ΝΣΚ/71/2009
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Αμμοληψία. Αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό τιμήματος των υλικών αμμοληψίας.Στις περιπτώσεις εκμετάλλευσης των χώρων αμμοληψίας από το Δημόσιο, η πράξη καθορισμού τιμήματος για την αμμοληψία, που συνδέεται με την παραχώρηση του σχετικού δικαιώματος και αποτελεί παρεπόμενο αυτής, εκδίδεται από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, ο οποίος έχει την εξουσία άσκησης των αρμοδιοτήτων, που προβλέπονται στις διατάξεις του ΑΝ 1219/1938 και της 42279/24.11.1938 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Συγκοινωνίας και Κρατικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως, του Υπουργού Διοικητού Πρωτευούσης και του Υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/160/2001
Αμμοληψία. Παραχώρηση, εκμίσθωση του δικαιώματος. Συνέπειες πραγματικού ελαττώματος του μισθίου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η διάρκεια της παραχωρήσεως δικαιώματος αμμοληψίας ή χορηγήσεως σχετικής αδείας και το τίμημα που ορίσθηκαν στην διακήρυξη, στην εγκριτική των πρακτικών αυτής απόφαση και στο τυχόν υπογραφέν σχετικά μ αυτή συμβόλαιο είναι δεσμευτικά για την Διοίκηση και τον αναδειχθέντα πλειοδότη. Λόγοι αναφερόμενοι στην πραγματική κατάσταση του ακινήτου, από το οποίο θα γίνεται η αμμοληψία, δεν επιφέρουν μείωση του συμφωνηθέντος τιμήματος ούτε συνιστούν λόγο παρατάσεως της διαρκείας της παραχωρήσεως, όταν μάλιστα τούτο ρητά προβλέπεται στις προαναφερθείσες πράξεις.
ΝΣΚ/56/2007
Αρμόδια όργανα αστυνόμευσης αμμοληψίας.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Αρμόδιες υπηρεσίες για την αστυνόμευση, όσον αφορά την εξόρυξη, αμμοληψία κ.λπ. εντός ή εκτός της κοίτης χειμάρρων, ποταμών κ.λπ. ή σε ιδιωτικό χώρο, είναι οι κατά τόπους αστυνομικές και λιμενικές αρχές, καθώς και η Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών.
ΝΣΚ/161/2000
Επιτροπές διάφορες. Επιτροπή Αιγιαλού, Παραλίας και θέσεων Αμμοληψίας. Συμμετοχή Διοικητή οικείου Αστυνομικού Τμήματος ή Σταθμού. Νομιμότητα.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Προεδρεύων: Χ.Τσεκούρας, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Κ.Καποτάς, Νομικός Σύμβουλος Η συμμετοχή του Διοικητή του οικείου Αστυνομικού Τμήματος ή Σταθμού στην Επιτροπή Αιγιαλού και Παραλίας και θέσεων Αμμοληψίας (στη θέση του Λιμενάρχη, όταν πρόκειται για αμμοληψία εκτός παραλιακών ή θαλάσσιων χώρων) που προβλέπεται από τις διατάξεις της υπ αριθμ. 1078204/927/ 0006Α/7-8-92 κ.υ.α. δεν είναι νόμιμη, αφού πρόκειται περί έργου που ανατέθηκε στην Αστυνομία με διατάξεις που δεν έχουν προσυπογραφεί από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξης και δεν διατηρήθηκαν σε ισχύ με την 1132603/1222/28-11-1994 κ.υ.α.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/95/2018
Καταβολή αμοιβής για φοροεκφόρτωση και μεταφορά αμμοχάλικου:Με αυτά τα δεδομένα, ο πρώτος λόγος διαφωνίας είναι αβάσιμος, καθόσον οι επίμαχες εργασίες, συνιστάμενες στην απλή επεξεργασία και μεταφορά υλικού που προϋπήρχε και είχε ήδη εξορυχθεί από την περιοχή για ικανοποίηση αναγκών του Δήμου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του α.ν. 1219/1938, ο οποίος κατά τη σαφή του διατύπωση, ρυθμίζει τη διάφορη περίπτωση της εξόρυξης και λήψης των αναφερόμενων εκεί υλικών (αμμοληψία) και την περαιτέρω εκμετάλλευσή τους από τον δικαιούχο αμμοληψίας. Ομοίως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος διαφωνίας καθώς προσκομίστηκε η από 20.3.2018 βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας του Ανταποκριτή του Ε.Φ.Κ.Α. (Ο.Γ.