Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/0018/2009

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3463/2006

Διετές πρόγραμμα χρηματοδότησης κοινωφελούς επιχείρησης ... δεν μπορεί να καλύπτει λειτουργικές δαπάνες όπως αποζημιώσεις, αμοιβές μελώντου Διοικητικού Συμβουλίου της, έξοδα συντήρησης γραφείων κλπ ούτε να συνιστά τη μοναδική πηγή εσόδων της,καθώς σε αντίστοιχη περίπτωση καταστρατηγούνται τόσο οι κανόνες του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου για την κατ' αρχήν απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων (βλ. άρθρο 87 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τη σχετική νομολογία του Δ.Ε.Κ.), όσο και οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 259 του Δ.Κ.Κ., που ερμηνευόμενες τελολογικά (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν.3463/2006), αποβλέπουν στην ίδρυση οικονομικά βιώσιμων και παραγωγικών κοινωφελών επιχειρήσεων, η λειτουργία των οποίων θα έχει αναπτυξιακή προοπτική και δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά στην οικονομική αρωγή του Ο.Τ.Α. που τις συνέστησε.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.7/80/2011

Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης.(..). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις το Τμήμα κρίνει ότι: α) Η συμμετοχή του Δήμου ... στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΗ.Κ.Ε.ΔΗ.Σ. δεν αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 259 του Δ.Κ.Κ., αφού ουσιαστικά σκοπό έχει την εξόφληση των υποχρεώσεων και την εξυγίανση της μετατρεπόμενης αμιγούς δημοτικής επιχείρησης, ούτως ώστε η νέα επιχείρηση, η οποία, λόγω της φύσης της ως κοινωφελούς, έχει εκ των πραγμάτων περιορισμένη οικονομική αυτοδυναμία, να είναι σε θέση να προχωρήσει στην υλοποίηση των προβλεπόμενων από το διετές πρόγραμμα δράσεων, εκ των οποίων άλλες αποτελούν συνέχεια των δράσεων της αμιγούς επιχείρησης και άλλες αναλαμβάνονται για πρώτη φορά από τη νέα επιχείρηση (π.χ. λειτουργία κινηματογράφου και μουσείου). β) Το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της ΔΗ.Κ.Ε.ΔΗ.Σ. κατά το πρώτο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της (τελευταίο τρίμηνο του έτους 2008, 2009 και 2010) παρουσιάζει θετικό πρόσημο μεταξύ της διαφοράς εσόδων και εξόδων των δράσεων της, η δε βιωσιμότητά της δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην χρηματοδότηση του Δήμου, ενόψει αφενός της πρόβλεψης ίδιων εσόδων από τους χρήστες των υπηρεσιών της, ήτοι 27.500,00 ευρώ κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2008 και 276.900,00 ευρώ το έτος 2009 και αφετέρου της αναμενόμενης χρηματοδότησης μέρους των δράσεών της από κοινοτικά ή εθνικά προγράμματα. Συνεπώς, κρίνεται βιώσιμη κατά τη μετατροπή της η κοινωφελής επιχείρηση, εφόσον τα εκτιμώμενα έσοδα αυτής, είτε από τις ανωτέρω χρηματοδοτήσεις είτε από αποζημίωση που καταβάλλουν οι χρήστες των υπηρεσιών της, της επιτρέπουν να αναλάβει πάνω από το ήμισυ των εξόδων λειτουργίας της και δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη χρηματοδότηση του Δήμου που τη συνέστησε.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το κρινόμενο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2010, σε βάρος των πιστώσεων του οποίου είχε εκδοθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/160/2019

Με τα ανωτέρω δεδομένα η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, καθόσον δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 259 παρ. 1 του ν.3463/2006, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 10 παρ. 14 του ν.4071/2012  βλ. και 41179/2014 απόφαση Υπουργού Εσωτερικών, ΦΕΚ Β΄ 2970). Τούτο δε, διότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου α) η σύνταξη ετήσιου προγράμματος δράσης έτους 2017 της ΔΗ.Κ.Ε.Ο.Λ. και β) η υποβολή προς το Δημοτικό Συμβούλιο ....  του προϋπολογισμού της ΔΗ.Κ.Ε.Ο.Λ. έτους 2017, συνοδευόμενου από εισηγητική έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η οποία τεκμηριώνει τα έσοδα και τα έξοδα της, σύμφωνα με το ετήσιο πρόγραμμα δράσης της έτους 2017. Ωστόσο, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των σχετικών διατάξεων αλλά συγγνωστώς λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι πρόκειται για την τρίτη δόση χρηματοδότησης έτους 2017 και του ότι στο υποβληθέν και εγκριθέν από το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο διετές πρόγραμμα δράσης της ΔΗ.Κ.Ε.Ο.Λ. εξειδικεύονται και τεκμηριώνονται επαρκώς ανά έτος δράσης τα έσοδα-έξοδα της Επιχείρησης καθώς και το ποσό της χρηματοδότησης που θα απαιτηθεί από το Δήμο. Συνεπώς, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/204/2016

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας πράξης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, καίτοι είναι δυνατή η καταβολή επιχορήγησης σε δημοτική κοινωφελή επιχείρηση από τον οικείο Δήμο που τη συνέστησε, για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων και προγραμμάτων που προβλέπονται στο Ετήσιο Πρόγραμμα Δράσης αυτής, η τοιαύτη δυνατότητα τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις, που προβλέπονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 259, οι οποίες δεν πληρούνται εν προκειμένω, όπως βασίμως προβάλλεται από τον διαφωνούντα Αναπληρωτή Επίτροπο. Τούτο διότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ....., με την οποία εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός του ΔΗΠΕΘΕ - ΚΕΔΚ για το οικονομικό έτος 2015 (βλ. την 6-175/29.4.2015 απόφαση «έγκρισης της υπ’ αριθμον 2/4ης/24.2.2015 απόφασης του ΔΣ ΔΗΠΕΘΕ ..... περί του Προϋπολογισμού έτους 2015»), συνοδεύτηκε από εισηγητική έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του, η οποία τεκμηριώνει τα έσοδα και τα έξοδα αυτού (ώστε η διαφορά τους να αποτελέσει αντικείμενο της εκ μέρους του Δήμου χρηματοδότησης) σύμφωνα με το ετήσιο πρόγραμμα δράσης του ως άνω νομικού προσώπου για το έτος 2015 (η σύνταξη και η έγκριση του οποίου επίσης δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου). Αντιθέτως, αβασίμως προβάλλεται από τον Αναπληρωτή Επίτροπο ότι, κατά παράβαση της 16/10819/22.2.2007 εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, δεν επισυνάφθηκε απόφαση έγκρισης του Δημοτικού Συμβουλίου της χρηματοδότησης της εν λόγω επιχείρησης για τις δραστηριότητές της ή «(…) για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά συγκεκριμένων και προγραμματισμένων κοινωφελών δράσεων (…)», καθόσον  η ως άνω εγκύκλιος με την οποία «επιδιώκεται η παρουσίαση  των διατάξεων του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα», η οποία, άλλωστε, εκδόθηκε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 259 του ΔΚΚ με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 4071/2012, δεν εισάγει δίκαιο και δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών. Τέλος, οι αναφερόμενοι στη σκέψη Ι της παρούσας πράξης υπό στοιχεία α) και β) λόγοι διαφωνίας, που προβάλλονται από τον Αναπληρωτή Επίτροπο το πρώτον ενώπιον του παρόντος Κλιμακίου, με την από 24.3.2015 έκθεσή του, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι, ως προς τους λόγους αυτούς, δεν  έχει τηρηθεί η οριζόμενη από τον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο προδικασία (βλ. άρθρο 32 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α΄ 52), ούτε ο Δήμος έχει εκφέρει σχετικώς τις απόψεις του (βλ. ΕΣ Κλ.Πρ.Ελ.Δαπ. στο VII Tμ. 395, 376, 94/2015 κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και ως εκ τούτου αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/Τ7/16/2005

