ΔΕφΑθ/1137/2025
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Με αυτήν έγινε εν μέρει δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 1.9.2017 αγωγή των εφεσίβλητων και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει νομιμοτόκως στην πρώτη και στην τρίτη εφεσίβλητη από 222.305,64 ευρώ, στη δεύτερη εφεσίβλητη ποσό 354.713,18 ευρώ, στο τέταρτο ποσό 89.397,51 ευρώ και στην πέμπτη ποσό 387.815,06 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του να εκδώσουν τις αναγκαίες για την υλοποίηση του θεσμού της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης (Μ.Σ.Δ.) κανονιστικές αποφάσεις, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3044/2002, η οποία είχε ως συνέπεια την αδρανοποίηση των περιουσιακών δικαιωμάτων τους, που είναι ενσωματωμένα σε οικείους τίτλους Μ.Σ.Δ. Στα ανωτέρω ποσά περιλαμβάνεται και ποσό 700 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ανωτέρω αιτία.(...) Τέλος, προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί δεν καθόρισε τον χρόνο εκτίμησης της ζημίας, η οποία θα έπρεπε να υπολογιστεί (βάσει της αντικειμενικής αξίας της προς μεταφορά δομήσιμης επιφάνειας) κατά τον χρόνο έκδοσης της εγκριτικής απόφασης έκδοσης τίτλων Μ.Σ.Δ., ήτοι το έτος 2013, την οποία, όμως, οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν, καθώς τα προσκομισθέντα φύλλα υπολογισμού αξίας των ακινήτων τους αφορούσαν το φορολογικό έτος 2015. Τα ανωτέρω είναι απορριπτέα ως αορίστως προβαλλόμενα, καθώς το εκκαλούν δεν ισχυρίζεται, ούτε αποδεικνύει ότι το έτος 2013 η αντικειμενική αξία των επίδικων ακινήτων ήταν μικρότερη από αυτήν του έτους 2015 που έλαβε υπόψη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε αμφισβητήσει πρωτόδικα τα αιτηθέντα με την αγωγή ποσά, όπως αυτά προέκυπταν από τα προαναφερθέντα φύλλα υπολογισμού. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την έφεση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔιοικΠρωτΠατρών/656/2021
Αστική Ευθύνη Δημοσίου-Αποζημίωση:ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου Δημοσίου και του δεύτερου εναγόμενου Δήμου Πατρέων να καταβάλλουν στον ενάγοντα, μόνιμο υπάλληλο καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, το συνολικό ποσό των 1.117.730,40 ευρώ (όπως το ποσό αυτό διορθώθηκε με το νομοτύπως υποβληθέν υπόμνημα του ενάγοντος), ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 932 του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας του τραυματισμού και της μόνιμης σωματικής βλάβης (ακρωτηριασμός αριστερού άνω άκρου κατά τον καρπό) που προκλήθηκε σε αυτόν κατά την εργασία του στις 17.10.2017 από έκρηξη χειροβομβίδας κρότου – λάμψης στον Χώρο Υγειονομικής Ταφής (Χ.Υ.ΤΑ.) Ξερόλακκας Δήμου Πατρέων και οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του, σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων των εναγομένων.(....)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει: α) το ποσό των 67.800 ευρώ, που αντιστοιχεί αφενός στο κόστος αγοράς μίας μυοηλεκτρικής πρόθεσης αντιβραχίου συνολικής αξίας 33.900 ευρώ, αφετέρου στο κόστος αντικατάστασης της εν λόγω πρόθεσης μετά την παρέλευση πενταετίας από την αρχική τοποθέτηση, β) το ποσό των 400 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αύξησης δαπανών για μετάβαση, διαμονή και διατροφή στην Αθήνα επί δύο ημέρες κάθε φορά και για δύο φορές συνολικά, ανά πενταετία, και γ) το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Από το ως άνω συνολικό ποσό των 128.200 ευρώ (67.800 ευρώ + 400 ευρώ + 60.000 ευρώ) πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 28.900 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε προσωρινώς υπέρ του ενάγοντος με την Α824/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Απορρίπτει την αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Δήμου Πατρέων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή, καθ’ μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, νομιμοτόκως από 22.7.2019 έως την εξόφληση.