Α.) του Δήμου .. περί εκπλήρωσης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων του αναδόχου. Αβάσιμος είναι και ο τρίτος σχετικός λόγος, καθώς το από 30.11.2017 Πρωτόκολλο Παραλαβής Υπηρεσιών είχε εγκριθεί στις 26.1.2018 (αποφ. 21/26.1.2018 του Δημοτικού Συμβουλίου). Ομοίως αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος διαφωνίας, διότι σε κάθε περίπτωση η εναπόθεση του αμμοχάλικου σε κάθε Τοπική Κοινότητα πιστοποιείται με την από 30.11.2017 βεβαίωση του Αντιδημάρχου Τεχνικών Υπηρεσιών, επομένως η μη ύπαρξη των σχετικών πιστοποιήσεων από τους Προέδρους των Τοπικών Κοινοτήτων παρίσταται μη ουσιώδης. Τέλος, αβάσιμος παρίσταται και ο πέμπτος λόγος διαφωνίας, προεχόντως διότι με το άρθρο 216 παρ. 2 του ν. 4412/2016 παρέχεται ευχέρεια και όχι υποχρέωση της αρμόδιας υπηρεσίας να ορίζει υπάλληλο για την παρακολούθηση της σύμβασης, σε περιπτώσεις που κατά την κρίση της απαιτείται παρακολούθηση σε ημερήσια βάση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση δαπάνη είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΟΜΟ/1161/2023
Στην προκειμένη περίπτωση, πριν την ορισθείσα στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συζήτησης της υπό κρίση προσφυγής, το προσφεύγον νοσοκομείο, με την από 17.7.2023 έγγραφη δήλωση της Διοικητού του Ελένης Ροφαέλα, ως νόμιμης εκπροσώπου του, καθόσον διαθέτει εκ του νόμου την εξουσία εκπροσώπησης του συγκεκριμένου νομικού προσώπου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης προσφυγής. Η έγγραφη αυτή δήλωση φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή της εν λόγω Διοικητού, καθώς και χρονοσφραγίδα με ημερομηνία (17/7/2023) και ώρα (14:15). Συνεπώς, είναι έγκυρη, γίνεται αποδεκτή από το Τμήμα και επιφέρει τις συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 306 της Δικονομίας.
Κατόπιν τούτων και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 5 της παρούσας, η διαδικασία που ανοίχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με την άσκηση της ένδικης προσφυγής πρέπει να καταργηθεί.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1161/2023
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του προσφεύγοντος Γενικού Νοσοκομείου … και της εταιρείας «… ΕΠΕ» για την «ΠΑΡΟΧΗ ΓΕΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ …», συνολικής προϋπολογιζόμενης δαπάνης 637.360 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου δικαιώματος προαίρεσης και ΦΠΑ).(...)Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, πλην άλλων, ότι ο προσφεύγων δύναται να παραιτηθεί από την ασκηθείσα προσφυγή του, υποβάλλοντας, πριν τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, έγγραφη δήλωση παραίτησης (πρβλ. ΕλΣ Ολ. 552/2017). Στην περίπτωση δε που ο προσφεύγων είναι νοσοκομείο, ο Διοικητής του ως όργανο διοίκησης (ΔΠρΑθ 7979/2020) και νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, μπορεί πριν τη συζήτηση της προσφυγής ανάκλησης να υποβάλει δήλωση παραίτησης από το οικείο δικόγραφο, καταθέτοντας στη Γραμματεία έγγραφο που φέρει είτε την ιδιόχειρη υπογραφή του με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια αρχή είτε την, ισοδύναμη προς την ανωτέρω ιδιόχειρη, ηλεκτρονική υπογραφή του ιδίου με την ενσωματωμένη σε αυτήν εγκεκριμένη χρονοσφραγίδα, χωρίς να απαιτείται η αντίστοιχη επικύρωση. Τούτο διότι η υπογραφή αυτή συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα και είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητά του. Ως εκ τούτου, η έγγραφη δήλωση παραίτησης του νομίμου εκπροσώπου που φέρει τις διατυπώσεις αυτές επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες με εκείνες που επάγεται η έγγραφη παραίτηση που φέρει ιδιόχειρη υπογραφή, δηλαδή έχει ως συνέπεια την κατάργηση της ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανοιγείσας διαδικασίας (πρβλ. ΕλΣυν Έβδομο Τμήμα 1059/2021, 729, 2117/2022, πρβλ. ΕλΣυν VI Τμ. 1244/2020, 1342/2018, 6057, 6058/2015).