×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/304/2003

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Λιμενικά δικαιώματα. Ευθύνη πλοιοκτήτη.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ο πλοιοκτήτης είναι υπεύθυνος για την καταβολή των λιμενικών δικαιωμάτων και όταν έγινε κύριος του πλοίου ως υπερθεματιστής σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/369/2008

Καταβολή μισθώματος για την εκτέλεση επιδοτούμενων ακτοπλοϊκών δρομολογίων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Σε περίπτωση μεταβίβασης πλοίου που εκτελεί επιδοτούμενα δρομολόγια, δικαιούχος του μισθώματος για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της μεταβίβασης του πλοίου και της υπογραφής της σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με τον νέο ανάδοχο-πλοιοκτήτη, είναι ο νέος πλοιοκτήτης του πλοίου που εκτέλεσε το δρομολόγιο.


ΝΣΚ/210/2002

Πλοία. Απαγόρευση απόπλου για οφειλόμενα λιμενικά τέλη και δικαιώματα.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η Λιμενική Αρχή δεν δύναται να εμποδίζει τον απόπλου πλοίου για οφειλόμενα λιμενικά τέλη και δικαιώματα, μετά την εκποίηση αυτού δι' αναγκαστικού πλειστηριασμού.


ΝΣΚ/328/2006

Είσπραξη λιμενικών τελών και δικαιωμάτων υπέρ της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. σε περιοχές επί των οποίων υφίστανται δικαιώματα αποκλειστικής χρήσεως χορηγηθέντα σε επιχειρήσεις, βάσει διατάξεων αναπτυξιακών νόμων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η είσπραξη λιμενικών τελών και δικαιωμάτων υπέρ της ανώνυμης εταιρίας «Οργανισμός Λιμένος Ελευσίνας» (Ο.Λ.Ε. Α.Ε.) σε περιοχές επί των οποίων υφίστανται δικαιώματα αποκλειστικής χρήσεως, που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις, βάσει διατάξεων αναπτυξιακών νόμων.


ΝΣΚ/26/2021

Ζητήματα που προκύπτουν για το εάν θα πρέπει να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για την πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης από ρυμουλκό εφοδιαστικό πλοίο και μη λήψη κατάλληλων και αναγκαίων μέτρων για την αποφυγή της, καθώς και να καταλογισθούν οι δαπάνες απορρύπανσης του Ελληνικού Δημοσίου στον κληρονόμο του αποβιώσαντος πλοιοκτήτη.(...)Ο Δ.Τ., μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Γ.Τ., πλοιοκτήτη του Ρ/Κ–Ε/Φ ΚΛΑΙΡΗ Τ» ΝΠ 8983, αποβιώσαντος την 21-05-2018, δεν θεωρείται υπαίτιος, με βάση τα άρθρα 11 και 12 του π.δ. 55/1998 για την πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης από το πλοίο αυτό στη Βλύχα Ελευσίνας την 10-11-2019 και τη μη λήψη κατάλληλων και αναγκαίων μέτρων για την αποφυγή της, προκειμένου να του επιβληθούν οι προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις και να του καταλογισθούν οι δαπάνες απορρύπανσης του Ελληνικού Δημοσίου. Η πράξη αποδοχής κληρονομιάς πρέπει να καταχωρηθεί στα νηολόγια προκειμένου αυτός να καταστεί κύριος του πλοίου και επομένως πλοιοκτήτης, ώστε να του επιβληθούν οι προαναφερθείσες κυρώσεις και να του καταλογισθούν οι δαπάνες απορρύπανσης του Ελληνικού Δημοσίου. Η Διοίκηση είναι η μόνη αρμόδια να διαπιστώσει εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπαιτιότητα άλλου προσώπου για το ζημιογόνο γεγονός (ομόφωνα).


ΝΣΚ/208/2015

Εφαρμοστέο θεσμικό πλαίσιο για οφειλόμενα λιμενικά τέλη που βαρύνουν τα πλοία.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η Λιμενική Αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, που βαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, κατ’ άρθρο 20 παρ.10 του ν.3622/2007 (πλειοψ.). Παραπομπή από την υπ' αριθμ. 136/2015 Γνωμ. Τμ.Δ΄ ΝΣΚ.