ΔΕφΑθ/1429/2025
Με την εν λόγω αγωγή, οι εκκαλούντες, τέως ιδιοκτήτες ενός ακινήτου επιφάνειας 8.860,00 τ.μ., ευρισκόμενο στην περιοχή του …, το οποίο απαλλοτριώθηκε υπέρ του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε εν τέλει για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή άλλου σκοπού δημόσιας ωφέλειας, είχαν ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει: α) το ποσό των 8.312.472,95 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως αποζημίωση για την από το έτος 1971 και εντεύθεν στέρηση της κάρπωσης του ακινήτου τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, καθώς και των άρθρων 4 και 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και, επικουρικώς, το ποσό των 3.594.493,78 ευρώ, ως αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη από 14.8.1994, που εκδηλώθηκε η παράνομη άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση έως και την άσκηση της αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως, το ποσό των 399.104,31 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 18.918,38 ευρώ, άλλως το ποσό των 2.193,24 ευρώ, για κάθε μήνα καθυστέρησης από την άσκηση της αγωγής και μέχρι την επιστροφή του ακινήτου στην κυριότητά τους, νομιμοτόκως από κάθε μήνα καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση και γ) το ποσό των 60.000,00 ευρώ, σε κάθε έναν από τους …, … και …, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της Διοίκησης.(...)Εξάλλου, ανεξαρτήτως του αν το προσκομιζόμενο κατά την παρούσα δίκη αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι η …/2021 έκθεση εκτίμησης μισθωμάτων, είναι ικανό να αποδείξει τον πραγματικό ισχυρισμό των εκκαλούντων περί της πρόθεσης αξιοποίησης του επίμαχου ακινήτου με τους πιο πάνω περιγραφόμενους τρόπους, τούτο ως μη οψιγενές - καθόσον συντάχθηκε μεν μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά για την εκτίμηση του ύψους των μισθωμάτων που δυνητικά θα εισπράττονταν από την εκμετάλλευση αυτού, το χρονικό διάστημα από 1ο/1971 έως 6ο/2010 - , απαραδέκτως προσκομίζεται, το πρώτον στις 2.4.2021, ήτοι πριν από τη συζήτηση της έφεσης, δοθέντος ότι η μη επίκληση και προσαγωγή του στην πρωτοβάθμια δίκη, ελλείψει ειδικών ισχυρισμών των εκκαλούντων που να δικαιολογούν την παράλειψη αυτή, δεν κρίνεται δικαιολογημένη. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται η ζημία που οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από την παράλειψη ανάκλησης της ένδικης απαλλοτρίωσης το χρονικό διάστημα από 14.8.1994 έως την άσκηση της αγωγής και ως εκ τούτου, το εφεσίβλητο Δημόσιο δεν υποχρεούται να τους καταβάλει τα αιτούμενα ποσά, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Ορθά, τέλος, κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση το ύψος της ηθικής βλάβης των εκκαλούντων, την οποία υπέστησαν από τον μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα άρσης της ένδικης απαλλοτρίωσης η οποία ανήλθε στο εύλογο και προσήκον ποσό των 200,00 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την έφεση.
Δ.ΕΦΑΘ/3048/2020
Αστική ευθύνη δημοσίου - απαλλοτριώσεις...Επειδή, τέλος, προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας απόφασης και περαιτέρω, ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσκόμισε πρωτοδίκως κανένα αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης Τράπεζας) για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου στις εμπορικές τράπεζες, κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2008, που όπως προέβαλε με την αγωγή θα κατέθετε σε Τράπεζα το σύνολο της αποζημίωσης που θα εισέπραττε, με επιτόκιο 6% ετησίως, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, έως τον Ιανουάριο του έτους 2013, ούτε εξέθεσε στην αγωγή αλλά ούτε και απέδειξε τις ειδικές περιστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που συνέτρεχαν και καθιστούσαν πιθανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πραγματοποίηση του εν λόγω κέρδους, παραθέτοντας λογιστικά στοιχεία σχετικά με την πορεία των εργασιών της επιχείρησής της, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο, από τα οποία να προκύπτουν θετικά ή αρνητικά (κέρδη ή ζημιές) αποτελέσματα των εν λόγω χρήσεων που να δικαιολογούν ή να αποκλείουν τη δυνατότητα αυτής να αποταμιεύσει ή όχι το ένδικο ποσό της απαλλοτρίωσης σε Τράπεζα, ενώ, εξάλλου, δεν προέβαλε ότι είχε τυχόν κατατεθειμένα σε τράπεζα και άλλα χρηματικά ποσά, κρίνει, ανεξαρτήτως άλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογείται η ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση και απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις εκείνη του εκκαλούντος - εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ενώ αυτή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το συνολικό ποσό των 99.794,55 ευρώ, νομιμότοκα με επιτόκιο 6%, από 23.11.2012 έως την εξόφληση. Περαιτέρω, από το παράβολο που καταβλήθηκε ποσό 100,00 ευρώ πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία (Κ.Δ.Δ. άρθρο 277 παρ. 9), ενώ κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων το εκκαλούν – εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εκκαλούσας (Κ.Δ.Δ. άρθρο 275 παρ. 1).