Στην προκειμένη περίπτωση, πριν την ορισθείσα στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συζήτησης της υπό κρίση προσφυγής, το προσφεύγον νοσοκομείο, με την από 17.7.2023 έγγραφη δήλωση της Διοικητού του …, ως νόμιμης εκπροσώπου του, καθόσον διαθέτει εκ του νόμου την εξουσία εκπροσώπησης του συγκεκριμένου νομικού προσώπου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης προσφυγής. Η έγγραφη αυτή δήλωση φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή της εν λόγω Διοικητού, καθώς και χρονοσφραγίδα με ημερομηνία (17/7/2023) και ώρα (14:15). Συνεπώς, είναι έγκυρη, γίνεται αποδεκτή από το Τμήμα και επιφέρει τις συνέπειες που προβλέπονται στο άρθρο 306 της Δικονομίας.Κατόπιν τούτων και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 5 της παρούσας, η διαδικασία που ανοίχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με την άσκηση της ένδικης προσφυγής πρέπει να καταργηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/20/2018
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει τα εξής: α) Αβασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Επίτροπο ότι η προσφορά της φερόμενης ως δικαιούχου ήταν εκπρόθεσμη, καθώς, όπως προκύπτει από την τεθείσα επί του φακέλου της προσφοράς της σφραγίδα του Νοσοκομείου, αυτή κατετέθη στην οικεία Υπηρεσία Πρωτοκόλλου στις 10.5.2017, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία διακήρυξη, και έλαβε αριθμό 7253/2226/10.5.2017..αφού σύμφωνα με την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 εδ. β΄ του ν. 4412/2016, καθώς επίσης και τα οριζόμενα στην οικεία διακήρυξη, κρίσιμη για το χαρακτηρισμό μίας προσφοράς ως εκπρόθεσμης είναι η ημερομηνία παραλαβής της προσφοράς και όχι η ημερομηνία που αναγράφεται στο εντός του σφραγισμένου φακέλου έντυπο αυτής..(..)Αβασίμως, επίσης, προβάλλεται ότι η επίμαχη δαπάνη δεν είναι κανονική, αφού σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω, ήδη, πριν από την υπογραφή της διακηρύξεως του διαγωνισμού είχε εκδοθεί η 1399/10.4.2017 απόφαση του Διοικητού του Νοσοκομείου, με την οποία δεσμεύθηκε πίστωση ίση με το σύνολο της προϋπολογισθείσας δαπάνης εις βάρος του ΚΑΕ 0899 του προϋπολογισμού εξόδων οικονομικού έτους 2017 του Νοσοκομείου, που ήταν και ο ορθός ΚΑΕ,..ενώ η ανατροπή της εν λόγω αποφάσεως με αρνητική λογιστική εγγραφή (αντιλογισμό) και η ταυτόχρονη ανάληψη νέας υποχρεώσεως, ίσης με το σύνολο του συμβατικού τιμήματος πριν την υπογραφή της ως άνω συμβάσεως ουδόλως επιδρά στην κανονικότητα της επίμαχης δαπάνης. Εξάλλου, και με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του π.δ/τος 80/2016 προβλέπεται, σε περίπτωση επιτεύξεως χαμηλότερου συμβατικού τιμήματος σε σχέση με την προϋπολογισθείσα δαπάνη, η ανατροπή, με σχετική ανακλητική απόφαση του οικείου διατάκτη, της γενομένης αναλήψεως ως προς το υπερβάλλον ποσό. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει παραβίαση των διατάξεων του ν. 4270/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντος π.δ/τος 80/2016 σχετικώς με την ανάληψη υποχρεώσεως από τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/191/2017
Παροχή υπηρεσιών σίτισης.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη II, η ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών έχει παρεπόμενο χαρακτήρα (βλ. και Πράξεις ΚΠΕΔ στο IV Τμ. 41, 6/2015) σε σχέση με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 27/3/2013 από 01.10.2013 αρχική σύμβαση, την οποία τροποποιεί και τούτο διότι: α) η σύναψή της άγει, κατ’ αποτέλεσμα, σε τροποποίηση των υποχρεώσεων του αναδόχου, όπως αυτές προσδιορίζονταν στο Μέρος Β΄ της 27/2012 Διακήρυξης (15 θέσεις τραπεζοκόμων), η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχικής σύμβασης, κατά ρητή πρόβλεψη αυτής, β) συνάπτεται με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, γ) η αμοιβή του αναδόχου υπολογίζεται βάσει των ίδιων τιμών επί των οποίων είχε υπολογισθεί το τίμημα της αρχικής σύμβασης για την κάλυψη των θέσεων τραπεζοκόμων (τιμή εργατοώρας καθημερινής προ Φ.