H δυνατότητα <επιχορήγησης> δημοτικών επιχειρήσεων από το Δήμο στα πλαίσια της κατάρτισης προγραμματικών συμβάσεων, έχει την έννοια της δυνατότητας χρηματοδότησης για την εκπλήρωση των όρων αυτών και όχι της οικονομικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων αυτών για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών ή στόχων τους (πρβλ. και 2/378/0026/8.1.1999 έγγραφο Υφυπουργού Οικονομικών προς τις Υ.Δ.Ε.). Η αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε όχι μόνο στο πνεύμα της μνησθείσης διατάξεως του άρθρου 277 του Δ.Κ.Κ., που προβλέπει την κατ΄ εξαίρεση <επιχορήγηση> των δημοτικών επιχειρήσεων και μόνο για τη σύναψη προγραμματικών συμβάσεων κατά το άρθρο 35 του ίδιου Κώδικα για την εκτέλεση έργων, παροχή υπηρεσιών κλπ., δηλαδή στην χρηματοδότηση για τη σύναψη αυτών (προγραμματικών συμβάσεων), αλλά και στις κοινοτικές διατάξεις( άρθρο 87 Συνθ. Ε.Κ.), που απαγορεύουν την οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων γενικά προς αποφυγή νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού.Συνακόλουθα, και σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Δ.Κ.Κ., όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός Δήμου και ενός Ν.Π.ΔΔ.. για την ανάπτυξη μιας περιοχή και αναλαμβάνουν επιπρόσθετα, έναντι αμοιβής, την υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης με την εκ μέρους τους παροχή υπηρεσιών, την οποία θα μπορούσε να αναλάβει και οποιοσδήποτε τρίτος ιδιώτης, είναι υποκείμενα φόρου προστιθέμενης αξίας για το ποσό που λαμβάνουν για την παροχή της υπηρεσίας και συνεπώς, υποχρεούνται, κατά την είσπραξη του εν λόγω ποσού, στην έκδοση του προβλεπόμενου από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων τιμολογίου στο οποίο πρέπει να συνυπολογίζεται και ο αναλογών Φ.Π.Α..Σε κάθε περίπτωση, τυχόν απαλλαγή της ΑΝ.Ε.Δ.Κ. από το Φ.Π.Α. που αναλογεί στο ποσό που της καταβάλλεται για την εκτέλεση της εν λόγω υπηρεσίας, στο οποίο εμπεριέχονται το λειτουργικό κόστος, η αμοιβή της και κάθε είδους λοιπές δαπάνες (παραγωγικές ή μη ) θα οδηγούσε, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ. (βλ. C-45/01, C-141/00, C-498/03), σε παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά την είσπραξη του Φ.Π.Α., των επιχειρηματιών που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες καθώς και σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, Αφού οι επίμαχες υπηρεσίες θα μπορούσαν να ανατεθούν σε ιδιώτη – επιχειρηματία, χωρίς την απαλλαγή του Φ.Π.Α.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/92/2015

Παροχή υποστηρικτικών ενεργειών για την αξιολόγηση των δομών και υπηρεσιών του Δήμου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις      προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα : Το αντικείμενο της υπό έλεγχο ανάθεσης, ήτοι η παροχή υποστηρικτικών ενεργειών για την αξιολόγηση των δομών και υπηρεσιών του Δήμου .....-....., εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Αυτοτελούς Γραφείου Προγραμματισμού, Πληροφορικής και Διαφάνειας του Δήμου. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Γραφείου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Οργανισμού του, είναι η υποστήριξη των οργάνων διοίκησης και των υπηρεσιών του Δήμου κατά τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των εσωτερικών οργανωτικών συστημάτων του Δήμου, δοθέντος ότι συγκεντρώνει στοιχεία και δεδομένα που αναφέρονται στην αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών και στην επίτευξη των σχετικών περιοδικών τους στόχων, παρακολουθεί την εξέλιξη τους, επεξεργάζεται τα στοιχεία και εκδίδει ενημερωτικές αναφορές (περίπτωση 15), εισηγείται, παρακολουθεί και αξιολογεί μέτρα για τη διαρκή βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών, σχεδιάζει και εισηγείται τον Κανονισμό Μέτρησης και Αξιολόγησης της απόδοσης των δημοτικών υπηρεσιών κατά την ισχύουσα νομοθεσία (περίπτωση 16), και παρακολουθεί την καλή εφαρμογή των εγκεκριμένων από τα αρμόδια όργανα εσωτερικών οργανωτικών συστημάτων, διαδικασιών και κανονισμών (περίπτωση 19). Εξάλλου, για την αξιολόγηση των δομών και των υπηρεσιών τους οι Δήμοι ακολουθούν ως πρότυπο το εγχειρίδιο του Υπουργείου Εσωτερικών «Προδιαγραφές του έργου των ομάδων αξιολόγησης και αναδιοργάνωσης των Δήμων», το οποίο προδιαγράφει το έργο των ομάδων εργασίας και προτείνει να ακολουθούνται οι σχετικές προδιαγραφές, ώστε η αξιολόγηση των δομών και οι προτάσεις αναδιοργάνωσης να καταγράφονται με ομοιόμορφο τρόπο από τις ομάδες όλων των δήμων και να ακολουθείται ενιαία μεθοδολογία. Αποτελείται δε από δύο μέρη, το Μέρος Α «Αξιολόγηση των δομών του Δήμου» και Μέρος Β «Σχέδιο αναδιοργάνωσης και στελέχωσης των δομών του Δήμου». Επομένως, υπάρχει αναλυτικός οδηγός για τη μεθοδολογία σύνταξης της έκθεσης αξιολόγησης, απορριπτομένου ως αβασίμου του προβληθέντος με το έγγραφο επανυποβολής του χρηματικού εντάλματος ισχυρισμού του Δήμου ότι οι ανατεθείσες υπηρεσίες απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, σημειωτέον δε ότι η 317/15.11.2013 απόφαση του Δημάρχου .....-....., με την οποία εγκρίθηκε η απευθείας ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών δεν ανέφερε ως λόγο της απευθείας ανάθεσης τον εξειδικευμένο χαρακτήρα αυτών. Σε κάθε περίπτωση, τον ίδιο μήνα που έλαβε χώρα η επίμαχη ανάθεση σε εξωτερικό σύμβουλο, ο Δήμαρχος .....-..... συνέστησε ομάδα εργασίας για την αξιολόγηση των δομών και υπηρεσιών του δήμου, αποτελούμενη από τον ίδιο, δύο Αντιδημάρχους, έξι υπαλλήλους διαφόρων υπηρεσιών του Δήμου και έναν εξωτερικό συνεργάτη, με την ιδιότητα του τεχνικού συμβούλου και συνεπώς, ακόμα και εάν οι επίμαχες υπηρεσίες δεν μπορούσαν να εκτελεσθούν στο σύνολό τους από την μόνη υπάλληλο που, σύμφωνα με το έγγραφο επανυποβολής του χρηματικού εντάλματος, υπηρετεί στο Γραφείο Προγραμματισμού, Πληροφορικής και Διαφάνειας του Δήμου, μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να εκτελεσθούν με τη συνδρομή της ως άνω συσταθείσας ομάδας εργασίας. Το έργο, άλλωστε, της τελευταίας, όπως προκύπτει από την σχετική απόφαση συγκρότησής της, το οποίο θα στηριχθεί στις προδιαγραφές που έθεσε το Υπουργείο Εσωτερικών για τις ήδη συσταθείσες από άλλους δήμους ομάδες εργασίας, αφορά στις απαιτούμενες ενέργειες για την προετοιμασία του Δήμου στην επικείμενη αξιολόγηση των δομών και υπηρεσιών του και στην υποβολή προτάσεων για την αναδιοργάνωση αυτών. Από τα προεκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι και οι δύο εργασίες, τόσο η ανατεθείσα στη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, όσο και η ανατεθείσα στην ομάδα εργασίας του Δήμου, έχουν κοινή στόχευση, ήτοι την αξιολόγηση και βελτίωση της διοικητικής ικανότητας του δήμου και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών του μέσω της αναδιάρθρωσης των δομών του και της υλοποίησης συγκεκριμένων μέτρων βελτίωσης, ως εκ τούτου το αντικείμενο αυτών κατ΄ ουσίαν ταυτίζεται. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο Δήμος .....-..... άσκησε μεταγενεστέρως την αρμοδιότητά του για τη συγκρότηση της ομάδας εργασίας, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 58 του ν. 3852/2010, με αντικείμενο αυτής συναφές προς το ήδη ανατεθέν στον ιδιώτη, η επίμαχη ανάθεση, ανεξαρτήτως του ότι το αντικείμενο αυτής ανάγεται στα συνήθη καθήκοντα του προσωπικού του Αυτοτελούς Γραφείου Προγραμματισμού, Πληροφορικής και Διαφάνειας του Δήμου, αντιβαίνει και στην αρχή της οικονομικότητας που διέπει τη διαχείριση των οικονομικών του Δήμου (βλ. Πρ. 174/2014 Κλιμ. Προλ. Ελ. στο VII Τμ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕλΣυν/Τμ.Μ.Ε.Σ/1922/2016

Από τις ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως της αρχής της τυπικότητας της διαδικασίας που διέπει τους διαγωνισμούς για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, συνάγεται ότι όλοι οι όροι της διακήρυξης, συμπεριλαμβανομένων τόσο αυτών που αφορούν στα δικαιολογητικά συμμετοχής όσο και στη σύνταξη της τεχνικής προσφοράς, είναι ουσιώδεις και απαράβατοι, υπό την έννοια ότι ουσιώδεις αποκλίσεις από αυτούς συνεπάγονται, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αναθέτουσας αρχής, την απόρριψη της προσφοράς ως απαράδεκτης και, συνακόλουθα, τον αποκλεισμό του υποψηφίου από το επόμενο στάδιο της διαγωνιστικής διαδικασίας (βλ. σχετικώς άρθρα 6.4. και άρθρο 3.10. της διακήρυξης). Εντούτοις, οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή, ενόψει και των ειδικών περιστάσεων της κάθε περίπτωσης, την υποχρέωση να ζητά διευκρινίσεις από τον υποψήφιο πριν την απόρριψη της προσφοράς του, εφόσον η διαπιστωθείσα ασάφεια της προσφοράς δύναται, κατά την κρίση της Επιτροπής, να αρθεί με την παροχή διευκρινίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δίδονται επί νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών και ότι σε καμία περίπτωση δεν επέρχεται, μέσω αυτών, διόρθωση σφαλμάτων ή συμπλήρωση παραλείψεων, ικανών να θέσουν σε κίνδυνο την εκτέλεση της σύμβασης ή να εμποδίσουν τον ανταγωνισμό (πρβλ. Δ.Ε.Κ. απόφ. της 27.9.2002 επί της υπόθ. Τ-211/02, Tideland Signal κατά Επιτροπής, σκ. 37, 38 και απόφ. της 10.12.2009 επί της υπόθ. Τ-195/08, Antwerpse Bouwwerken NV κατά Επιτροπής, σκ. 55, 56).(...) Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναθεώρησης και η ασκηθείσα υπέρ αυτής παρέμβαση πρέπει να γίνουν δεκτές και να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος. Κατόπιν τούτου και ενόψει του ότι δεν έχουν αναδειχθεί άλλες τυχόν συντρέχουσες πλημμέλειες κατά τη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου για την «προμήθεια υλικών και των απαιτούμενων εργασιών επισκευής και συντήρησης της Πλωτής Δεξαμενής “ΠΕΙΡΑΙΑΣ - I”» (15.000 Τ) του ΟΛΠ στο πλαίσιο της πενταετούς επιθεώρησής της», δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της εταιρείας «Ο.Λ.Π. Α.Ε.» και της μειοδότριας εταιρείας «... Ε.Π.Ε.». Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στην αιτούσα το κατατεθέν για την άσκηση της αίτησης παράβολο (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013).