ΕΣ/ΤΜ.7/2634/2014
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με την κρινόμενη αγωγή, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., νομιμοτόκως από τις 17.5.2006, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, το ποσό των 279.428,20 ευρώ, για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Δήμου κατά την διαχείριση από αυτά ισόποσης χρηματοδότησης, η οποία του καταβλήθηκε στο πλαίσιο του Ειδικού Προγράμματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Ε.Π.Τ.Α. για την υλοποίηση της επισκευής υφιστάμενου κτιρίου και την κατασκευή νέου σε ακίνητο του Δήμου που επρόκειτο να παραχωρηθεί κατά χρήση στην ΕΛ.ΑΣ., προκειμένου να στεγαστεί το ιδρυθέν την 1.1.2002 Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης Λαθρομεταναστών … Ν. Χαλκιδικής.(....)Αβασίμως, τέλος, προβάλλεται ότι έχει παραγραφεί η σχετική αξίωση του Δημοσίου, διότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το 2001 έως το 2006, ο Δήμος διαβεβαίωνε την ΕΛ.ΑΣ. ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες επισκευής – συντήρησης, οι οποίες επρόκειτο να ολοκληρωθούν με το ποσό τη χρηματοδότησης, η δε αδυναμία εκπλήρωσης του δημόσιου σκοπού γνωστοποιήθηκε στην ΕΛ.ΑΣ. με το 6659/24.12.2007 έγγραφο του Δήμου και με την 103/23.7.2008 απόφαση του ΔΣ, με τα οποία ο Δήμος αποδέχθηκε ότι αδυνατεί να καλύψει τη δαπάνη κατασκευής – επισκευής, διότι είχαν ήδη αναλωθεί τα σχετικά ποσά για άλλο σκοπό. Συνεπώς, η απαίτηση του Δημοσίου κατέστη απαιτητή και δικαστικώς επιδιώξιμη κατά το οικονομικό έτος 2007, από το τέλος του οποίου και άρχεται η πενταετής παραγραφή, η δε αγωγή ασκήθηκε το έτος 2008, πριν την παρέλευση του χρόνου παραγραφής. Δέχεται την αγωγή.
ΑΝΑΙΡΕΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/201/2021
ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ/59/2025
Η απόφαση 0059/2025 του Πρώτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την αγωγή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Νότιας Δωδεκανήσου» κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Το ενάγον ζητούσε την καταβολή ποσού 184.380,07 ευρώ ως αποζημίωση, λόγω περιουσιακής ζημίας που υπέστη από την παράνομη ιδιοποίηση λιμενικών τελών από Ανθυποπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος, ο οποίος ήταν εντεταλμένος για την είσπραξή τους. Η αγωγή παραπέμφθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά. Το Πρώτο Τμήμα έκρινε ότι, εφόσον η διαφορά αφορά επιδίκαση αποζημίωσης για ζημία που προκύπτει από έλλειμμα στη διαχείριση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), η αρμοδιότητα εκδίκασης ανήκει στο Δεύτερο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τον ν. 4820/2021. Συνεπώς, το Πρώτο Τμήμα κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή στο Δεύτερο Τμήμα.
