ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1495/2024
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με την κρινόμενη αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται στο από 30.1.2023 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 632/2021 απόφασης του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ο μέρος, με αυτήν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου …κατά της 552/10.4.2017 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης και περιορίσθηκε το σε βάρος του, συνεπεία ανακλήσεως του διορισμού του λόγω πλαστογραφίας του βαθμού πτυχίου του, καταλογισθέν ποσό των 224.622,87 ευρώ, στο ύψος των 10.000,00 ευρώ, επί τω τέλει της εν όλω απόρριψης της έφεσής του. Επί του βασίμου της προβολής του ίδιου λόγου το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικάσαν Τμήμα, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, θεμελίωσε την κρίση του, κατά την επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού, εκτός από την οικονομική κατάσταση του αναιρεσιβλήτου και στο σύνολο των πραγματικών δεδομένων που αναγράφονται στο ιστορικό της πληττόμενης απόφασης, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το τρωθέν κύρος της υπηρεσίας συναρτάται άμεσα με την παραβίαση της αρχής της αξιοκρατίας, την οποία το δικάσαν Τμήμα συνεκτίμησε, ενώ η υποχρέωση αυτοενοχοποίησης που δεν είναι νοητή στο ποινικό δίκαιο [βλ. άρθρο 104 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96 και διόρθωση σφαλμάτων σε Α΄ 122/16.7.2019), άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ/μα 53/1974 (Α΄ 256) και έχει αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25), βάσει των οποίων ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να συμμετάσχει ενεργώς στην αυτοενοχοποίησή του και τα αρμόδια όργανα δεν μπορούν να τον εξαναγκάσουν στην κατάθεση τέτοιων στοιχείων, πρβλ. ΑΠ 681/2023], δεν ισχύει ούτε στο υπαλληλικό ή δημοσιονομικό δίκαιο ούτε μπορεί, κατά συνέπεια, να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Τούτων δοθέντων, και με δεδομένο ότι η προσβολή της αρχής της αξιοκρατίας και της ισότητας στην κατάληψη δημόσιων θέσεων δεν είναι το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, το δικάσαν Τμήμα ορθώς εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας, προβαίνοντας στις αναγκαίες σταθμίσεις βάσει των τεθέντων από το Δικαστήριο κριτηρίων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ώστε το αποκαταστατικό της νομιμότητας μέτρο του καταλογισμού σε βάρος του αναιρεσιβλήτου σε συνδυασμό με την ανάκληση του διορισμού του που επάγεται απώλεια της εργασίας του, να μην μετατρέπεται σε κύρωση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι στο σύνολό τους απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/1877/2004
Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η 955/379/12.6.1991 πράξη της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου Ταμείου αποτελεί πράξη εκτελέσεως της 21/3/4.6.1991 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και συνεπώς δεν προσβάλλεται με προσφυγή αλλά με ανακοπή κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., δέχθηκε δε περαιτέρω ότι η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αποτελεί την πράξη καταλογισμού των ενδίκων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (Α.Υ.Ε. 34333/1935, ΦΕΚ 145, τ. Παράρτημα), η οποία είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται με προσφυγή. Εξάλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι η ως άνω καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρία. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρίας στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεδομένου ότι με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά της πράξεως της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενόψει του ότι προβλέπεται προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν ήταν δυνατή η προβολή λόγων που αναφέρονται στο κατ' ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 186/1998, 2282/2000 Ολ., 1776/2002). Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ/914/2016
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκειμένη περίπτωση, αφού με την 4065/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, για τυπικό λόγο (για μη νόμιμη σύνθεση του ειδικού εκλεκτορικού σώματος) η 208/28.7.1993 πράξη του Πρύτανη του ... Πανεπιστημίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί, αρχικά, σε μόνιμη θέση Δ.Ε.Π. της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή, ο εκ νέου διορισμός του ανωτέρω, με την 318/29.11.1999 πράξη του Αντιπρύτανη, σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση, έπρεπε, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, να ανατρέξει στο χρόνο του αρχικού διορισμού, ως προς όλες τις συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η λήψη αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη των οργάνων του Πανεπιστημίου να προσδώσουν αναδρομικότητα στον εκ νέου διορισμό του αναιρεσιβλήτου και η μη καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από της διακοπής της μισθοδοσίας του (1.3.1999) μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του (18.2.2000), αποτελούσαν παράνομες παραλείψεις, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες γέννησαν ευθύνη του ως άνω νομικού προσώπου προς αποκατάσταση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου από τη μη καταβολή των αποδοχών αυτών. Εφόσον δε η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στο παράνομο των εν λόγω παραλείψεων, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), προέβη παρεμπιπτόντως σε κρίση για τη νομιμότητα των παραλείψεων αυτών. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την παρούσα αίτηση α) περί ελλείψεως της προϋποθέσεως του παρανόμου του νέου διορισμού, λόγω μη προσβολής του, β) περί ελλείψεως προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της από 17.12.1992 ακυρωθείσας συνεδριάσεως του εκλεκτορικού σώματος και της από 14.5.1999 εκ νέου συνεδριάσεως αυτού και γ) περί ελλείψεως υπαιτιότητας των οργάνων του Πανεπιστημίου, ως προς την καθυστέρηση ολοκληρώσεως της διαδικασίας του διορισμού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΕΣ/ΕΛΑΣ.ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1580/2023
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) ζητείται η αναίρεση της 2093/2020 απόφασης του VΙI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η από 6.6.2017 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 3/20.2.2017 καταλογιστικής πράξης της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Δήμο Αθηναίων. Με την πράξη αυτή, καταλογίσθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος και υπέρ του Δήμου Αθηναίων, το ποσό των 124.311,56 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών που φέρεται ότι του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 26.5.2005 έως 31.8.2013, λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού του σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Δημοτικής Αστυνομίας, καθόσον διαπιστώθηκε ότι ο τίτλος σπουδών που είχε υποβάλει ως τυπικό προσόν διορισμού, ήταν πλαστός.(...)Από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικάσαν Τμήμα εξέτασε ειδικώς εάν με την επίδικη πράξη καταλογισμού τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αναλογικότητας και δίκαιης ισορροπίας (όπως αυτές εκτίθενται ανωτέρω στη σκέψη 11 της παρούσας), καθώς και αυτές που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και εν συνεχεία προέβη σε μείωση του καταλογισθέντος ποσού αφού έλαβε υπόψη του πρόσφορα προς τούτο κριτήρια, όπως είναι (α) το ύψος του καταλογισθέντος ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, το οποίο συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση της περιουσίας του καταλογισθέντος, (β) τον χρόνο που διανύθηκε από τον αναιρεσείοντα στην υπηρεσία, (γ) το συντρέχον πταίσμα της διοίκησης η οποία ήλεγξε τα προσκομισθέντα των τυπικών προσόντων δικαιολογητικά μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος (8 ετών), (δ) την επάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αναιρεσείοντος με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος Δήμος να επωφελήθηκε καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των υπηρεσιών του, (ε) την προσωπική, οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος καθώς και την κατάσταση της υγείας του και τέλος (στ) την ύπαρξη αθωωτικής ποινικής απόφασης (όχι αμετάκλητης) για το αδίκημα της απάτης κατ’ εξακολούθηση. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων καθ’ όλο το διάστημα εκτελούσε τα καθήκοντά του με συνέπεια και επάρκεια, σύμφωνα με τις οικείες εκθέσεις αξιολόγησης (κριτήριο το οποίο ελήφθη υπόψη) παρά τα όσα αντίθετα αναφέρονται στην κρινόμενη αίτηση, ωστόσο το γεγονός αυτό ουδόλως αποδεικνύει ότι πληρούσε τις απαιτήσεις της αξιοκρατικής επιλογής, δεδομένου ότι η έλλειψη του απολυτηρίου Γενικού Λυκείου που αποτελούσε τυπικό προσόν διορισμού πλήττει την αρχή της αξιοκρατίας. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν εκτόπισε έτερο υποψήφιο είναι αλυσιτελής και δεν αποτελεί πρόσφορο κριτήριο δυνάμενο να οδηγήσει σε διαφορετική εκτίμηση και να ανατρέψει τη στάθμιση στην οποία κατέληξε το δικάσαν Τμήμα στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν κατείχε τυπικό προσόν διορισμού. Σε κάθε περίπτωση, σε κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλόμενης δεν διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων κατέλαβε τη θέση κάποιου άλλου συνυποψηφίου του. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του, καθώς δεν προκύπτει πρόσφορο κριτήριο που δεν ελήφθη υπόψη από το δικάσαν Τμήμα, κατά την εξέταση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την αίτηση
ΣΤΕ/679/2008
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Ειδικότερα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΔΚ δέχθηκε ότι όταν ένα ψηφοδέλτιο βρίσκεται στον ίδιο φάκελο με ένα ακόμη ψηφοδέλτιο του ίδιου συνδυασμού τότε το ψηφοδέλτιο είναι άκυρο για τον λόγο ότι δεν είναι σαφές και αναμφίβολο ποια είναι η εκλογική βούληση του συγκεκριμένου ψηφοφόρου χωρίς να καταλείπεται στην οικεία Εφορευτική Επιτροπή ή το αρμόδιο δικαστήριο περιθώριο διαφορετικής κρίσεως σε σχέση με την ακυρότητά του, η οποία επιβάλλεται εκ του νόμου. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι στο 71ο εκλογικό τμήμα του Δήμου .... βρέθηκαν σε δύο φακέλους δύο διπλά ψηφοδέλτια τα υπ’ αριθμ. 280 και 281 του συνδυασμού «....», θεωρήθηκαν από την Εφορευτική Επιτροπή έγκυρα και προσμετρήθηκαν υπέρ του συνδυασμού αυτού. Το δικάσαν δικαστήριο, με βάση τις προαναφερόμενες σκέψεις ως προς την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΔΚ, έκρινε ότι τα υπ’ αριθμ. 280 και 281 ψηφοδέλτια του 71ου εκλογικού τμήματος, τα οποία βρέθηκαν εντός εκλογικού φακέλου με δύο όμοια ψηφοδέλτια του ιδίου συνδυασμού «....» είναι άκυρα, τροποποίησε τον πίνακα αποτελεσμάτων και όρισε ότι ο συνδυασμός αυτός έλαβε, στο σύνολο των εκλογικών τμημάτων του Δήμου 1.359 ψήφους, όσους δηλαδή και ο συνδυασμός «....» του αναιρεσιβλήτου. Περαιτέρω δε, απέρριψε ως αλυσιτελές το αίτημα των διαδίκων περί εξετάσεως μαρτύρων για τη διαπίστωση των ιδιαίτερων συνθηκών χορήγησης των δύο επίμαχων ψηφοδελτίων. Κρίνοντας όμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι όταν ένα ψηφοδέλτιο βρίσκεται στον ίδιο φάκελο με ένα ακόμη ψηφοδέλτιο του ίδιου ή άλλου συνδυασμού είναι κατά νόμο, σε κάθε περίπτωση, άκυρο και δεν καταλείπεται στην Εφορευτική Επιτροπή ή το αρμόδιο δικαστήριο κανένα περιθώριο διαφορετικής κρίσεως έσφαλε και πρέπει για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βάσιμα με την κρινόμενη αίτηση, αυτή να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό πρωτοδικείο προς περαιτέρω κρίση. Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
ΣΤΕ/1666/2009
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΠΟΣΟΣΤΩΣΗ ΦΥΛΩΝ-ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ:Περαιτέρω, ορθώς το δικάσαν δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό τους τις εκλογές στο Δήμο ..., εφόσον, στην περίπτωση που συνδυασμός ανακηρύσσεται, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 35 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων περιλαμβάνοντας μικρότερο από τον απαιτούμενο αριθμό υποψηφίων δημοτικών ή τοπικών συμβούλων από το γυναικείο φύλο, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η πλημμέλεια αυτή είναι δυνατόν να άσκησε επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα. Πλην όμως, κατά την γνώμη του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Σωτ. Ρίζου μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο διέταξε την διεξαγωγή επαναληπτικής ψηφοφορίας με τη συμμετοχή του συνδυασμού των αναιρεσιβλήτων «...»,όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι ο συνδυασμός αυτός αν και είχε δυνατότητα να προβεί σε αντικατάσταση της παραιτηθείσης υποψήφιας τοπικής συμβούλου, με δήλωση του επικεφαλής του συνδυασμού, δεν το έπραξε, δήλωση στην οποία, όμως, μπορεί να προβεί και μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.(...)Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος
ΣΤΕ 1764/2006
Επίδομα θέσης προϊσταμένου: Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το επίδομα θέσης προϊσταμένου δικαιούται να λάβει και ο αναπληρωτής προϊστάμενος, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω μη πλήρωσης της σχετικής οργανικής θέσης του προϊσταμένου, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο το αρμόδιο όργανο δεν προέβη στην επιλογή προσώπου για την κάλυψη της θέσης αυτής. Και τούτο διότι το επίδομα αυτό δεν συνδέεται με συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά χορηγείται σε εκείνον, ο οποίος, έχοντας τα νόμιμα προσόντα, εκλέγεται για να ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα προϊσταμένου και για όσο χρόνο ασκούνται τα καθήκοντα αυτά. Ενόψει αυτών και υπό τα προαναφερθέντα δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του αναιρεσείοντος να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο το αιτούμενο από αυτόν επίδομα, για το χρονικό διάστημα από 1.3.1995 (δύο μήνες μετά τη μη πλήρωση της οργανικής θέσης του Διευθυντή) έως 31.7.1996, δεν ήταν νόμιμη, καθόσον, αφού αυτός ασκούσε πραγματικά τα καθήκοντα του Διευθυντή του Ινστιτούτου … από την ημέρα που η θέση παρέμεινε κενή, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί το ν.π.δ.δ., εδικαιούτο το εν λόγω επίδομα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η θέση του Διευθυντή δεν είχε πληρωθεί, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατόπιν αυτών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του αιτούντος.(..)Επειδή, ο λόγος ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το Διοικητικό Εφετείο το προαναφερθέν έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι απορριπτέος, καθόσον στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το δικάσαν δικαστήριο το έλαβε υπ’ όψιν του. Περαιτέρω δε και ο λόγος, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από το δικάσαν δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση αυτή, ως κρίση περί πραγμάτων, δεν ελέγχεται κατ’ αναίρεσιν. Εξάλλου, κατά της σκέψεως του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων εν προκειμένω διατάξεων δεν προβάλλεται συγκεκριμένη αιτίαση και ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣτΕ/3575/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΣΤΕ/914/2013