ΝΣΚ/329/2006

Λιμενικά τέλη και πλοηγικά δικαιώματα. Τρόπος επιβολής, αναπροσαρμογής ή αντικαταστάσεώς των.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η γνωμοδότηση διαπραγματεύεται το ζήτημα αν συγκεκριμένες κ.υ.α., οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 31 παρ.1 του Ν 1473/1984 (ΦΕΚ Α’ 127), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του Ν 2214/1994 (ΦΕΚ Α’ 75), είναι νόμιμες, υπό την έννοια εάν ευρίσκουν έρεισμα στις προμνησθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις και αποφαίνεται καταφατικά μεν κατά το μέρος κατά το οποίο με τις επίμαχες κ.υ.α. αναπροσδιορίζονται ή αναπροσαρμόζονται λιμενικά τέλη και πλοηγικά δικαιώματα, αρνητικά δε κατά το μέρος κατά το οποίο με τις ίδιες κ.υ.α. επιβάλλονται υποχρεώσεις πλοηγήσεως ή άλλες (πέραν της καταβολής των επιμάχων τελών και δικαιωμάτων) υποχρεώσεις, δεδομένου ότι οι εξουσιοδοτικές διατάξεις δεν παρέχουν δυνατότητα καθιερώσεως τέτοιων υποχρεώσεων, οι δε κ.υ.α. αναπροσαρμόζουν τα τέλη και δικαιώματα, τα οποία οφείλονται στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται υποχρέωση πλοηγήσεως ή άλλες υποχρεώσεις, ζήτημα ρυθμιζόμενο από άλλες εκτός των κ.υ.α. διατάξεις.


ΕΣ/ΚΛΙΜΑΚΟ Ε/39/2025

Η Πράξη 39/2025 του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά τον προσυμβατικό έλεγχο του έργου «Κατασκευή Μονάδας Επεξεργασίας Αποβλήτων και Μονάδας Επεξεργασίας Βιοαποβλήτων εντός του ΧΥΤΑ 2ης Δ.Ε. και 6μηνη δοκιμαστική λειτουργία». Το έργο, με συνολική προϋπολογιζόμενη δαπάνη €63.183.790,20 (με δικαιώματα προαίρεσης) και συμβατική δαπάνη €24.764.112,87 πλέον Φ.Π.Α., ανατέθηκε με κριτήριο την βέλτιστη σχέση ποιότητας-τιμής. Το Κλιμάκιο αποφάσισε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης, καθώς δεν διαπιστώθηκαν ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες. Ωστόσο, τέθηκαν επισημάνσεις για την υποχρεωτική τροποποίηση και υποβολή της σχετικής προγραμματικής σύμβασης για έλεγχο, καθώς και την ανάγκη συνυπογραφής της εκτελεστικής σύμβασης από τον Αναγκαστικό Σύνδεσμο (Κύριος του έργου) και τον Δήμο Αγρινίου (Φορέας Υλοποίησης).


ΝΣΚ/136/2015

Εφαρμοστέο θεσμικό πλαίσιο για οφειλόμενα λιμενικά τέλη που βαρύνουν τα πλοία.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η Λιμενική Αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, που βαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα άρθρου 20 παρ.10 του ν.3622/2007 (Α΄ Γνώμη), οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ/τος 2721/1953 και του άρθρου 20 παρ.10 του ν.3622/2007 ισχύουν παραλλήλως και, ως εκ τούτου, επί οφειλής τελών που βαρύνουν το πλοίο η αρμόδια Λιμενική Αρχή έχει υποχρέωση να εμποδίσει τον απόπλου του πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.δ. 2721/1953 (Β΄ Γνώμη). Η υπόθεση παραπέμπεται κατά τη διάταξη του άρθρου 7, παρ.3, εδ.γ’ του ν. 3086/2002 (Οργανισμός Ν.Σ.Κ.), στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 208/2015 Γνωμ. Β΄Ολομ.ΝΣΚ.


ΝΣΚ/306/2012

Αντικατάσταση συμβατικού πλοίου με άλλο κατωτέρων προσόντων, κατά το στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως, εφόσον συντρέχουν «εξαιρετικές περιπτώσεις», σύμφωνα με σχετικό όρο της οικείας προκηρύξεως – Έννοια «εξαιρετικών περιπτώσεων».(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ως «εξαιρετικές περιπτώσεις», με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται η αντικατάσταση του συμβατικού πλοίου με άλλο κατωτέρων προσόντων, σύμφωνα με τον όρο 36 του παραρτήματος Ι της υπ’ αριθμ. πρωτ. ΔΜ/Φ.231.01/135/9-1-2009 προκηρύξεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής νοούνται οι έκτακτες, ήτοι οι ιδιάζουσες, ασυνήθεις, απρόβλεπτες και χρονικά περιορισμένες εκείνες καταστάσεις αδυναμίας της αναδόχου πλοιοκτήτριας εταιρείας να εκπληρώσει την υποχρέωσή της με το συμβατικό πλοίο ή να προβεί στην αντικατάστασή του με άλλο πλοίο της ίδιας ή και με πλοίο άλλου πλοιοκτήτη αναλόγων προσόντων και μεταφορικής ικανότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η αδυναμία της πλοιοκτήτριας οφείλεται σε γεγονός ή γεγονότα, για τα οποία η ανάδοχος δεν έχει ευθύνη και για τα οποία ενημέρωσε άμεσα την αρμόδια Υπηρεσία. Στη Διοίκηση εναπόκειται να κρίνει αιτιολογημένως, αφού πρώτα ελέγξει τη βασιμότητά τους, κατά πόσον τα επικαλούμενα από την πλοιοκτήτρια εταιρεία πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στην ανωτέρω έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων», προκειμένου να κρίνει στη συνέχεια αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του σχετικού όρου προκηρύξεως. (ομοφ.)


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν