Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/543/2023

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3528/2007, 2683/1999, 611/1977, 169/2007

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ:επιδιώκεται η αναίρεση της 43/2019 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω και όσων έγιναν ανελέγκτως δεκτά με την πληττόμενη απόφαση, όπως αυτά εκτέθηκαν στη σκέψη 6, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο της οποίας ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς της στην πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα  2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α΄ και δ΄ του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, έκρινε ότι  στην αναιρεσίβλητη πρέπει, εφόσον, με βάση τον χρόνο υπηρεσίας της στο Γενικό Νοσοκομείο Αμαλιάδας, συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, να κανονιστεί  σύνταξη με βάση τις συνταξιοδοτικές αποδοχές κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. Τούτο δε διότι το απολυτήριο δημοτικού δεν παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα για την άσκηση των συγκεκριμένων υπηρεσιακών καθηκόντων της αναιρεσίβλητης (τραπεζοκόμος) μισθολογικής κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης,  ενώ άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε η εν γένει φοίτηση αυτής στη δημοτική εκπαίδευση.Το Δικαστήριο επισημαίνει στο σημείο αυτό ότι η Διοίκηση οφείλει, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της αναιρεσίβλητης, να λάβει υπόψη της, σύμφωνα με το άρθρο 65 του π.δ/τος 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» (Α΄ 210), την τυχόν εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών επί της με αριθ. κατάθ. 27/7.3.2016 αίτησης ακύρωσης της αναιρεσίβλητης κατά της 318/2014/20.11.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Ηλείας.Απορρίπτει την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 43/2019 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/3098/2015

Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας πτώσεως δένδρου στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, οφειλόμενης σε παραλείψεις οργάνων του αναιρεσείοντος ιδρύματος.(....)Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης οφειλόταν σε απρόβλεπτο γεγονός και ότι ακόμη και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων δεν θα μπορούσε να αποτραπεί, δεν υπάρχει δε για την ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επελθούσης ζημίας της αναιρεσίβλητης και των προαναφερομένων παραλείψεων οργάνων του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως με νόμιμη κατ’ αρχήν και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, η απόσπαση κλώνων των δένδρων ιδίως σε περίπτωση κακοκαιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός αλλά πιθανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και δυνάμενο να αποφευχθεί με την καταβολή της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου (αποκοπή των κλάδων) και συνεπώς η πτώση του κλάδου στον προαύλιο χώρο του αναιρεσείοντος και ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης συνδέετει αιτωδώς με υπαίτια συμπεριφορά των μελών της διοικήσεως του αναιρεσείοντος (παράλειψη να προβούν εγκαίρως στην αποκοπή των κλάδων).(....)Απορρίπτει την αίτηση.


391810/2023

Υπολογισμός χρόνου υπηρεσίας προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας στο διπλάσιο, κατ΄εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 23 Ν.4997/2022, με το οποίο αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 40 παρ.5 π.δ 169/2007 και 22 παρ.3 Ν.3865/2010. Αναγνώριση του χρόνου υπηρεσίας που λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο, ως χρόνου πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 9 και 12, 40 και 41 του ΠΔ 169/2007, 8 του Ν. 2084/1992 και 22 παρ.3 Ν.3865/2010» ΑΔΑ:9ΙΒΠ46ΜΑΠΣ-ΟΝΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 43/2023


ΣτΕ/1153/2006

Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..


Σ 40/32/92765/2020

Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 28 παρ. 10 του ν.4670/2020 (ΦΕΚ 43 τ. Α΄) περί παροχής δυνατότητας υποβολής νέας αίτησης συνταξιοδότησης στις περιπτώσεις αναστολής καταβολής της σύνταξης του άρθρ. 37 του ν.3996/2011.ΑΔΑ:Φ80000/οικ12708/557/2020


ΣτΕ/2013/2010

Επειδή, προβάλλεται ότι η αναθέτουσα αρχή, «εάν τυχόν… έκρινε ως απαράδεκτη την προσφορά της [αιτούσας], είχε υποχρέωση, αφ’ ενός…να εκδώσει σχετικό πρακτικό προ του ανοίγματος των οικονομικών προσφορών, αφ’ ετέρου…να είχε επιστρέψει σφραγισμένη την οικονομική της προσφορά» και ότι, συνεπώς, τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της προαναφερθείσης διατάξεως του π.δ/τος 394/1996 περί υποχρεωτικής επιστροφής, χωρίς ν’ αποσφραγισθούν, όσων προσφορών δεν κρίθηκαν αποδεκτές. Ο λόγος αυτός, καθ’ ό μέρος επικαλείται αδυναμία της αναθέτουσας αρχής να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφορά της αιτούσας μετά το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι στις διαδικασίες των δημοσίων προμηθειών η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται ακόμα και κατά την κατακύρωση να απορρίψει προσφορά ως απαράδεκτη λόγω μη τηρήσεως απαράβατου όρου της διακηρύξεως, εφ’ όσον η νομιμότητα της κατακυρωτικής πράξεως, με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού, εξαρτάται από τη νομιμότητα των προηγουμένων πράξεων της οικείας διοικητικής διαδικασίας (ΣτΕ 4166/1996 επταμ., 3335/1998, 1262/1999, 2662/2004, 810, 1580, 4025/2008). Κατά τα λοιπά, ο λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι η κατά την αιτούσα παράνομη αποσφράγιση της οικονομικής προσφοράς της δεν επάγεται, πάντως, την ακυρότητα της κατακυρωτικής πράξεως.


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023

ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του                ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.



ΕΑΔΗΣΥ/1500/2022

Επομένως, βάσει των ανωτέρω, και ιδίως της μη υποβολής τεχνικής  προσφοράς από τον προσφεύγοντα, ήτοι της συνδρομής έτερων λόγων αποκλεισμού της προσφοράς του που δεν αμφισβητούνται, αλυσιτελως ο προσφεύγων προβάλλει αφενός μεν ότι δεν απαιτείτο να υποβάλλει συνοδευτική δήλωση του ΕΕΕΣ του και αφετέρου ότι οι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος περί μη προσκόμισης πιστοποιητικών ΕΝ από τον προσφευγοντα και μη δήλωσης του προμηθευτή του ως τρίτου δανείζοντος εμπειρία προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος διότι συντρέχουν και για τον παρεμβαίνοντα. Ως εκ τούτου, ορθώς και κατά δεσμία αρμοδιότητα η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι συντρέχει λόγος αποκλεισμού της προσφοράς του προσφεύγοντος και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.


ΣΤΕ/920/2011

Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.


ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/5248/2015

ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΩΝ:..ζητείται παραδεκτώς η αναθεώρηση της 2591/2015 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι για την έκδοση των διοικητικών πράξεων της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας αναρμοδίως επελήφθη ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, ορθώς έκρινε και η ένδικη αίτηση αναθεώρησης πρέπει να απορριφθεί, η δε παρέμβαση του Πανεπιστημίου υπέρ της διατήρησης του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να γίνει δεκτή.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/542/2023

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:επιδιώκεται η αναίρεση της 1721/2016 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Κατ’ ακολουθίαν όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, ο οικείος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος, διότι εν προκειμένω δεν μπορούσε να επιβληθεί αυτοτελώς καταλογισμός σε βάρος της αναιρεσείουσας ΟΤΔ, αλλά έπρεπε πρωτίστως να ζητηθεί η επιστροφή της αχρεωστήτως καταβληθείσας ενίσχυσης από την επενδύτρια εταιρεία – τελική αποδέκτη, η οποία διέπραξε την παρατυπία της προσκόμισης εικονικών και ανακριβών δικαιολογητικών απόδειξης των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την υλοποίηση του επενδυτικού της σχεδίου. Αναιρεί την 1721/2016 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.