το όριο της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 46 του ν. 4174/2013, τα προβλεπόμενα από την εν λόγω διάταξη μέτρα επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, υπό την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου Α΄ του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρείας. Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε μη νόμιμη την επιβολή τους, διότι δεν αρκούσε η ως άνω ιδιότητα του αναιρεσιβλήτου, αλλά όφειλε η φορολογική αρχή, επιπλέον, να αποδείξει ότι ο τελευταίος είχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πράγματι ασκήσει καθήκοντα διοικήσεως, διαχειρίσεως ή εκπροσωπήσεως της ελεγχομένης εταιρείας. Με το σκεπτικό αυτό το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε λόγο προσφυγής του αναιρεσιβλήτου περί του ότι ο ίδιος, αν και συμμετείχε, κατά την περίοδο από 11.7.2007 έως και 20.7.2010, στο ως άνω Διοικητικό Συμβούλιο ως Αντιπρόεδρος Α΄, ουδέποτε είχε την ιδιότητα προσώπου εντεταλμένου από οιαδήποτε αιτία στην διοίκηση, διαχείριση ή εκπροσώπηση της ελεγχομένης εταιρείας, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, την πλήρη διαχείριση και τα δικαιώματα εκπροσωπήσεως και δεσμεύσεως αυτής είχε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα οικεία ΦΕΚ, ο εκάστοτε Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του εν λόγω Συμβουλίου. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι νόμιμη, ο δε μοναδικός λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η ως άνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, διότι για την επιβολή των μέτρων του άρθρου 46 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αρκεί το πρόσωπο, στο οποίο επιβάλλονται, να έχει κατά τον χρόνο τελέσεως της φοροδιαφυγής μία από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στην παρ. 6 του άρθρου 46 του ως άνω Κώδικα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Δια ταύτα Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.
ΣΤΕ/406/2019
ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.
ΝΣΚ/394/2005
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.10 περ.β’ του Ν 2523/1997, όπως ισχύουν, αναφορικά με την έννοια της καταχώρισης ανύπαρκτης αγοράς ή εξόδου στα τηρούμενα βιβλία.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ.10 περ.β’ του Ν 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως αυτές ισχύουν σήμερα, δεν καταλαμβάνουν αγορές ή έξοδα που έχουν αποδεδειγμένως πραγματοποιηθεί (υπαρκτή συναλλαγή), από φυσικό πρόσωπο ή επιτηδευματία και για τα οποία έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο (τιμολόγιο, απόδειξη λιανικής πώλησης κλπ) και τα οποία (αγορές ή έξοδα) καταχωρούνται στα βιβλία άλλου επιτηδευματία με βάση το πρωτότυπο ή το φωτοαντίγραφο του στοιχείου, που εκδόθηκε επ’ ονόματι του επιτηδευματία ή του φυσικού προσώπου που πραγματοποίησε τη συναλλαγή.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/99/2025
Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 1483/2019 απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία η από 16.1.2015 (Α.Β.Δ. 94/2015) «έφεση – αίτηση αναθεώρησης» του αναιρεσιβλήτου κατά της 1727/19.11.2014 πράξης του Γενικού Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας (Σ.ΕΠ.Υ), με την οποία απορρίφθηκε η 1727/3.9.2014 αίτηση του αναιρεσιβλήτου για ανάκληση της ΑΥ2β/887/12.9.2002 απόφασης των Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, με την οποία ο ανωτέρω καταλογίσθηκε, αλληλεγγύως με τον…., με το ποσό των 82.295,06 ευρώ (28.042.042 δραχμών), πλέον νομίμων προσαυξήσεων ποσού 22.855,07 ευρώ (7.787.870 δραχμών), ήτοι συνολικά με το ποσό των 105.150,13 ευρώ (35.829.910 δραχμών), το οποίο αντιστοιχεί σε έλλειμα που προκλήθηκε στη διαχείριση του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Πολυκλινική» και ήδη Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο Ευαγγελισμός - Οφθαλμιατρείο Αθηνών - Πολυκλινική», κατά το χρονικό διάστημα από 14.9.1999 έως 18.9.2001.9..(...)
ΔΕΔ/Θεσ/150/2025
Η απόφαση 150/31-01-2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών αποδέχεται την ενδικοφανή προσφυγή και ακυρώνει την πράξη επιβολής προστίμου 582,58€ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης. Το πρόστιμο είχε επιβληθεί λόγω μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου εσόδου κατά την ώρα επιτόπιου ελέγχου σε εκδήλωση (χοροεσπερίδα) που διοργάνωνε η προσφεύγουσα. Η φορολογική αρχή έκρινε ότι η συναλλαγή αφορούσε δικαίωμα λήψης υπηρεσίας, απαιτώντας άμεση έκδοση παραστατικού. Η Δ.Ε.Δ. έκρινε ότι η εν λόγω συνεργασία μεταξύ οντοτήτων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ.2 περ.α’ του ν.4308/2014, επιτρέποντας την έκδοση του τιμολογίου έως τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα. Ως εκ τούτου, η παράβαση της μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου εσόδου δεν στοιχειοθετείται.