Π.Α. 5,42 ευρώ και τιμή εργατοώρας αργίας προ Φ.Π.Α. 9,49 ευρώ), δ) αποβλέπει στο ίδιο αποτέλεσμα (υπηρεσίες σίτισης των ασθενών και του εφημερεύοντος προσωπικού του Νοσοκομείου), για την επίτευξη του οποίου είχε δεσμευθεί ο ανάδοχος με τη σύναψη της αρχικής σύμβασης, η οποία, μάλιστα, μετά τη δεύτερη, κατά τα ανωτέρω, παράταση της ισχύος της, καταλαμβάνει το ίδιο χρονικό διάστημα με την κρινόμενη και ε) στο κείμενο της τροποποιητικής αυτής σύμβασης ρητώς αναφέρεται ότι ισχύουν οι όροι της Διακήρυξης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής.Συνεπώς, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο διαφωνίας, η υπό κρίση τροποποιητική σύμβαση είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά (βλ. σκ. υπό ΙΙ), η επερχόμενη με αυτήν τροποποίηση έχει ουσιώδη χαρακτήρα, διότι άγει αφενός σε σημαντική διαφοροποίηση του τρόπου εκτέλεσης της αρχικής σύμβασης με τη διάθεση μεγαλύτερου σε αριθμό προσωπικού και αφετέρου σε αύξηση του συνολικού συμβατικού τιμήματος. (συγγνωστή πλάνη)
ΣΤΕ 1210/2010
ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΣΤΕ/355/2019
Επειδή, εν όψει του μνημονευόμενου στη σκέψη 6 πραγματικού της κρινομένης υπόθεσης, καθώς και των γενομένων δεκτών στη σκέψη 14, για την έννοια των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 5 α του ν. 2859/2000, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη αρνητική πράξη της φορολογικής αρχής είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ΄ ης Αρχής. Τούτο δε διότι οι ως άνω συνθήκες, τις οποίες επικαλέσθηκε και απέδειξε η προσφεύγουσα για την “οριστικότητα” της μη είσπραξης των απαιτήσεών της από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενες της επιχειρήσεις, ήτοι η σύναψη, υπό τους όρους του άρθρου 106 α του Πτωχευτικού Κώδικα, των ως άνω συμφωνιών εξυγίανσης μεταξύ αυτών (αντισυμβαλλομένων της) και των πιστωτών τους, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη ρύθμιση και των δικών της απαιτήσεων κατ΄ αυτών (δια της μειώσεώς τους κατά ποσοστό 50%) και η συνακόλουθη επικύρωσή τους από το πτωχευτικό δικαστήριο, με συνέπεια οι συμφωνίες αυτές να δεσμεύουν κατά νόμο και την ίδια, συνιστούσαν περίπτωση αρκούντως βέβαιης και μακροπρόθεσμης μη καταβολής του οφειλομένου σ' αυτήν τιμήματος και, συνεπώς, το δικαίωμά της για μείωση της φορολογικής βάσης (και, εντεύθεν, μείωσης της οικείας φορολογικής οφειλής της) δεν μπορούσε να αποκλεισθεί. Για τον λόγο αυτό, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη της .../....2017 ενδικοφανούς προσφυγής της προσφεύγουσας ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία ενσωματώθηκε η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ … της υπ΄ αριθμ. πρωτ. .../....2017 επιφύλαξης της προσφεύγουσας, να γίνει δεκτή η προαναφερθείσα επιφύλαξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ …, προκειμένου ο Προϊστάμενός της, ασκώντας κατά νόμιμο τρόπο την εξουσία του, να ικανοποιήσει το αίτημα περί μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου της προσφεύγουσας, να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου απ΄ αυτήν ποσού φόρου της προαναφερθείσας περιόδου, σύμφωνα με τα παραπάνω και να της επιστρέψει το τυχόν προκύπτον πιστωτικό υπόλοιπο, το οποίο, εν όψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 16, πρέπει να της επιστραφεί νομιμοτόκως από της υποβολής της επιφύλαξης (....2017) και με εφαρμοστέο επιτόκιο εκείνο της παρ. 4 του άρθρου 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.