C-882/2019
«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Προσδιορισμός των οντοτήτων που ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας – Αγωγή αποζημιώσεως η οποία στρέφεται κατά της θυγατρικής μιας μητρικής εταιρίας και η οποία ασκήθηκε κατόπιν αποφάσεως διαπιστώνουσας τη συμμετοχή της μητρικής και μόνον εταιρίας σε σύμπραξη – Έννοια της “επιχειρήσεως” – Έννοια της “οικονομικής ενότητας”»
ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/797/2024
Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την 13761/2022 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο), το αίτημα της οποίας μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κατά τη συζήτηση της παρούσας στο ακροατήριο, δήλωση που περιλήφθηκε και στο επί της αγωγής από 10.4.2024 υπόμνημα (βλ. άρθρο 136 παρ.2 του ν. 4700/2020), η ενάγουσα, πρώην υπάλληλος του εναγόμενου Δήμου, με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, ζητάει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει το ποσό των 55.903,56 ευρώ (αντί του ορθού 55.912,56), που αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά το ποσό των 52.182,92 ευρώ, στις αποδοχές ενεργού υπηρεσίας της, συμπεριλαμβανομένου του οικείου φόρου μισθωτών υπηρεσιών, οι οποίες, μετά την αναδρομική ανάκληση του διορισμού της ως παράνομου, καταλογίστηκαν σε βάρος της με την 1/20.1.2017 πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Δήμο Αθηναίων, και κατά το ποσό των 3.729,64 ευρώ, ως προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής της ως άνω οφειλής. Η ενάγουσα ζητάει να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων υποχρεούται να της καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως από τον χρόνο επιστροφής του, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής, ως αποζημίωση είτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 914 του Αστικού Κώδικα, είτε κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, άλλως, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 επ. του Α.Κ.
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/3/2020
Περικοπές σε αποδοχές...Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) αγωγή, η αμοιβή του εκκαλούντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, υπάγονταν στις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεδομένου ότι η παραχώρηση της εφεσίβλητης στο ... επήλθε μετά την εφαρμογή των παραπάνω νόμων όταν δηλαδή η αμοιβή του εκκαλούντα είχε ήδη μειωθεί και συνεπώς οι αξιώσεις του για την αμοιβή του σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης είναι μη νόμιμες . Περαιτέρω όσον αφορά την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγή της εκκαλούσας, είναι απορριπτέα ω μη νόμιμη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο εφεσίβλητος ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία ώστε να λαμβάνει την μειωμένη αμοιβή του από την εκκαλούσα από την 1-1-2013, πλην όμως ο τελικός υπολογισμός της δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο αλλά από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας. Τέλος όσον αφορά την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) αγωγή από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ……, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-11-2009 σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως διευθύνων σύμβουλος και με όρο της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της (της σύμβασης) η εφεσίβλητη θα του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αμοιβή δύο μηνών για κάθε έτος εργασίας του λαμβάνοντας ως βάσει τις αποδοχές του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω σύμβαση καταγγέλθηκε στις 22-6-2015 και η πραγματικά οφειλόμενη αμοιβή του όπως θα διαμορφώνονταν μετά την 1-1-2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.375 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση κατά τον ανωτέρω χρόνο (22-6-2015) ανέρχονταν σε 30.479,13 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα του εκκαλούντος στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης όπως επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τον χρόνο της καταγγελίας ώστε ο τελευταίος να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγές και κάνοντας εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΣΤΕ/1814/2010
Δημόσια έργα:..Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, το τεκμαιρόμενο όφελος του αναδόχου προσδιορίζεται σε ποσοστό του αρχικού συμβατικού ποσού, μειωμένου κατά το ένα τέταρτο και μετά την αφαίρεση της θετικής ζημίας αυτού, όπως αυτή έχει καθοριστεί από την Υπηρεσία ή το δικαστήριο της ουσίας κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, εν όψει της αλληλεξαρτήσεως του ύψους ζημίας και τεκμαιρομένου οφέλους, έσφαλε εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο, διότι ενώ απέρριψε το αίτημα της προσφυγής περί καθορισμού της θετικής ζημίας της αναδόχου στο ποσό των δρχ. 216.149.797 (δρχ. 196.716.150 για δαπάνη αργούντων μηχανημάτων και δρχ. 19.433.647 για μισθοδοσία προσωπικού), προσδιόρισε περαιτέρω το ποσό του τεκμαιρομένου οφέλους αυτής στο ποσό των δρχ. 20.212.582, το οποίο προέκυπτε μετά την αφαίρεση της μη αναγνωρισθείσης, κατά τα προεκτεθέντα ζημίας από το αρχικό συμβατικό ποσό. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλομένη απόφαση είναι, κατά το μέρος τούτο, μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου προς νέα κρίση.