ΔΕΔ/Θεσ/902/2025
Η απόφαση 902/19.05.2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή κατά πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. φορολογικού έτους 2018. Οι πράξεις επιβλήθηκαν λόγω της μη αναγνώρισης προς έκπτωση δαπάνης και Φ.Π.Α. αντίστοιχα, που προέκυψαν από τη λήψη ενός (1) εικονικού φορολογικού στοιχείου, συνολικής καθαρής αξίας 2.787,00 ευρώ. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η συναλλαγή ήταν πραγματική και αποδείχθηκε η πληρωμή μέσω τραπέζης. Η Δ.Ε.Δ. επικύρωσε τις διαπιστώσεις του ελέγχου, κρίνοντας ότι ο εκδότης του στοιχείου στερούνταν της υλικοτεχνικής υποδομής και του προσωπικού, ενώ δεν διέθετε ούτε είχε αγοράσει τα επίμαχα είδη, καθιστώντας έτσι τη συναλλαγή ανύπαρκτη. Ως εκ τούτου, η συνολική οριστική φορολογική υποχρέωση (φόρος και πρόστιμο) ανέρχεται σε 373,44€ για τον φόρο εισοδήματος και 1.003,32€ για τον Φ.Π.Α.
ΣΤΕ 2560/2015
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας απέρριψε τον λόγο της προσφυγής ότι, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, η αναιρεσείουσα δεν είχε κληθεί εγγράφως να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η αναιρεσείουσα δεν ανέφερε με το δικόγραφο της προσφυγής τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε προβάλει ενώπιον του αναιρεσιβλήτου Δήμου αν είχε κληθεί και οι οποίοι θα κλόνιζαν τις διαπιστώσεις του αναιρεσιβλήτου Δήμου ως προς την εκ μέρους της παράβαση των όρων της συμβάσεως και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, εάν ετίθεντο υπόψη του Δήμου, να επηρεάσουν την απόφαση του αρμοδίου οργάνου του ως προς την λύση της επίδικης συμβάσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4447/2012 Ολομ.). Συνεπώς, ορθώς απερρίφθη από το Διοικητικό Εφετείο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ο σχετικός με την παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως λόγος της προσφυγής ....εν όψει των ανωτέρω, καθώς και εν όψει του ότι όλοι οι λοιποί προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι έχουν ήδη απορριφθεί με την υπ’ αριθ. 2381/2009 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣΤΕ/914/2016
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκειμένη περίπτωση, αφού με την 4065/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, για τυπικό λόγο (για μη νόμιμη σύνθεση του ειδικού εκλεκτορικού σώματος) η 208/28.7.1993 πράξη του Πρύτανη του ... Πανεπιστημίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί, αρχικά, σε μόνιμη θέση Δ.Ε.Π. της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή, ο εκ νέου διορισμός του ανωτέρω, με την 318/29.11.1999 πράξη του Αντιπρύτανη, σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση, έπρεπε, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, να ανατρέξει στο χρόνο του αρχικού διορισμού, ως προς όλες τις συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η λήψη αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη των οργάνων του Πανεπιστημίου να προσδώσουν αναδρομικότητα στον εκ νέου διορισμό του αναιρεσιβλήτου και η μη καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από της διακοπής της μισθοδοσίας του (1.3.1999) μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του (18.2.2000), αποτελούσαν παράνομες παραλείψεις, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες γέννησαν ευθύνη του ως άνω νομικού προσώπου προς αποκατάσταση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου από τη μη καταβολή των αποδοχών αυτών. Εφόσον δε η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στο παράνομο των εν λόγω παραλείψεων, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), προέβη παρεμπιπτόντως σε κρίση για τη νομιμότητα των παραλείψεων αυτών. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την παρούσα αίτηση α) περί ελλείψεως της προϋποθέσεως του παρανόμου του νέου διορισμού, λόγω μη προσβολής του, β) περί ελλείψεως προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της από 17.12.1992 ακυρωθείσας συνεδριάσεως του εκλεκτορικού σώματος και της από 14.5.1999 εκ νέου συνεδριάσεως αυτού και γ) περί ελλείψεως υπαιτιότητας των οργάνων του Πανεπιστημίου, ως προς την καθυστέρηση ολοκληρώσεως της διαδικασίας του διορισμού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019
Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).
ΕλΣυν.Ολομ/48/2016
Συντάξεις στρατιωτικών:Με τα δεδομένα αυτά, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος, έγινε δεκτό ότι η περίπτωση του αναιρεσιβλήτου, ως Αξιωματικού εξ Υπαξιωματικών, απόφοιτου της ΣΕΜΑ και προαχθέντος στο βαθμό του Σημαιοφόρου Ειδικών Υπηρεσιών του Λιμενικού Σώματος, υπάγεται πράγματι στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2838/2000 και, κατά παραδοχή της από 7.12.2009 έφεσής του, ακυρώθηκε η εκκληθείσα 193623/2008/13.5.2009 πράξη και η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, προκειμένου να κρίνει επί της ουσίας την αίτησή του για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής του..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.