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022

Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)


ΕλΣυν/Τμ.6/106/2007

Κατά την έννοια των προρρηθεισών κοινοτικών διατάξεων, οι παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κριτήρια σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς δεν απαριθμούνται περιοριστικά, ως εκ τούτου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα κριτήρια ποσοτικής και ποιοτικής επιλογής και όχι αμιγώς οικονομικής φύσης που προτίθεται να εφαρμόσει, πλην όμως τα τελευταία πρέπει να συνδέονται στενά με το αντικείμενο της σύμβασης, βάσει της αναγκαίας τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων και των πραγματικών απαιτήσεων της προς ανάθεση σύμβασης, να είναι δεκτικά αντικειμενικής και συγκεκριμένης αιτιολόγησης και να συνεπάγονται οικονομικό άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή, τηρώντας, ταυτοχρόνως, όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως η τελευταία απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (πρβλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 17.09.2002, C-513/99, σκέψεις 81επ., Πράξη VI Τμ. 107/2003 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα θεσπιζόμενα στην οικεία διακήρυξη κριτήρια αποδοχής των συμμετεχουσών στον ελεγχόμενο διαγωνισμό εταιρειών, αναφορικά με τον απαιτούμενο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών αυτών για κάθε ένα από τα τρία τελευταία έτη σε συνδυασμό με την εξαετή και πλέον δραστηριοποίησή τους στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης είναι κατάλληλα, αντικειμενικά και πρόσφορα, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων του αντικειμένου της σύμβασης (φύλαξη του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων που ανήκουν στο Α.Π.Θ.), καθώς και της δαπάνης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ως άνω αναφέρεται, καθόσον αποβλέπουν προφανώς στη συμμετοχή διαγωνιζομένων, οι οποίοι διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια και ανάλογη πολυετή εμπειρία σε υπηρεσίες φύλαξης μεγάλου οικονομικού αντικειμένου. Περαιτέρω, ο όρος περί ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας ύψους τουλάχιστον 3.000.000 Ευρώ δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής των προτιθέμενων να συμμετάσχουν στην υπό κρίση διαδικασία επιχειρήσεων, περιορίζοντας ούτως τον ανταγωνισμό, αφού αποσκοπεί στη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά υποψηφίων αναδόχων, ικανών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της προς ανάθεση σύμβασης, ειδικότερα όσον αφορά τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού, ώστε να μην κωλύεται σε κάθε περίπτωση η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Τέλος, η πρόβλεψη περί ελαχίστου ορίου προσωπικού τριακοσίων (300) ατόμων δεν συνιστά όρο δυσανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής και του επιδιωκόμενου σκοπού του διαγωνισμού, παρά τα αντιθέτως κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, δεδομένου ότι, βάσει των τεχνικών προδιαγραφών της οικείας διακήρυξης (βλ. Παράρτημα Δ΄ αυτής), απαιτείται η απασχόληση διακοσίων (200) ατόμων, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης του προσωπικού σε ποσοστό μέχρι 20%, εφόσον προσληφθεί νέο προσωπικό (μόνιμο) ή δημιουργηθούν έκτακτες ανάγκες.