Αναδρομικός διορισμός.(,,,) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την 1776/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ακυρώθηκε η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να περιλάβει τον αναιρεσείοντα στον πίνακα διοριστέων και, στη συνέχεια, σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή ο αναιρεσείων περιελήφθη τελικώς στον πίνακα αυτόν και διορίσθηκε στην υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου Δήμου. Ο τελευταίος δε όφειλε..., ως αρμόδιος κατά το νόμο φορέας, να διορίσει τον αναιρεσείοντα αναδρομικώς από το χρόνο του διορισμού του στη θέση από την οποία απολύθηκε, ώστε να αρθούν οι συνέπειες της ακυρωθείσης παραλείψεώς του. Η υποχρέωση αυτή, εξάλλου, απορρέει, κατά το Σύνταγμα, ευθέως από την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να απαιτείται ρητή μνεία της υποχρεώσεως αυτής στην ακυρωτική απόφαση. Κατόπιν τούτου, η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να προσδώσει αναδρομικότητα στην πράξη διορισμού του αναιρεσείοντος, ώστε αυτή να ανατρέξει στον χρόνο της αρχικής προσλήψεώς του και, περαιτέρω, η μη καταβολή των αποδοχών του χρονικού διαστήματος της αναδρομής αποτελεί, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ., παράνομη παράλειψη του Δήμου . Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως έχει ο αναιρεσίβλητος Δήμος, εφόσον πρόκειται για αποζημίωση αποδοχών υπαλλήλου του, ανεξαρτήτως αν στη διαδικασία επιλογής μετέσχε, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και το Α.Σ.Ε.Π... Τα αντίθετα κρίνοντας το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, έσφαλε και για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση..
ΣτΕ/352/2016
Πρόστιμο για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. ζητείται η αναίρεση της 5167/2003 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 3711/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσθηκε προσφυγή του ιδίου και ακυρώθηκε η 125/1999 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΒ΄ Αθηνών. Με την τελευταία αυτή πράξη επιβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο 2.016.751.880 δρχ., για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (..) Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της έκδοσης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση που τιμολόγια παροχής υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από την φορολογική αρχή ως εικονικά επί τη βάσει ορισμένων στοιχείων, το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός υποχρεούται, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 144επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που διέπουν τα ζητήματα της απόδειξης κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, προκειμένου να εκφέρει την κρίση του, να σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, κάνοντας χρήση των επιτρεπόμενων από τον εν λόγω Κώδικα αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στον φάκελο της υπόθεσης στοιχεία, και όχι μεμονωμένα το καθένα από αυτά (..)Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες..Και τούτο διότι το δικάσαν δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε, στο σύνολό τους, τόσο τα στοιχεία που προέκυψαν από τον φορολογικό έλεγχο όσο και τα στοιχεία που, ήδη πρωτοδίκως, είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσίβλητος, κατέληξε στην κρίση ότι η φορολογική αρχή, η οποία έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε, όπως όφειλε, το εν προκειμένω κρίσιμο για τον καταλογισμό του ένδικου προστίμου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, ότι δηλαδή πραγματικός φορέας άσκησης της επίμαχης επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ο τελευταίος ...Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
C-201/2010
«Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – Άρθρο 3 – Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή – Τριακονταετής προθεσμία παραγραφής – Κανόνας περί παραγραφής κατά το γενικό αστικό δίκαιο κράτους μέλους – “Κατ’ αναλογία” εφαρμογή – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της αναλογικότητας» Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-201/10 και C-202/10, με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο των δικών